«Ἐξομολόγηση καί θεία Εὐχαριστία
σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική σκέψη»
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Στήν μελέτη μας θά ἀναφερθοῦμε στήν σχέση τῶν δύο ἁγίων Μυστηρίων τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως μᾶς παραδόθηκαν ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί τούς λόγους τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἑρμήνευσαν καί ἐφήρμοσαν τήν εὐαγγελική διδασκαλία, ὅπως κηρύχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς θεοπνεύστους συγγραφεῖς τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς ἁγίας Γραφῆς καί βιώνεται στήν ἁγία Ἐκκλησία μας.
* * * * *
Ἑνότητα 1η
Τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας -Ἐξομολογήσεως.
Α΄. Σύσταση -Ἐξέλιξη καί Τέλεση.
- Τό μυστήριο τῆς μετανοίας, τό καλούμενο καί τῆς ἐξομολογήσεως ἤ ἐξαγορεύσεως, συγκαταλέγεται στά ἑπτά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα στά ὑποχρεωτικά γιά ὅλους τούς πιστούς. Ἡ λέξη, μέ τήν ὁποία τιτλοφορεῖται τό μυστήριο, σημαίνει τήν μεταβολή καί ἀλλαγή γνώμης καί φρονήματος, τήν μεταμέλεια μετά ἀπό διάγνωση ἐσφαλμένων ἤ κακῶν πράξεων. Στήν Παλαιά Διαθήκη μετάνοια εἶναι ἡ στόν Θεό ἐπιστροφή ἀπό τήν παράβαση τοῦ θείου νόμου, τῆς πνευματικῆς εἰδωλολατρίας καί τυπικῆς μοιχείας, στήν ὁποία κατετάσσοντο ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἀπιστοῦντες. Ὁ ἄνθρωπος στό βίο του εὔκολα μπορεῖ νά περιπέσει σέ σφάλματα, σέ πράξεις ἀντίθετες πρός τήν ἐπιταγή τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως, μέ ὀρθή ὅμως σκέψη ἐπανορθώνει καί καθαρίζει τόν ἑαυτό του μέ τήν μετανοία, πού εἶναι θεῖο δῶρο, γι’ αὐτό ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει: «τό μέν ἁμαρτεῖν ἴσως ἀνθρώπινον, τό δέ ἐπιμεῖναι τοῖς αὐτοῖς, τοῦτο οὐκ ἀνθρώπινον λοιπόν, ἀλλ’ ὅλον σατανικόν»[1].
- Στήν Παλαιά Διαθήκη κλασσικό παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας εἶναι τό τοῦ βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μετά τό διπλό ἁμάρτημά του, φόνο καί μοιχεία, καί τόν ἔλεγχο τοῦ Προφήτου Νάθαν, μετανόησε εἰλικρινῶς καί τότε συνέθεσε τόν ὑπέροχο ν΄ (50ό) ψαλμό, τόν καλούμενο τῆς μετανοίας, πού διαβάζεται συχνά στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, προετοιμάζοντας τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, «ἐγένετο βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καί κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»[2]. Ὁ δέ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἄρχισε τό κήρυγμά του καλώντας τούς ἀνθρώπους νά μετανοήσουν· «μετανοεῖτε· ἥγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[3]. Μετά τήν Ἀνάστασή Του ἵδρυσε τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τῆς σωτηρίας, μέ τό ὁποῖο ὁ βαπτισθείς καθαρίζεται ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί σώζεται: «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»[4].
Ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πάντοτε τό σημεῖο, ἡ ἀπόδειξη τῆς μετανοίας καί ἡ φυσική προϋπόθεση τῆς συγγνώμης.
Οἱ Ἰουδαῖοι πού ἤρχοντο νά βροῦν τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὁμολογοῦσαν τά λάθη τους[5].
Ὁ Πέτρος ὁμολόγησε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος νά πλησιάσει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό[6].
Κατά τήν περιγραφή τῆς μετανοίας στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός περιέλαβε καί τήν ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας του[7].
Ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας πού ἐκφράσθηκε μέ λόγια ἀπό τόν Ζακχαῖο[8], μέ ἔργα ἀπό τήν ἁμαρτωλή γυναίκα[9], ἤ ἀκόμη μέ τήν σιωπή τῆς μοιχαλίδος πού δέν ὑπερασπίσθηκε τόν ἑαυτό της ὅταν κατηγορήθηκε[10], εἶναι προϋπόθεση τῆς συγγνώμης πού χαρίζει ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τά δεδομένα αὐτά συνιστοῦν τήν ἀφετηρία τῆς μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός καί ὀφείλει νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς ἁμαρτωλό γιά νά ἐξαγνισθεῖ[11]. Ὡστόσο ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀναξιότητός του καί ἡ ὁμολογία τῶν χειλέων παίρνουν τήν ἀξία τους ἀπό τήν μετάνοια τῆς καρδιᾶς. Γι’ αὐτό καί ἡ μεταμέλεια τοῦ Ἰούδα γιά τήν προδοσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[12] ἦταν μάταιη καί ἀνώφελη.
Στήν βιβλική γραμματεία μέ τήν ἐξομολόγησή του ὁ πιστός δοξολογεῖ τόν Θεό γιά τό ἔλεός Του[13], ἀναγνωρίζει τήν ἁγιότητά Του[14], τήν δικαιοσύνη Του[15], τήν δύναμή Του[16], τήν σοφία Του, τήν ἀγάπη Του, ἐκφράζει τήν πίστη του, ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτωλότητά του, τήν δική του εὐτέλεια καί ἀχρειότητα[17], ἐπικαλεῖται τό ἔλεός τοῦ Θεοῦ καί ἐμπιστεύεται τήν ζωή του στήν πρόνοιά Του[18].
- Ἐπειδή ὅμως καί μετά τό βάπτισμα παραμένει ἡ τάση, ἡ ροπή πρός ἁμαρτία, καί ὁ βαπτισθείς πού ὑποπίπτει σέ βαριά ἁμαρτήματα, μπορεῖ νά ἐκπέσει τῆς θείας Χάριτος, ὁ Σωτήρας συνέστησε ἄλλο μυστήριο, τό τῆς μετανοίας, δίνοντας στούς Ἀποστόλους, καί δι’ αὐτῶν στούς διαδόχους τους, τήν ἐξουσία τοῦ «κρατεῖν» ἤ «λύειν» τίς ἁμαρτίες τῶν πιστῶν, λέγοντας «λάβετε πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινα ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»[19]. Τήν ἐξουσία αὐτή, τοῦ «δεσμεῖν» καί «λύειν» τίς ἁμαρτίες ὁ Κύριος καί πρό τῆς Ἀναστάσεώς Του εἶχε ὑποσχεθεῖ δύο φορές, στόν Πέτρο[20] καί σέ ὅλους τούς Μαθητές Του[21]. Ἀπό αὐτά εἶναι φανερή ἡ θεία ἵδρυση τοῦ Μυστηρίου ἀπό τόν Κύριο.
Συνεπῶς, Μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι ἡ θεοσύστατη πράξη, μέ τήν ὁποία, στόν εἰλικρινῶς μετανοοῦντα καί ἐξομολογούμενο στόν πνευματικό ἱερέα τίς ἁμαρτίες του, παρέχεται ἡ συγχώρηση ὅλων τῶν μετά τό βάπτισμα ἁμαρτιῶν, καί ἀνασυνδέεται αὐτός μέ τόν Θεό διά τῆς θείας Χάριτος.
- Συστατικά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ εἰλικρινής μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στόν ἱερέα. Δηλαδή, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, χρειάζεται ἡ εἰλικρινής μετάνοια (ἀρνητικό στοιχεῖο), ἡ ὁποία συνίσταται στήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, τήν θλίψη γι’ αὐτή καί τήν σταθερή ἀπόφαση τῆς μή ἐπαναλήψεώς της, ἀλλά καί ἡ ἐξομολόγησή της στόν ἱερέα (θετικό στοιχεῖο). Ὁ δέ ἱερεύς πού καλεῖται πνευματικός, ἔχει τήν ἄδεια ἀπό τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, τοῦ διαδόχου τῶν Ἀποστόλων, νά τελεῖ τό Μυστήριο αὐτό, διαβάζει τήν συγχωρητική εὐχή μέ τήν ὁποία παρέχεται ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μετά τῆς ἐξομολογήσεως εἰλικρινής μετάνοια εἶναι «ἡ κατά Θεόν λύπη, μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται⁻ ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται»[22].
- Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν γινόταν δημοσίως, ἐνώπιον πάντων, κατά τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων, πρός τούς ὁποίους «πολλοί τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καί ἀναγγέλλοντες τάς πράξεις αὐτῶν»[23]. Βραδύτερα ὅμως τό ἔθος τοῦτο καταργήθηκε καί ὁρίσθηκαν Πρεσβύτεροι ἐπί τῆς μετανοίας, δηλαδή πνευματικοί Ἱερεῖς, πιθανῶς ἀπό τόν Γ΄ αἰῶνα, μετά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου, ἐξαιτίας τοῦ ζητήματος τῶν πεπτωκότων κατά τούς διωγμούς χριστιανῶν, δηλαδή αὐτῶν πού ἀρνήθηκαν τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό, ἐπειδή φοβήθηκαν τούς διωγμούς. Οἱ δέ μετανοοῦντες, ἐξομολογούμενοι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, κατετάσσοντο ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων σέ τέσσερα (4) πολυχρόνια στάδια ἤ ἐπιτίμια: α΄. τό τῶν προσκλαιόντων ἤ χειμαζομένων, ἐπειδή ἔμεναν κατά τήν θεία λειτουργία ἐκτός τοῦ ναοῦ, στήν αὐλή, β΄. τό τῶν ἀκροωμένων, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν στόν νάρθηκα μέ τούς κατηχουμένους, ἀπερχόμενοι ἀπό τήν σύναξη μαζί μ’ αὐτούς γ΄, τό τῶν ὑποπιπτόντων, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἐντός τοῦ κυρίως ναοῦ γονυκλινεῖς καί δακρύοντες, ἀπερχόμενοι ὁμοίως μέ τούς κατηχουμένους, καί τέλος δ΄. τό τῶν συνισταμένων, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἐντός τοῦ ναοῦ ὄρθιοι μέ τούς πιστούς. Τό κάθε στάδιο διαρκοῦσε ἀπό 1 ἕως 3 ἔτη, ἡ δέ ἐλάττωση τοῦ χρόνου ἐξηρτᾶτο ἀπό τούς Ἐπισκόπους.
- Μετά τήν ἐξομολόγηση ὁ πνευματικός, σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ δόθηκε, παρέχει τήν ἀπόλυση, δηλαδή, τήν πλήρη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν ἐπάνοδο στήν κατάσταση τῆς χάριτος, ἤ ἐπιβάλλει ὡρισμένα ἐπιτίμια, συμβουλεύοντας συγχρόνως, ἐνθαρρύνοντας καί παρηγορώντας τόν μετανοοῦντα καί ἐνισχύοντας στόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας. Σέ περίπτωση δέ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, τοῦ διαβάζει τήν συγχωρητική εὐχή.
Ἡ ἀπόλυση ἤ ἄφεση τῶν ἀμαρτιῶν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία παρέχεται ἀπό τόν Θεό διά τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος δέεται στόν Θεό, γιά νά συγχωρήσει τόν μετανοοῦντα: «Ὁ Θεός συγχωρήσαι σοι δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι». Ὁ ἱκετευτικός τύπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι μᾶλλον σύμφωνος πρός τήν φύση τοῦ Μυστηρίου, τοῦ ὁποίου τελετάρχης εἶναι ὁ Κύριος καί ἱστορικά σύμφωνη πρός τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μή ἐξαιρούσης τόν Κλῆρον ὑπέρ τόν λαόν. Ἡ δέ ἄφεση παρέχεται γιά ὅλα τά ἐξομολογούμενα ἁμαρτήματα, μεγάλα καί μικρά, γι’ αὐτό καί ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καταδίκασε τούς ἀμφισβητήσαντες στήν Ἐκκλησία τό δικαίωμα αὐτό, Μοντανιστάς καί Νοβατιανούς, καθώς καί τούς μή δεχομένους, τούς πεπτωκότας κατά τούς διωγμούς Δονατιστάς, Λουκιφεριανούς καί ἄλλους. Τό δέ ἀσυγχώρητο κατά τήν ἁγία Γραφή ὡρισμένων ἁμαρτημάτων[24] προέρχεται ἀπό τήν ἔλλειψη μετανοίας καί ἐξομολογήσεως αὐτῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, χωρίς τῶν ὁποίων δέν ἐπενεργεῖ ἡ θεία Χάρη.
- Ὁ ἱερεύς, σύμφωνα μέ τήν κρίση του, ἀπολύοντας ἤ μή τόν ἁμαρτωλό μετανοοῦντα, ἐπιβάλλει κατά τίς περιστάσεις, πρός εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἀπόλυση τῶν ἁμαρτιῶν, τά λεγόμενα ἐπιτίμια, ὅπως π.χ. νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, ἐπισκέψεις ἱερῶν τόπων, προσωρινή ἀποχή ἀπό τήν θεία μετάληψη, κ.τ.τ. Αὐτά δέ κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν εἶναι τιμωρίες ἱκανοποιητικές τῆς θείας Δικαιοσύνης, ἀλλά θεραπευτικά μέσα πρός διόρθωση καί προφύλαξη ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι φάρμακα ἐπαγόμενα τήν ἴαση. Δέν ἀποβλέπουν στήν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ καί ἀπόσβεση τῆς ὀργῆς Του, ἀλλά στήν βελτίωση τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι τό ἐπί τοῦ Σταυροῦ χυθέν αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει τίς ἁμαρτίες. Ἄλλωστε διά τῆς ἐξομολογήσεως παρέχεται πλήρης καί τελεία ἄφεση. Τά ἐπιτίμια, ὡς μέσα διορθωτικά, δέν συνδέονται μέ τήν σύσταση τοῦ μυστηρίου, διότι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν χορηγεῖται μέ βάση τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν.
- Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι τό πολυτιμότερο χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας πρός τά τέκνα της, διότι σ’ αὐτή ὁ ἁμαρτωλός εὑρίσκει τήν ἴαση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος πολλάκις, τήν γαλήνη τῆς συνειδήσεως καί κάποτε σώζει ἀπελπισμένους ἀπό τόν σωματικό καί ψυχικό θάνατο. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσερχόμεθα ὅσο τό δυνατό συχνότερα στό μυστήριο τοῦτο τοῦ θείου ἐλέους.
* * * * *
Β΄. Οἱ Πατέρες καί συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
περί τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτῆρα τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Ἀπό νεωτέρους αἱρετικούς ὑποστηρίχθηκε, ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανικοί αἰῶνες ἀγνοοῦν τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως. Δέν ἀρνοῦνται βεβαίως αὐτοί ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐτελεῖτο δημόσια ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτή ἦταν ἁπλό παιδαγωγικό μέτρο, χωρίς νά ἔχει κανένα μυστηριακό χαρακτῆρα.
Σύμφωνα μ’ αὐτούς ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρέχεται στούς μετανοοῦντας ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Θεό, χωρίς τήν μεσολάβηση μεσαζόντων, δηλαδή Ἱερέων.
Λέγουν ὅτι, ὁ Θεός δέν μεταβίβασε σέ κανένα τό δικαίωμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί κατά συνέπεια κανείς δέν μπορεῖ νά συγχωρήσει ἁμαρτίες. Τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καί ἡ πρός ἄφεση ἁμαρτιῶν ἐξουσία τοῦ Ἱερατείου ἀποτελεῖ, κατ’ αὐτούς, μεταγενέστερη ἐφεύρεση, ἡ ὁποία δέν ἐμφανίστηκε πρίν ἀπό τόν Ε΄ αἰῶνα.
Οἱ Πατέρες ὅμως καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων, διδάσκουν πλέον ἤ σαφῶς, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία θεωρεῖ τόν Ἑαυτό της ὡς κάτοχο καί διαχειριστή τῆς ἐξουσίας ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, πού μεταβιβάσθηκε σ’ Αὐτή ἀπό τόν Κύριο διά τῶν Ἀποστόλων.
Οἱ μαρτυρίες αὐτές πείθουν ἀπολύτως, ὅτι ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς Ἐξομολογήσεως καί γενικότερα ἡ παροχή ἀφέσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία στούς μετανοοῦντες ὄχι μόνον δέν ἦταν ἄγνωστη στούς τέσσαρες πρώτους αἰῶνες, ἀλλά ἀποτελοῦσε καί σταθερό φρόνημα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἰδού οἱ μαρτυρίες αὐτές μέ μερικά σχόλια:
- Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας : «Πᾶσιν οὖν μετανοοῦσιν ἀφίει ὁ Κύριος, ἐάν μετανοήσωσιν εἰς ἑνότητα Θεοῦ καί συνέδριον ἐπισκόπου»[25].
Δηλαδή, ὡς ὅρος καί προϋπόθεση τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τίθεται ὑπό τοῦ Ἰγνατίου ἡ μετάνοια ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας, προκαθημένου τοῦ Ἐπισκόπου.
- Ὠριγένης: «…Ὑπάρχει ἀκόμη καί ἑβδόμη (ἄφεσις), ἀλλά σκληρά καί δυσχερής, ἡ διά μετανοίας ἄφεσις ἁμαρτιῶν· ὅταν ὁ ἁμαρτωλός λούῃ τήν στρωμνήν αὑτοῦ τοῖς δακρύοις αὑτοῦ καί τά δάκρυα αὑτοῦ γίνωνται αὐτῷ ἄρτος ἡμέρας καί νυκτός καί ὅταν δέν αἰσχύνεται νά δείξῃ τῷ ἱερεῖ τήν ἁμαρτίαν αὑτοῦ καί νά αἰτήσηται φάρμακον, συμφώνως τῷ λέγοντι· «Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5)»[26].
Σαφῶς διδάσκεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἐν μετανοίᾳ φανέρωση (ἐξομολόγηση) τῆς ἁμαρτίας στόν ἱερέα συνεπάγεται τήν ἄφεσή της.
Καί ἀλλοῦ: «Εἰ ἡμάρτομεν, ὀφείλομεν νά εἴπωμεν· «τήν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισά σοι καί τήν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα. Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ (Ψαλμ. λα΄ 5). Ἐπειδή, ἐάν πράξωμεν τοῦτο καί ἀπεκαλύψωμεν τά ἡμέτερα ἁμαρτήματα οὐ μόνον εἰς τόν Θεόν, ἀλλά καί εἰς αὐτούς, οἵτινες δύνανται νά ἰατρεύσωσι τά ἡμέτερα τραύματα καί τά ἁμαρτήματα, θά ἐξαλειφθῶσι τά ἁμαρτήματα ἡμῶν ὑπ’ αὐτοῦ, ὅστις λέγει: “Ἰδού, ἐξήλειψα ὡς νεφέλην τάς ἀνομίας σου καί ὡς γνόφον τάς ἁμαρτίας σου” (Ἡσ. μδ΄ 22)»[27].
Δύο συμπεράσματα προκύπτουν ἐδῶ: Ὅτι ὑπάρχει τάξη ἀνθρώπων (προφανῶς οἱ Ἱερεῖς) πού δύναται νά θεραπεύει τίς ἁμαρτίες καί ὅτι ἡ ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν θά συντελεσθεῖ, ὅταν αὐτές ἀποκαλυφθοῦν, ὄχι μόνον στόν Θεό, ἀλλά καί στούς ἀνθρώπους αὐτούς.
Ἀλλοῦ λέγει πάλι: «Ἕπεται λοιπόν, ἵνα, συμφώνως τῇ εἰκόνι τούτου, ὅστις τήν Ἱερωσύνην τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔδωκε, καί οἱ λειτουργοί ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἀναδέχωνται τά ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ, καί μιμούμενοι καί αὐτοί τόν Διδάσκαλον, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῷ λαῷ ἀπονέμωσιν»[28].
Ἡ Μαρτυρία αὐτή εἶναι ὁλοφάνερη καί σαφεστάτη.
- Κυπριανός : «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί ἀγαπητότατοι, ὅπως ἐξομολογῆται ἕκαστος τό ἑαυτοῦ παράπτωμα, ἐφ’ ὅσον ὁ ἁμαρτήσας εὑρίσκεται ἐν ζωῇ, ἐφ’ ὅσον δύναται ἡ ἐξομολόγησις αὑτοῦ νά γίνηται δεκτή, ἐφ’ ὅσον ἡ ἱκανοποίησις καί ἡ διά τῶν ἱερέων γενομένη ἄφεσις εἶναι εὐάρεστος τῷ Κυρίῳ»[29].
Στό ἴδιο κείμενο ἐπιτιμᾶ τούς προσερχομένους στήν θεία Κοινωνία «πρίν ἤ ἐξιλεωθῶσι τά παραπτώματα, πρίν ἤ γένηται ἡ ἐξομολόγησις τοῦ κρίματος, πρίν ἤ καθαρισθῇ ἡ συνείδησις διά τῆς θυσίας καί τῆς χειρός τοῦ ἱερέως, πρίν ἤ ἐξευμενισθῇ ὁ διά τήν προσβολήν ὀργισθείς καί ἀπειλῶν Κύριος»[30].
Ἀλλοῦ γράφει ὅτι «ἐπί μικροτέροις ἁμαρτήμασιν οἱ ἁμαρτωλοί μετανοοῦσιν ἐπί ὡρισμένον χρόνον καί, συμφώνως τῇ τάξει τῆς διδασκαλίας, πρός τήν ἐξομολόγησιν ἔρχονται καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῆς χειρός τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ κλήρου τό δικαίωμα τῆς (ἐκκλησιαστικῆς) κοινωνίας λαμβάνουσιν»[31].
Καί σέ ἄλλο μέρος : «Διότι ἐφ’ ὅσον διά μικρότερα παραπτώματα, ἅτινα οὐχί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ πλημμελοῦνται, μετάνοια ἐπί ὡρισμένον χρόνον ἄγεται καί ἐξομολόγησις γίνεται, παρατηρουμένου τοῦ βίου τούτου, ὅστις ἄγει τήν μετάνοιαν, οὔτε εἰς κοινωνίαν δύναταί τις νά ἔλθῃ, ἐάν μή προηγουμένως ὑπό τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ κλήρου ἐπιτεθῇ ἐκείνῳ ἡ χείρ, πόσῳ μᾶλλον εἰς τά βαρύτατα ταῦτα καί δεινότατα παραπτώματα, εὐλαβῶς πάντα καί σοφρώνως, συμφώνως τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Κυρίου, πρέπει νά τηρῶνται;»[32].
- Φιρμιλιανός: « Ἡ ἐξουσία λοιπόν τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας ἐδόθη εἰς τούς Ἀποστόλους καί τάς Ἐκκλησίας, ἅς ἐκεῖνοι, ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἀποσταλέντες, ἵδρυσαν, καί εἰς τούς ἐπισκόπους, οἵτινες διεδέξαντο αὐτούς τάξιν ἀντικαταστάσεως»[33].
Ἡ μαρτυρία αὐτή, εἶναι φωτεινότατη καί δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ πρός ἄφεση ἁμαρτιῶν ἐξουσία τοῦ Ἱερατείου ἦταν γνωστή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί καθόλου δέν ἀποτελεῖ ἐφεύρεση τοῦ Ε΄ αἰῶνος. Δεδομένου δέ ὅτι ὁ Κυπριανός, πρός τόν ὁποῖον γράφει τά ἀνωτέρω ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας (τῆς ἐν Καππαδοκίᾳ) Φιρμιλιανός, κοιμήθηκε κατά τό 258, ἡ μαρτυρία αὐτή ἀνήκει εἰς τά μέσα τοῦ Γ΄ αἰῶνος.
- Κύριλλος Ἱεροσολύμων : «Καθολική μέν οὖν καλεῖται (ἡ Ἐκκλησία) διά τό κατά πάσης εἶναι τῆς οἰκουμένης ἀπό περάτων γῆς ἕως περάτων· καί διά τό διδάσκειν καθολικῶς καί ἀνελλιπῶς ἅπαντα τά εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ἐλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα …καί διά τό καθολικῶς ἰατρεύειν μέν καί θεραπεύειν ἅπαν τό τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διά ψυχῆς καί σώματος ἐπιτελουμένων»[34].
Ἡ Ἐκκλησία, ἄρα, δέν εἶναι μόνον διδασκαλεῖο, ἀλλά καί ἰατρεῖο. Μέ τά ὄργανά Της δέν διδάσκει μόνον τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, ἀλλά καί ἰατρεύει τίς ἁμαρτίες.
- Πακιανός: «Οὐδέποτε ὁ Θεός θά ἠπείλει τόν μή μετανοοῦντα, ἐάν δέν συνεχώρει τῷ μετανοοῦντι. Μόνος ὁ Θεός, θά εἴπῃς, δύναται (νά πράξῃ) τοῦτο. Ἀληθές εἶναι! Ἀλλά καί ὅ, τι διά τῶν ἱερέων αὑτοῦ ἐνεργεῖ, ἑαυτοῦ δύναμις εἶναι! Διότι, τί σημαίνει ἐκεῖνο ὅπερ λέγει sτούς ἀποστόλους· “Ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ” ; Διατί (ἐλέχθη) τοῦτο, ἐάν δέν ἐπετρέπετο εἰς ἀνθρώπους τό δεσμεῖν καί τό λύειν; Μήπως ὅμως τοῦτο εἰς μόνους ἐπιτρέπεται τούς ἀποστόλους; Λοιπόν καί τό βαπτίζειν εἰς μόνους (αὐτούς) ἐπιτρέπεται καί τό παρέχειν τόν Ἅγιον Πνεῦμα εἰς μόνους (αὐτούς) καί εἰς μόνους (αὐτούς) τό καθαίρειν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων· διότι αὐτό ἀκριβῶς, οὐχί εἰς ἄλλους, ἀλλ’ εἰς τούς ἀποστόλους διετάχθη…Ἐάν λοιπόν ἡ ἐξουσία τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, μειζόνων καί καθ’ ὑπερβολήν χαρισμάτων, εἰς τούς Ἐπισκόπους ἐκεῖθεν (ἐκ τῶν ἀποστόλων) προῆλθε, τότε προσεγένετο (τοῖς Ἐπισκόποις) καί τό δικαίωμα τοῦ δεσμεῖν καί λύειν»[35].
Τό βάρος καί ἡ δύναμη τῆς ἀνωτέρω μαρτυρίας τοῦ ἐπισκόπου Βαρκελώνης Πακιανοῦ εἶναι προφανής.
- Ἀμβρόσιος: «Ποῖος λοιπόν δύναται νά συγχωρῇ τά ἁμαρτήματα, εἰμή μόνος ὁ Θεός, ὅστις ὡσαύτως συγχωρεῖ διά μέσου ἐκείνων, εἰς οὗς τήν ἐξουσίαν τοῦ συγχωρεῖν ἀπένειμεν;» [36].
Ἀλλοῦ λέγει: «Τό δικαίωμα δέ τοῦτο (τοῦ δεσμεῖν καί λύειν) εἰς μόνους τούς ἱερεῖς παρεχωρήθη. Ὀρθῶς λοιπόν διεκδικεῖ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, ἥτις ἔχει τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς· ἡ αἵρεσις, ἥτις ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει, δέν δύναται νά διεκδικήσει αὐτό…Σκόπει δέ καί τοῦτο, ὅτι ὅστις ἔλαβε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔλαβε καί τήν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτήματα. Διότι οὕτως εἶναι γεγραμμένον : “Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται” (Ἰωάννου κ΄ 22-23). Ὅστις λοιπόν δέν δύναται νά συγχωρῇ τό ἁμάρτημα, δέν ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὑπούργημα τοῦ ἱερέως· τό δικαίωμα δέ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγκειται εἰς τό λύειν καί δεσμεῖν τά ἀνομήματα»[37].
Καί πιό κάτω: «Διατί λοιπόν τάς χεῖρας ἐπιτίθετε, λέγει πρός τινας ἑτεροδιδασκαλοῦντας καί μή δεχομένους ὅτι ὁ ἱερεύς, ἄνθρωπος ὤν, δύναται νά συγχωρῇ ἁμαρτίας, καί τό ἔργον τῆς εὐλογίας πιστεύετε, ἐάν τις ἀσθενής, κατά τύχην, ἀνέρρωσε ; Διατί ὑπολαμβάνετε, ὅτι δύνανταί τινες δι’ ὑμῶν ἀπό τοῦ βορβόρου τοῦ διαβόλου νά καθαρίζωνται ; Διατί βαπτίζετε, ἐάν δι’ ἀνθρώπου δέν ἐπιτρέπεται νά συγχωρῶνται ἁμαρτήματα; Εἰς τό βάπτισμα ὑπάρχει βεβαίως ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων πάντων· τί διαφέρει, ἐάν διά τῆς μετανοίας ἤ διά τοῦ λουτροῦ διεκδικῶσιν οἱ ἱερεῖς αὐτό τό δικαίωμα, τό δοθέν εἰς αὐτούς; Ἕν ἐν ἀμφοτέροις τό μυστήριον εἶναι!»[38]
Καί πάλιν: «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ· καί δύναται ὁ Θεός, ὅταν θέλῃ, νά χαρίσηται ἡμῖν τά ἁμαρτήματα, καί αὐτά ἅτινα νομίζομεν ὅτι δέν δύνανται νά συγχωρηθῶσιν. Καί διά τοῦτο, ὅ, τι φαίνεται ἡμῖν ἀδύνατον νά ἐπιτύχωμεν, εἰς τόν Θεόν δυνατόν εἶναι νά δωρήσηται. Διότι καί νά ἀποπλύνῃ τό ὕδωρ τό ἁμάρτημα, ἀδύνατον ἐφαίνετο…Ἀλλ’ ὅ, τι ἀδύνατον ἦτο, δυνατόν κατέστησεν ὁ Θεός, ὅστις τοσαύτην ἡμῖν ἐδωρήσατο χάριν. Ὁμοίως ἀδύνατον ἐφαίνετο νά συγχωρῶνται ἁμαρτήματα διά μετανοίας· παρεχώρησε τοῦτο ὁ Χριστός τοῖς ἀποστόλοις αὐτοῦ, ὅπερ ὑπό τῶν ἀποστόλων εἰς τά καθήκοντα τῶν ἱερέων μετεβιβάσθη. Ἐγένετο λοιπόν δυνατόν, ὅ, τι ἀδύνατον ἐφαίνετο»[39].
- Μέγας Βασίλειος : Σέ ἐρώτηση «Ὁ θέλων ἐξομολογήσασθαι τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ, εἰ πᾶσιν ἐξομολογεῖσθαι ὀφείλει καί τοῖς τυχοῦσιν, ἢ τίσιν; ἀποκρίνεται ὁ θεῖος Πατήρ: «Ἀναγκαῖον τοῖς πεπιστευμένοις τήν οἰκονομίαν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ἐξομολογεῖσθαι τά ἁμαρτήματα…»[40].
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος Πατέρας λέγει: «Ἐάν μέντοι γε ἕκαστος τῶν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις ἁμαρτήμασι γενομένων σπουδαῖος γένηται ἐξομολογούμενος· ὁ πιστευθείς παρά τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας λύειν καὶ δεσμεῖν, εἰ φιλανθρωπότερος γένοιτο τὸ ὑπερβάλλον τῆς ἐξομολογήσεως ὁρῶν τοῦ ἡμαρτηκότος, εἰς τό ἐλαττῶσαι τόν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων, οὐκ ἔσται καταγνώ-σεως ἄξιος»[41].
Ὁ Ἱερέας λοιπόν εἶναι ἐξουσιοδοτημένος ἀπό τόν Θεό γιά τό δεσμεῖν καί λύειν τά ἁμαρτήματα.
- Χρυσόστομος: «Μεγάλη ἡ τῶν ἱερέων ἀξία· ὧν ἄν ἀφῆτε, φησίν, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι… Καί τί λέγω τούς ἱερεῖς; Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος
ἐργάσασθαί τι δύναται εἰς τά δεδομένα παρά Θεοῦ. Ἀλλά Πατήρ καί Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα πάντα οἰκονομεῖ· ὁ δέ ἱερεύς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶσσαν, καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα»[42].
Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Οἱ τήν γῆν οἰκοῦντες καί ἐν ταύτῃ ποιούμενοι τήν διατριβήν τά ἐν οὐρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν καί ἐξουσίαν ἔλαβον ἣν οὔτε ἀγγέλοις οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός. Οὐ γάρ ἐκείνοις (τοῖς ἀγγέλοις) εἴρηται· “Ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα καί ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἄν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ”. Ἔχουσι μέν γάρ καί οἱ κρατοῦντες ἐπί τῆς γῆς τήν τοῦ δεσμεῖν ἐξουσίαν, ἀλλά σωμάτων μόνων· οὗτος δὲ ὁ δεσμὸς αὐτῆς ἅπτεται τῆς ψυχῆς καί διαβαίνει τούς οὐρανούς καί ἅπερ ἄν ἐργάσωνται κάτω οἱ ἱερεῖς, ταῦτα ὁ Θεός ἄνω κυροῖ καί τήν τῶν δούλων γνώμην ὁ Δεσπότης βεβαιοῖ. Καί τί γάρ ἀλλ' ἤ πᾶσαν αὐτοῖς τήν οὐράνιον ἔδωκεν ἐξουσίαν; “ Ὧν γάρ ἄν, φησίν, ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφέωνται, καί ὧν ἄν κρατῆτε, κεκράτηνται”. Τίς ἂν γένοιτο ταύτης ἐξουσία μείζων; «Πᾶσαν τήν κρίσιν ἔδωκεν ὁ πατὴρ τῷ Υἱῷ· ὁρῶ δέ πᾶσαν αὐτήν τούτους ἐγχειρισθέντας ὑπό τοῦ Υἱοῦ·”… Μανία γάρ περιφανής ὑπερορᾶν τῆς τοσαύτης ἀρχῆς ἧς ἄνευ οὔτε σωτηρίας, οὔτε τῶν ἐπηγγελμένων ἐστι τυχεῖν ἀγαθῶν... Ὥστε ἡμῖν οὐκ ἀρχόντων μόνον οὐδέ βασιλέων φοβερώτεροι, ἀλλά καί πατέρων τιμιώτεροι δικαίως ἄν εἶεν (οἱ ἱερεῖς)…Λέπραν σώματος ἀπαλλάττειν, μᾶλλον δέ ἀπαλλάττειν μέν οὐδαμῶς, τούς δέ ἀπαλλαγέντας δοκιμάζειν μόνον, εἶχον ἐξουσίαν οἱ τῶν Ἰουδαίων ἱερεῖς, καί οἶσθα πῶς περιμάχητον ἦν τό τῶν ἱερέων τότε. Οὗτοι δέ (οἱ ἱερεῖς τῶν χριστιανῶν) οὐ λέπραν σώματος, ἀλλ' ἀκαθαρσίαν ψυχῆς, οὐκ ἀπαλλαγεῖσαν δοκιμάζειν, ἀλλ' ἀπαλλάττειν παντελῶς ἔλαβον ἐξουσίαν»[43].
Στό κείμενο αὐτό ὁ θεῖος Πατέρας βλέπει τούς Ἱερεῖς νά κατέχουν ἐξουσία, τήν ὁποία στεροῦνται καί οἱ Ἄγγελοι καί οἱ Ἀρχάγγελοι, καί μόνος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κατέχει.
Συγκρίνοντας δέ τούς Ἱερεῖς τῆς Παλαιᾶς πρός τούς Ἱερεῖς τῆς Νέας Διαθήκης εὑρίσκει ἀπείρως ἀνωτέρα τήν ἐξουσία τῶν δευτέρων.
Οἱ πρῶτοι ἀσχολοῦνταν ὄχι μέ τήν λέπρα τῆς ψυχῆς ἀλλά μόνον μέ τήν λέπρα τοῦ σώματος. Ἀλλά καί αὐτή δέν μποροῦσαν νά καθαρίσουν· ἐξέταζαν ἁπλῶς καί διεπίστωναν ἐάν ὁ ἀσθενής εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτή.
Οἱ Ἱερεῖς ὅμως τῆς Νέας Διαθήκης ἀσχολοῦνται ὄχι μέ τήν λέπρα τοῦ σώματος, ἀλλά μέ τήν λέπρα τῆς ψυχῆς, δηλαδή μέ τήν ἁμαρτία.
Ἰδού ἡ πρώτη ὑπεροχή τους. Ἰδού ὅμως καί ἡ δευτέρα ὑπεροχή: Πῆραν ἐξουσία οὐχί ἁπλῶς νά ἐξετάζουν καί νά ἀποφαίνονται ἐάν καθαρίσθηκε ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ὅπως ἔκαναν οἱ πρῶτοι Ἱερεῖς γιά τήν λέπρα τοῦ σώματος, ἀλλά νά καθαρίζουν αὐτοί τήν λέπρα τῆς ψυχῆς (τήν ἁμαρτία) καί νά ἀπαλλάσσουν ἀπό αὐτή τούς ἀνθρώπους!
Ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ κἀγώ πέμπω ὑμᾶς. Ἀλλά σύ, Κύριε, ἐξελθών ὡς Δεσπότης, εἶδες ἁμαρτωλούς καί ἠλέησας, συνεχώρησας τά ἁμαρτήματα ἡμῶν. Ἀνωτέρα ἡ χάρις· ἐμπίπτομεν εἰς τήν ἄβυσσον τῶν ἁμαρτημάτων ἡμεῖς· οἱ ἁμαρτάνοντες πολλοί, φιλαθρωπίας χρεία πολλῆς· Οὐκ ἔχομεν τήν αὐθεντίαν· πῶς δυνάμεθα κατά σε ἀποσταλῆναι; Διά τοῦτο, ἵνα πληρωθῇ τό «Καθώς ἀπέστειλέ με ὁ Πατήρ κἀγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς», λέγει. “Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται”. Ἥν ἔχει ἐξουσίαν ὁ Σωτήρ δίδωσι τοῖς ἀποστόλοις· ὥσπερ γάρ οὐχ οἷόν τε ἐστιν ἄρχοντα πιστευθῆναι ἔθνος, μή λαβόντα συγχωρήσεως καί θανάτου καί τιμωρίας ἐξουσίαν παρά βασιλέως· οὕτω καί ὁ Σωτήρ μέλλων καθιστᾶν αὐτούς ἄρχοντας τῆς οἰκουμένης, δίδωσιν αὐτοῖς καί τιμωρίας ἐξουσίαν καί συγχωρήσεως, τό, “Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται”»[44].
Ἡ πρός ἄφεση ἁμαρτιῶν λοιπόν ἐξουσία τοῦ Σωτῆρος δόθηκε ἀκεραία καί στούς Ἀποστόλους.
Καί πάλιν: «Ἄλλοι ὅροι βασιλείας καί ἄλλοι ὅροι ἱερωσύνης· ἀλλ’αὕτη μείζων ἐκείνης…».
«Οὕτος γάρ (ὁ βασιλεύς) τά ἐπί γῆς ἔλαχεν οἰκονομεῖν· ὁ δέ τῆς ἱερωσύνης θεσμός ἄνω κάθηται».
«Ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ· ὁ βασιλεύς τά ἐνταῦθα πεπίστευται, ἐγώ τά οὐράνια· ἐγώ ὅταν εἴπω, τόν ἱερέα λέγω…
Ὁ βασιλεύς σώματα πεπίστευται, ὁ δέ ἱερεύς ψυχάς· ὁ βασιλεὺς λοιπάδας χρημάτων ἀφίησιν, ὁ δέ ἱερεὺς λοιπάδας ἁμαρτημάτων·»[45].
Καί σέ ἄλλο λόγο: «Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ ἀπόστολοι, καταφρονήσαντες τῆς δουλικῆς οἰκίας, καί τῶν ἐνταῦθα χρημάτων. Καί ὅρα πῶς τοῖς δεσποτικοῖς ἐπέταττον (δηλαδή διεχειρίζοντο ἐξουσίας ἀνηκούσας εἰς τόν Κύριον). Ὁ δεῖνα, φησίν, ἀπηλλάχθω νόσου, ἕτερος δαιμόνων, καί δῆσον ἐκεῖνον, καί λῦσον τοῦτον. Ἐπί γῆς τοῦτο ἐγίνετο, ἀλλ' ὡς ἐν οὐρανοῖς ἐτελεῖτο. Ὅσα γάρ ἂν δήσητε, φησίν, ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. Καί μείζονα αὐτοῖς ἔδωκεν αὐτοῦ ἐξουσίαν. Καί ὅτι οὐκ ἐψευσάμην, ἄκουε αὐτοῦ λέγοντος· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, μείζονα ποιήσει, ὧν ἐγώ ποιῶ. Τί δήποτε; Ὅτι καί οὕτως εἰς τόν Δεσπότην ἡ τιμή διαβαίνει. Ἐπεί καί ἐν τοῖς ἡμετέροις πράγμασιν, ὅταν μεγάλα δύνηται ὁ οἰκέτης, μᾶλλον θαυμάζεται ὁ δεσπότης»[46].
Καί ἕνα ἀκόμη χωρίο: «Εἶτα καί ἑτέραν λέγει τιμήν· “Καί ἐγώ δέ σοι δώσω τάς κλεῖς τῶν οὐρανῶν”. Τί δέ ἐστι, “Καί ἐγὼ δέ σοι δώσω; Ὥσπερ ὁ Πατήρ σοι ἔδωκε τό ἐμέ γνῶναι, οὕτω καί ἐγώ σοι δώσω. Καί οὐκ εἶπε, Παρακαλέσω τὸν Πατέρα· καίτοι πολλή ἦν τῆς ἐξουσίας ἡ ἔνδειξις, καί τοῦ δώρου τό μέγεθος ἄφατον· ἀλλ' “ Ἐγώ σοι δώσω”. Τί δίδως; εἰπέ μοι. “Τάς κλεῖς τῶν οὐρανῶν· ἵνα ὅσα ἂν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καί ὅσα ἂν λύσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς”. … Εἶδες πῶς καί αὐτὸς (ὁ Υἱός) ἀνάγει τόν Πέτρον εἰς ὑψηλήν τὴν περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν, καί ἑαυτόν ἀποκαλύπτει, καί δείκνυσιν Υἱόν ὄντα τοῦ Θεοῦ διά τῶν ὑποσχέσεων τῶν δύο τούτων; Ἃ γάρ Θεοῦ μόνον ἐστίν ἴδια, τό τά ἁμαρτήματα λῦσαι, καί τό ἀπερίτρεπτον τήν Ἐκκλησίαν ποιῆσαι ἐν τοσαύτῃ κυμάτων ἐμβολῇ, καί ἄνθρωπον ἁλιέα πέτρας πάσης ἀποφῆναι στερρότερον, τῆς οἰκουμένης πολεμούσης ἁπάσης, ταῦτα αὐτῷ (τῷ Πέτρῳ) ἐπαγγέλλεται δώσειν»[47].
Ὥστε, κατά τόν ἱερό Πατέρα, ὁ Κύριος λέγoντας πρός τόν Πέτρο τό «ὅ ἐάν δήσῃς…», δέν πράττει ἄλλο τι εἰμή «αὐτῷ ἐπαγγέλλεται δώσειν» οὐχί μικρά τινα καί ἀσήμαντα ἀλλά «πολλῆς ἐνδείξεως ἐξουσίαν» καί «ἀφάτου μεγέθους δῶρον» δηλαδή, «τό τά ἁμαρτήματα λῦσαι καί τό ἀπερίτρεπτον τήν Ἐκκλησίαν ποιῆσαι», πράγματα δηλαδή φοβερά καί ἐξαίσια, πράγματα «ἅ Θεοῦ μόνον ἐστιν ἴδια».
Τί σαφέστερο ἀπό αὐτούς τούς λόγους;
- Κύριλλος Ἀλεξανδρείας : «Δούς δέ τό Πνεῦμα Χριστός· “Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφέωνται αὐτοῖς” φησίν· “ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται” καίτοι μόνον τοῦ κατά φύσιν ὄντος Θεοῦ δυναμένου τε καί ἐξουσίαν ἔχοντος ἀπολύειν ἁμαρτίας τούς ἡμαρτηκότας. Τίνι γάρ ἄν καί προσήκει τό χαρίζεσθαι τισι τα ἐφ’ οἷσπερ ἄν ἀλοῖεν εἰς τόν θεῖον πλημμελήσαντες νόμον, εἰμή τῷ τόν νόμον ὁρίσαντι;…Κατά τίνα τοιγαροῦν ἄρα τρόπον τε καί λόγον, τό μόνῃ πρέπον ἀξίωμα τῇ θείᾳ φύσει, τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς περιέθηκεν ὁ Σωτήρ; Ἀλλ’ οὐκ ἄν ἁμάρτοι τοῦ πρέποντος ὁ ἐν Πατρί λόγος, ἕδρα δέ τοῦτο καί σφόδρα καλῶς. ᾭετο γάρ δεῖν, τούς τό θεῖον τε καί δεσποτικόν ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς ἤδη Πνεῦμα, καί τοῦ διαφεῖναι τάς τινων ἁμαρτίας εἶναι κυρίους καί ὧν περ ἄν βούλωνται κρατεῖν, τοῦ ἐνοικισθέντος αὐτοῖς Ἁγίου Πνεύματος ἀφιέντος τε καί κρατοῦντος κατά βούλησιν οἰκείαν, κἄν δι’ ἀνθρώπων τελῆται τό πρᾶγμα τυχόν…Ὅτε τοίνυν τό Πνεῦμα Χριστοῦ, γεγονός ἐν ἡμῖν, τά μόνῳ Θεῷ πρέποντα πληροῖ, πῶς οὐκ ἄν εἴη κατά φύσιν Θεός, τό τῆς θείας φύσεως λαμπρόν ἀξίωμα περικείμενον φυσικῶς καί τῶν ἱερῶν κατεξουσιάζον νόμων;»[48].
Ὥστε οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν ἀπό τόν Σωτήρα ἀξίωμα «μόνῃ πρέπον τῇ θείᾳ φύσει»· ἡ ἄφεση δέ ἁμαρτιῶν ἀπό τούς Ἀποστόλους εἶναι ἔργο αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τελεῖται μέσῳ ἀνθρώπων.
* * * * *
Ἑνότητα 2η
Ἡ σύναξη γιά τή θεία Λειτουργία ὡς ἔκφραση κοινωνίας.
Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό τή Θεία Λειτουργία ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προσκαλεῖται στήν εὐχαριστιακή τράπεζα. Ἀπό τίς ἀρχαιότερες μαρτυρίες διαπιστώνουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι συλλογική πράξη, ἔργο τῶν πολλῶν, πού ἐκφράζει συγχρόνως τήν ἑνότητα τῶν πολλῶν, δηλαδή τήν κοινωνία μεταξύ τους. Αὐτός ὁ συλλογικός χαρακτήρας διαφαίνεται ἤδη ἀπό τήν πρώτη θεία Εὐχαριστία κατά τό Μυστικό Δεῖπνο, ὄχι μόνο διότι παρίστανται οἱ Ἀπόστολοι, γεγονός στό ὁποῖο ὀφείλεται ὁ πληθυντικός ἀριθμός τῶν περισσοτέρων ρημάτων στίς τέσσερις διηγήσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης περί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου[49], ἀλλά καί διότι ὁ Χριστός τονίζει, ὅτι ἡ πράξη αὐτή ἀπευθύνεται σέ πολλούς (τό αἷμά μου τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον). Γι’ αὐτο, ἡ συλλογική πράξη πού συνέστησε ὁ Χριστός κατά τό Μυστικό Δεῖπνο μεταβιβάζεται ἀπό τούς Ἀποστόλους στό πλῆθος (στό σύνολο) τῶν πιστῶν, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Κορινθίους[50].
Σέ ἄλλες μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης παρατηροῦμε ὅτι, ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «συναγωγή» ἤ «ἐπισυναγωγή» γιά τήν συγκέντρωση τῶν Χριστιανῶν σέ κάποιο χῶρο[51], δηλώνεται ταυτοχρόνως καί ἡ ἑνότητα τῶν συνηγμένων. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἡ Λειτουργία χαρακτηρίζεται ὡς «σύναξη στόν ἴδιο τόπο» (2,44). Ἡ σύναξη αὐτή γινόταν ὁμοθυμαδόν («μέ ὁμοψυχία»[52]). Ὁ ὅρος αὐτός ἀναφέρεται ἀφ’ ἕνος στήν ψυχική προϋπόθεση τῆς συνάξεως (συνάζονταν ὅλοι μέ τήν ἴδια πίστη), ἀφ’ ἑτέρου δέ στό ἀποτέλεσμα τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως (μέσα στή Λειτουργία γίνονταν ὅλοι ἕνα σῶμα).
Αὐτή τήν προϋπόθεση τονίζει στά τέλη τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης, ὅταν γράφει, ὅτι οἱ Χριστιανοί «συνάζονται» γιά τή Λειτουργία «στόν ἴδιο τόπο καί μέ ὁμόνοια συνειδήσεως»[53], ἀλλά καί κατά τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὅταν συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά «συνάζονται» γιά τή Λειτουργία «μέ τήν ἴδια πίστη» καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ[54], μέ «μία προσευχή, μία δέηση, ἕνα νοῦ, μία ἐλπίδα μέσα στήν ἀγάπη καί στήν ἁγνή χαρά»[55]. Ἡ κοινή αὐτή προσευχή, προσθέτει ὁ Ἰγνάτιος, «ἀνεβαίνει πρός τό Θεό μέ συμφωνία», δηλαδή μέ ἁρμονία, πού πηγάζει ἀπό τήν ὁμόνοια τῆς πίστεως[56]. Τήν ἴδια ἐποχή, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας Ἰουστῖνος περιγράφει τό γεγονός τῆς κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς «συναθροίσεως στόν ἴδιο τόπο» ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νά τελέσουν τή θεία Εὐχαριστία[57].
Ἡ ἔννοια τῆς «συνάξεως» κατά τή θεία Λειτουργία ἐκφράζει τήν αὐτοπροαίρετη πορεία τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ἑνότητα καί πρός τή συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν μεμονωμένα ἄτομα. Ἡ «ἐκκλησιαστική ἀπομόνωση» συνυφαίνεται μέ τήν ἀπουσία ἀπό τή θεία Εὐχαριστία[58]. Στό μεταίχμιο τοῦ 2ου μέ τόν 3ο αἰ., ὁ Τερτυλλιανός χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους coetus (σύναξη) καί convocationes (συγκλήσεις, συνάξεις), γιά νά ἀναφερθεῖ στή θεία Λειτουργία[59]. Ὁ ὅρος «σύναξη» εἶναι ἔκτοτε (3ος αἰ.) αὐτός πού δηλώνει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν κατά τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Στά τέλη τοῦ 3ου/ἀρχές τοῦ 4ου αἰ., ὁ Μεθόδιος, ἐπίσκοπος Ὀλύμπου τῆς Μ. Ἀσίας ἀναφερόμενος στή θεία Λειτουργία σημειώνει ὅτι οἱ πιστοί ἀποτελοῦν μία «σύνοδο»[60], οἱ δέ Ἀποστολικές Διαταγές (τέλη τοῦ 4ου αἰ.) συνιστοῦν νά γίνονται «σύνοδοι» -δηλαδή Λειτουργίες- κάθε Κυριακή[61].
* * * * *
Ἑνότητα 3η
Προϋπόθεση γιά τήν συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία
ἀποτελεῖ ἡ καθαρότητα νοῦ καί καρδιᾶς.
«Λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ' ἐμοῦ»[62].
«Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου»[63].
Σέ ἄμεση συνάρτηση πρός τήν αὐτοδοκιμασία καί τόν αὐτοέλεγχο τοῦ πιστοῦ εὑρίσκεται καί ἡ μετάνοια αὐτοῦ γιά τίς ἁμαρτίες του ὅταν ὁδεύει πρός τήν θεία Μετάληψη. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τονίζεται ἡ Μετάνοια ὡς οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ἐν Χριστῷ προπαρασκευῆς τοῦ πιστοῦ ἐνόψει τῆς θείας Κοινωνίας καί ὡς ἀπεργαζόμενη τήν ἐν Χριστῷ κάθαρσή του, παράλληλα πρός τίς ἄλλες μορφές τοῦ ἀγῶνα καί τῆς προπαρασκευῆς τοῦ πιστοῦ πρίν τήν θεία Κοινωνία.
Τήν μετάνοια ὡς τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μέ σαφῆ ἐκκλησιαστική ἀναφορά, χωρίς νά ἀναφέρεται ἐάν αὐτή ἐκφράζεται ὡς δημόσια ἤ κατ’ ἰδίαν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν στήν Ἐκκλησία, συνιστοῦν οἱ Διαταγές τῶν Ἀποστόλων, ὅτι μέ αὐτή ἀπέρχεται ἡ κάθαρση τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καθαρός, ἅγιος γίνεται δύναται νά προσέλθει στήν ἁγία Κοινωνία κατά τήν ὥρα πού ὁ Ἱερέας καλεῖ τούς πιστούς προσφέροντας «τά ἅγια τοῖς Ἁγίοις», πού λέγουν ὅτι «εἴ τις ἅγιος προσερχέσθω· εἰ δέ τις οὐκ ἔστω, γινέσθω διά μετανοίας»[64]. Τήν μετάνοια ὡς προετοιμασία τοῦ πιστοῦ γιά τήν θεία Κοινωνία σαφῶς προϋποθέτει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γράφοντας «ἠτοιμᾶσθαι δέ φησί τήν πνευματικήν τροφήν…Θεῷ γάρ πρέπει τοιαῦτα ἑτοιμάζειν, ὧν οἵ μεταλαμβάνονται εἰς ἀξίαν Θεοῦ διά τῆς μετανοίας ἀναβαίνουσιν»[65].
- Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόηου Καθολικῆς Ἐκκλησίας οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς προετοιμασίας τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος πορεύεται πρός τήν θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ψυχοσωματική καθαρότητα.
Αὐτή τονίζεται ἰδιαιτέρως στήν θεία Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Τό αἴτημα τῆς ψυχοσωματικῆς καθαρότητας ἐκφράζεται στήν ἀρχή τῆς Λειτουργίας τῶν πιστῶν καί διά τῆς εὐχῆς «Πάλιν καί πολλάκις σοί προσπίπτομεν...ὅπως...καθαρίσῃς ἡμῶν τάς ψυχάς καί τά σώματα, ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος»[66], τήν ὁποία ἀπευθύνουμε πρός τόν Θεό. Ἡ ἀνάγκη τῆς μέ ψυχοσωματική καθαρότητα θείας Μεταλήψεως προβάλλεται ἐντόνως στήν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τήν ἀφορμή δημιουργίας τοῦ ἀναγκαίου κλίματος προετοιμασίας τοῦ πιστοῦ οὐχί μόνο κατά τόν χρόνο τῆς θείας Λειτουργίας ὀλίγο πρό τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλά καί τῆς κατ’ ἰδίαν προετοιμασίας του κατά τόν χρόνο πρό τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας διά τῆς κατά μόνας μελέτης της. «Νοῦν, ψυχήν καί καρδίαν ἁγίασον, Σῶτερ, καί τό σῶμά μου καί καταξίωσον, ἀκατακρίτως, Δέσποτα, τοῖς φρικτοῖς μυστηρίοις προσέρχεσθαι»[67]. Καί οἱ εὐχές τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως ἀναφέρονται στήν ἀναγκαία κάθαρση τοῦ πιστοῦ πρό τῆς θείας Κοινωνίας. «Καθάρισόν μέ ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος· δίδαξόν με ἐπιτελεῖν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ σου, ἴνα ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεώς μου, τῶν ἁγιασμάτων σου τήν μερίδα ὑποδεχόμενος, ἑνωθῶ τῷ ἁγίῳ Σώματί σου καί τῷ Αἵματι»[68]. Διά τοῦτο ὁ Ἱερεύς εὔχεται ὑπέρ τῆς καταφυγούσης στόν Ναόν λεχοῦς μετά τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀπό τοῦ τοκετοῦ, ὅπως ὁ Κύριος τόν ρύπο τοῦ σώματος αὐτῆς ἀποπλύνῃ καί τόν σπίλο τῆς ψυχῆς[69] αὐτῆς καί καταστήσει ταύτη προσερχομένη στήν Ἐκκλησία καθαρά καί ἀξίωσει αὐτή τῆς θείας Μεταλήψεως[70].
Τήν καθιέρωση τοῦ πιστοῦ μέ ψυχοσωματική κάθαρση στόν Μέγα Ἀρχιερέα Χριστό τονίζει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας[71] ἐνόψει τῆς θείας Μεταλήψεως, «Τό καθαρθῆναι» δέ «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί Πνεύματος»[72] συνιστᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος[73]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος βλέποντας τήν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἑνιαίως, τονίζει, «ἡ ψυχή προσφέρει τά ρήματα, εἰς ἐκείνην ὁ Θεός καθορᾷ· οὐδέν δεῖ τῆς τοῦ σώματος καθαρότητος, ἐκείνης μεμολυσμένης»[74]. Τήν ψυχοσωματική καθαρότητα τοῦ πιστοῦ τονίζοντας ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός προτρέπει, «τιμήσωμεν δέ αὐτό πάσῃ καθαρότητι, ψυχική καί σωματική»[75]. Ὁ ἱερός Φώτιος ἀκόμη ἀναφερόμενος στήν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου πρό τῆς θείας Κοινωνίας λέγει, ὅτι «ὁ μή προκαθηράμενος ἑαυτόν τῶν μολυσμάτων καί παθῶν ὅσα τε τήν ψυχήν καί τό σῶμα λυμαίνεται καί καταμολύνει» δέν μετέχει ἀληθῶς τῆς χάριτος[76]. Τήν ἀναγκαία ὕπαρξη τῆς ψυχοσωματικῆς καθαρότητος τοῦ πιστοῦ ἐπισημαίνει καί ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ἀναφερόμενος ὅμως στήν θεία Λειτουργία καί γράφοντας: «Ὁ ἱερεύς εὔχεται ὑπέρ ἑαυτοῦ καί τοῦ πλήθους, ὥστε αὐτόν μέν ἀκατάκριτον παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ. Καθαρόν «μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος»· τούς δέ συνευχομένους...»[77]. Ἐξ ἄλλου ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεῖ, ὅτι «ὀφείλει πᾶς χριστιανός τό ἑαυτοῦ σῶμα καί τά μέλη ὡς σῶμα Χριστοῦ»[78] «καί μέλη καί νοῦν»[79], «καθαρά φυλάττειν αὐτῷ τῷ Κυρίω», διότι «πῶς ὁ καθαρώτατος Λόγος δύναται νά κατοικήσῃ εἰς ἀκάθαρτον καί ρερυπωμένην ψυχήν;[80]. Ἰδιαιτέρως αὐτός τονίζει τήν δέουσα ψυχοσωματική καθαρότητα τοῦ μέλλοντος νά ἱερουργήσει καί συνεπῶς καί νά κοινωνήσει τῶν θείων Μυστηρίων Ἱερέως, ὁ ὁποῖος ἔχει χρέος «νά καθαρίζῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπό πάσης ἀγάπης τῶν αἰσθήσεων καί ἀπό τῶν ἐπιθυμιῶν καί ἥδονών της σαρκός[81]... καί νά δαμάζῃ τήν σάρκα καί εἰς τά μή κεκωλυμένα καί νά ἔχῃ ἀγαθήν γνώμην…»[82].
2) Τονίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἰδιαιτέρως καί μετά μεγίστης βαρύτητος ἡ ὕπαρξη τῆς ἀναλόγου ψυχικῆς καί πνευματικῆς καθαρότητος τοῦ πιστοῦ γιά τήν θεία Κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία «διδάσκει ὁμοφώνως, ἀπό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί δι’ ὅλων τῶν μετ’ ἐκεῖνον Πατέρων καί διδασκάλων Της, ὅτι πρό τῆς πρός τήν θεία μετάληψη προσελεύσεως τῶν πιστῶν πρέπει νά προηγῆται ἡ ἀνάλαγός πνευματική καί ψυχική προπαρασκευή καί κάθαρσις»[83].
Ὁ Ὠριγένης τονίζει, ὅτι καί κατά τήν παρατήρηση τοῦ Κέλσου γιά τούς χριστιανούς,λ «ὅστις ἁγνός ἀπό παντός μύσους, καί ὅτῳ ἡ ψυχή οὐδέν σύνοιδε κακόν, καί ὅτῳ εὖ καί δικαίως βεβίωται»[84]‚ γίνεται δεκτός στό Μυστήριο, ὁ δέ Εὐσέβειος Καισαρείας προϋποθέτοντας τήν ψυχική καθαρότητα τοῦ μέλλοντος νά δεχθεῖ τά θεῖα Μυστήρια πιστοῦ παρατηρεῖ, «ἀεί τάς ὀσφῦς τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς ἁγνείᾳ καί σωφροσύνῃ περιεζώσμεθα»[85].
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅσον κανείς ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στήν ψυχική καθαρότητα τοῦ πιστοῦ ἐνόψει τῆς θείας Μεταλήψεως. Θεωρεῖ τόλμη τήν προσέλευση στήν θεία Εὐχαριστία, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι πλήρης δυσωδίας[86]. Σύμφωνα μ’ αὐτόν ὁ χρόνος προσελεύσεως στό Μυστήριο εἶναι ὄχι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνο ἡ ψυχική καθαρότητα[87], ἡ ὁποία πρέπει νά ἀποτελεῖ καί τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν Θεία Μετάληψη τοῦ πιστοῦ. Ἡ Θεία Κοινωνία μέ ἀκάθαρτη ψυχή εἶναι σύμφωνα μέ αὐτή ἔγκλημα συγκρινόμενο πρός τήν σταύρωση τοῦ Κυρίου ἀπό τούς Ἰουδαίους. «Διέρρηξαν μέν οὖν αὐτό Ἰουδαῖοι τῷ σταυρῷ, μολύνει δέ καί ὁ ἀκαθάρτω δεχόμενος ψυχῇ· ὥστε εἰ καί διάφορα τά τῆς παρανομίας, ἀλλά τά τῆς ὕβρεως ἴσα»[88]. Ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου κατεξοχήν ὑπερτονίζει τήν ἀνάγκη ψυχικῆς καθαρότητας τοῦ πιστοῦ, γι’ αὐτό καί ὁ Ἱερέας εὔχεται «ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ τόν ἁμαρτωλόν, καί ἀχρεῖον δοῦλόν σου, καί καθάρισόν μου τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς»[89]. Τήν ἴδια σημασία δίδει ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ψυχική καθαρότητα τοῦ πιστοῦ στά πλαίσια τῆς πορείας του πρός τήν θεία Μετάληψη, ὅπως τοῦτο καταφαίνεται καί ἀπό τήν μελέτη τῆς Ἀκουλουθίας τῆς Μεταλήψεως. Προβάλλεται ὡς ἀναγκαιότητα ἡ θεραπεία τῶν ψυχικῶν τραυμάτων[90] τοῦ πιστοῦ ἀπό τόν Κύριο, ἀπό τόν Ὁποῖο ἐκζητεῖται ἡ κάθαρση τοῦ ρύπου τῆς πολυαμαρτήτου ψυχῆς τοῦ πιστοῦ, ὅπως μή ἀποβεῖ ἡ θεία Μετάληψη «εἰς κατάκρισιν τούτου»[91].
Τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ἐν ὄψει τῆς καθαρᾶς θυσίας[92] τονίζει καί ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ἀναφερόμενος στίς προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν διά τῆς θείας Μεταλήψεως[93] μεταξύ τῶν ὁποίων τήν πρώτη θέση ἔχει ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς. Ὡς κάθαρση τῆς ψυχῆς ἐννοεῖται ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς διανοίας, τῆς καρδίας καί τῆς συνειδήσεως τοῦ πιστοῦ.
Ἡ καθαρότητα τῆς διανοίας τοῦ πιστοῦ καί ὁ ἁγιασμός της ἀποτελοῦν οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ὑγείας τοῦ πιστοῦ καί τῆς καθαρότητός του πρό τῆς θείας Μεταλήψεως, γι’ αὐτό καί ζητεῖται ἀπό τόν Κύριο αὐτό. «Ὡς μόνον ὤν ἅγιος, Δέσποτα, ἁγίασόν μου τήν ψυχήν καί τό σῶμα, τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, τούς νεφρούς καί τά σπλάγχα»[94]. Ὁ Ὠριγένης ἀναφέρεται στήν ὠφέλεια τοῦ πιστοῦ ἀπό τήν θεία Μετάληψη, ἐάν αὐτή γίνει ἐν «ἀμιάντῳ τῷ νῷ»[95]. Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας ὁμιλεῖ γιά τό χρέος τῶν χριστιανῶν ὅπως «παντός…πάθους καί κηλῖδος ἁπάσης τῆς ἀπό κακίας κεκαθαρμένην τήν διάνοιαν αὐτῷ προσκομίζομεν»[96]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀφ’ ἑνός μέν καταφέρεται κατά τῆς μηχανικῆς προσελεύσεως στήν θεία Εὐχαριστία «ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί συνηθείᾳ μᾶλλον καί νόμῳ ἤ λογισμῷ καί διανοίᾳ καθαρᾷ»[97], ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπισείει τήν τιμωρία αὐτῶν πού δέχονται αὐτή «ἀκαθάρτῳ διανοίᾳ»[98]. Γιά αὐτό καί συνιστᾶ, «μηδείς τοίνυν ἐχέτω ἔνδον πονηρούς λογισμούς, ἄλλα καθάρωμεν τήν διάνοιαν· καί γάρ καθαρά προσερχόμεθα θυσία»[99] καί «μηδείς ἰόν ἔχων ἐν τῇ διανοίᾳ, ἵνα μή εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνῃ»[100]. Οἱ προσερχόμενοι στήν θεία Εὐχαριστία «ἀκαθάρτῳ διανοίᾳ» ἐγκληματοῦν ὅπως οἱ σταυρωτές Του[101]. Ἡ δύναμη τῆς πνευματικῆς αὐτῆς τράπεζας τόσο μεγάλη εἶναι, «ὡς καί πρός τόν οὐρανόν αὐτόν ἡμᾶς ἐπᾶραι, μόνον ἐάν σώφρονι διανοίᾳ προσέχωμεν»[102]. Γι’ αὐτό αὐτός πού πρόκειται νά ἱερουργήσει πρέπει νά εἶναι καθαρός καί ἀμόλυντος ἀπό κάθε ρύπο σωματικό καί ψυχικό «καί εἰ δυνατόν καί αὐτῶν τῶν κατά διάνοιαν ἐνεργούμενων διά νά παραστέκηται τῷ καθαρῷ Θεῷ μέ καθαρότητα»[103]. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐφιστοῦν τήν προσοχή στήν λειτουργία τῶν λογισμῶν τῆς διανοίας τοῦ μέλλοντος νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πιστοῦ. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐνόψει τῆς θείας Μεταλήψεως πρέπει νά κυριαρχεῖται ὑπό «λογισμῶν ἀμεταπτώτων»[104]. Ἄξιος τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται ὁ πιστός, «ὅτε... τά κρυπτά, τοὐτέστι τόν νοῦν καί τούς λογισμούς δίδωσι τῷ Θεῷ, μή ἀσχολούμενος, μήτε ρεμβόμενος ἀλλαχοῦ, ἄλλ’ ἑαυτόν βιαζόμενος, τότε ὁ Κύριος μυστηρίων ἀξιοῖ τοῦτον ἐν ἁγιότητι καί καθαρότητι πλείονι καί τροφήν ἐπουράνιον δίδωσιν αὐτόν καί πόμα πνευματικόν»[105]. Ἰδιαίτερη βαρύτητα δίδεται, ὥστε νά μή ὑπάρξει καί ἐμφιλοχωρήσει στήν διάνοια τοῦ πιστοῦ ὁ ἐμπαθής λογισμός[106], ὁ ὁποῖος προξενεῖ ταραχή τῆς διανοίας τοῦ πιστοῦ καί ἀποβαίνει πρόξενος γονῆς ἐκροῆς καί τοιουτοτρόπως ἐμποδίζεται ὁ πιστός τῆς θείας Μεταλήψεως[107].
Ἡ ψυχή τοῦ χριστιανοῦ, πού πρόκειται νά ὑποδεχθεῖ τόν Μέγα Βασιλέα, πρέπει νά διακατέχεται ἀπό γαλήνη καί βαθεία εἰρήνη τῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρεται στόν ἔλεγχο καί τήν ἐξέταση τῶν λογισμῶν τῆς διανοίας τοῦ πιστοῦ, μέ τούς ὁποίους καί καθίσταται σ’ αὐτόν δυνατό, ὥστε νά μή κοινωνεῖ σέ κρίση τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀναδεχόμενος ρυπαρούς λογισμούς πολλάκις καί ἀκαθάρτους[108]. Γι’ αὐτό καί συνιστᾶ, ὅπως «μηδείς τοίνυν ἐχέτω ἔνδον πονηρούς λογισμούς» ὅταν προσέρχεται στήν καθαρή θυσία[109]. Ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης τονίζοντας τήν σημασία τοῦ ἐλέγχου τῶν λογισμῶν τοῦ μεταλαμβάνοντος τῶν θείων Μυστηρίων ἐφιστᾶ τήν προσοχή στό «ποίῳ λογισμῷ» προσέρχεσθαι σ’ αὐτά[110].
Ἡ ἐξέταση τῶν λογισμῶν τοῦ πιστοῦ, ὥστε μόνον στήν διάνοια νά παραμένουν οἱ θεάρεστοι καί ὑγιεῖς λογισμοί, καθίσταται εὐχερεστέρα, ὅταν αὐτός ἀναλογίζεται, ὅτι στήν πνευματική τράπεζα παρευρίσκεται ὁ Μέγας Δικαστής καί «ὁρᾷ τίς μέν μετά προσηκούσης ἁγιωσύνης, τίς δέ μετά πονηροῦ προσέρχεται συνειδότος, μετά λογισμῶν ἀκαθάρτων καί ρυπαρῶν»[111]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει τόν παιδαγωγικό ρόλο τοῦ φόβου τῆς τιμωρίας τοῦ πιστοῦ στό ἔργο τῆς καθάρσεως τῶν λογισμῶν[112] τοῦ μέλλοντος νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. «Ὁ γάρ φόβος τῆς τιμωρίας, καθάπερ πῦρ εἰς κηρόν, οὕτως εἰς τό συνειδός τῶν ἁμαρτανόντων ἐμπίπτων, λύει μέν ἡμῶν καί τήκει τά πλημμελήματα διηνεκῶς ἐγκαθήμενος, καθαράν δέ καί ἀποστίλβουσαν ἐργαζόμενος τήν διάνοιαν, πλείονα τήν παρρησίαν ἡμῖν ἐντίθησι. Καί καθάπερ ὁ πικρά φάρμακα τοῖς κακοσίτοις διδούς, καί τούς πονηρούς ἐκκαθαίρων χυμούς, διεγείρει τήν καταβεβλημένην ὄρεξιν, καί μετά πλείονος παρασκευάζει τῆς προθυμίας τῆς συνήθους ἅπτεσθαι τροφῆς· οὕτω δή καί ὁ πικρά λέγων ρήματα, καί καθαίρων τούς πονηρούς λογισμούς τῆς διανοίας, καί τό βαρύ τῶν ἁμαρτημάτων ἀποσκευαζόμενος φορτίον, δίδωσιν ἀναπνεῦσαι τῷ συνειδότι, καί μετά πολλῆς ἡδονῆς ἀπογεύσασθαι τοῦ σώματος παρασκευάζει τοῦ Δεσποτικοῦ»[113]. Ὁ ἱερός Φώτιος παρουσιάζει, ἄλλη πτυχή ἀγῶνα κατά τῶν λογισμῶν, οἱ ὁποῖοι μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά κοινωνήσει τῶν θείων Μυστηρίων. Ὁ πιστός ἔχοντας τόν νοῦ του στούς λογισμούς, ὅτι αὐτός γίνεται σύσσωμος καί σύναιμος Χριστοῦ διά τῆς θείας Μεταλήψεως, καί πρός τίς εὐεργεσίες ἀποσκοπώντας, «ἐπειδάν μέλλει τῆς μυστικῆς ταύτης καί ἀκηράτου τροφῆς μετέχειν», προετοιμάζει τόν ἑαυτό του «καθαρόν καί ἀμέτοχον τῶν πονηρῶν πράξεων»[114]. Κατά τόν ἱερό Φώτιο ἀπαιτεῖται στροφή τῶν λογισμῶν λοιπόν πρός τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ μέ ἀνάλογη προετοιμασία τοῦ πιστοῦ γιά τήν θεία Κοινωνία. Ὁ Συμεών μάλιστα Θεσσαλονίκης ἀναφερόμενος στό χρέος τῶν ἱερουργῶν νά εἶναι καθαροί ἐνώπιον τῆς θείας Κοινωνίας ξεριζώνοντας καί αὐτόν «τόν πολύν τῶν διαλογισμῶν σκοτισμόν», παρατηρεῖ, ὅτι πρέπει τούτους «ὅσον δυνατόν νά τούς συνάγῃ εἰς ἕν καί νά τούς κρατῇ μέ θερμήν δέησιν καί μελέτην τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου»[115], συνδυάζοντας ἄριστα τήν ὑπέρβαση τῶν μή θεαρέστων καί ἐμπαθῶν λογισμῶν, στήν ἀναστροφή τῶν λογισμῶν του πρός τόν Θεό (Μακάριος Αἰγύπτου) καί τίς εὐεργεσίες του πρός τόν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Φώτιος).
Ἡ καρδία τοῦ πιστοῦ καί ἡ συνείδησή του ἀποτελοῦν, κατά τούς Πατέρας καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τό ἰδιαίτερο σημεῖο, στό ὁποῖο πρέπει νά στραφεῖ ὁ ἀγώνας μέ ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη καθαρότητα τούτου, πρός τήν προσέλευση τό θεῖο Μυστήριο τῆς θείας Μεταλήψεως. Ὁ «ἀθῷος χερσίν καί καθαρός τῇ καρδίᾳ) θά ἀναβῇ «εἰς τό ὄρος τοῦ Κυρίου» καί θά στηθῇ «ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὑτοῦ» κατά τόν ψαλμωδόν[116], ἐκζητῶν παρά τοῦ Κυρίου ὅπως κτίσῃ ἐν αὐτῷ καθαράν καρδίαν[117], ὅτι «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται»[118]. Ὁ χαλκέντερος Ὠριγένης θεωρώντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «τήν αἰτίαν ἔχει τῆς κοινώσεως ἐν τῇ καρδίᾳ» κατά τό τοῦ Κυρίου[119], συνιστᾶ, «πάσῃ φυλακῇ τηρητέαν τήν ἐαυτοῦ καρδίαν», διότι «ἐξέρχονται ἀπ’ αὐτῆς, πρό τῶν ἐκπορευόμενων διά τοῦ στόματος, διαλογισμοί πονηροί, ὧν ἐν εἴδει εἰσί «φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι»[120]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος κατεξοχήν ἐξαίρει τήν καθαρότητα τῆς καρδίας τοῦ πιστοῦ πρό τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἔτσι ἄλλοτε μέν συνιστᾶ, ὅπως κανένας νά μήν προσέλθει στήν θυσία «ἔχων ἰόν ἐν τῇ καρδίᾳ»[121], ἄλλοτε δέ «ἐκκαθάρωμεν ἡμῶν τήν καρδίαν» ἐν ὄψει τῆς θείας Κοινωνίας, στήν ὁποία γίνονται δεκτοί «οἱ μετά καθαρᾶς καρδίας» [122] προσερχόμενοι πιστοί καί ὄχι ὅσοι προσεγγίζουν μόνον μέ ἐξωτερική καθαρότητα[123].
Τήν ἀνάγκη καινῆς καρδίας ἐνόψει τῆς θείας Μεταλήψεως ὑπαινισσό- μένος ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ, «τῇ αὐτῇ καρδίᾳ τά δηλητήρια δεχόμενος φάρμακα, καί τήν θυσίαν τήν φρικτήν καί ἁγίαν»[124] ; Τήν σπουδαιότητα τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας ἐνόψει τῆς θείας Μεταλήψεως τονίζουν οἱ ἀναφορές τοῦ αἰτήματος καθάρσεως τῆς καρδίας παρά τοῦ Κυρίου τόσον τῆς μυστικῆς εὐχῆς τοῦ ἱερέως[125], πού λέγει αὐτός μυστικῶς, τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου ᾁδομένου, ὅσον καί ἐκείνων τῶν ὑμνωδῶν[126] τῆς ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως ἐν τῇ Ὀρθοδόξω θεία Λειτουργία. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας[127] ἀποτελεῖ «τόσον πολύ ὅρον ἀπαραίτητον, ὅστις πρέπει νά συνοδεύῃ[128] τάς εἰς τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ προσφοράς μας»[129], ὥστε χωρίς αὐτῆς οἱονδήποτε δῶρον γίνεται ἀηδιαστικό καί βδελυκτό ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Τέλος πρέπει νά προσθέσουμε, ὅτι τό κεφάλαιο τῆς ψυχικῆς καθαρότητος τοῦ πιστοῦ πρό τῆς θείας Μεταλήψεως εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως. Τήν κάθαρση τῆς καρδίας «ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς» ἐκζητεῖ ἤδη στήν θεία Λειτουργία ὁ ἱερεύς, ὥστε ἀκατακρίτως νά ἱερουργήσει τό ἅγιο καί ἄχραντο Σῶμα καί τό τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου[130]. Αὐτή τήν κάθαρση καί γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τόν Κύριο ἐκζητεῖ ὁ ἱερέας καί γιά τούς πιστούς, ὥστε «ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν» νά ὑποδεχθοῦμε τά Ἄχραντα Μυστήρια «εἰς ζωήν αἰώνιον»[131]. Ἡ ὠφέλεια τῆς θείας Μεταλήψεως ὑπάρχει μόνο «ἐάν ἀμιάντῳ τῷ νῷ, καί καθαρᾷ τῇ συνειδήσει μεταλαμβάνῃ τοῦ ἄρτου» κάποιος[132]. Ἀπ’ ἐναντίας, «ὥσπερ ἐστί μέγα καί θαυμαστόν, οὕτως ἄν μετά τῆς καθαρότητος προσέλθῃς, εἰς σωτηρίαν προσῆλθες· ἄν δέ μετά πονηροῦ συνειδότος, εἰς κόλασιν καί τιμωρίαν»[133]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, ὅσον κανείς ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, ἐτόνισε τήν ἀνάγκην ὑπάρξεως τῆς καθαρότητος τῆς συνειδήσεως γιά τήν προσέλευση στήν θεία Κοινωνία, παρουσιάζει τήν ἀναγκαιότητά της, μέ τήν ἀναγωγή τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως σ’ Αὐτόν τόν Κύριο. «Ἔρχεται καθ’ ἑκάστην ἰδεῖν τούς ἀνακειμένους, πᾶσι διαλέγεται καί νῦν ἐν τῷ συνειδότι ἐρεῖ· Ἑταῖροι, πῶς ἐστήκατε ὧδε, μή ἔχοντες ἔνδυμα γάμου;»[134]. Ἡ προσέλευση στό Μυστήριο προϋποθέτει ὄχι τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συνείδηση καθαρή κατά Χριστόν, χωρίς τήν ὕπαρξη τῆς ὁποίας κρίνεται ἀδύνατη ἡ προσέλευση τοῦ πιστοῦ στήν θεία Μετάληψη[135]. Γι’ αὐτό συνιστᾶ, «ταῦτα οὖν συνειδότες, πᾶσαν καταλύσωμεν ὀργήν, καί καθαίροντες ἑαυτῶν τό συνειδός, μετά πραΰτητος καί ἐπιεικείας πάσης προσέλθωμεν τῇ τραπέζῃ τοῦ Χριστοῦ»[136]. Ἡ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως[137] τοῦ προσερχομένου πιστοῦ στήν θεία Εὐχαριστία εἶναι τό μόνο κριτήριο[138] τῆς ἐπαξίας προσελεύσεως τούτου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὅπως παρατηρεῖ καί ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης. «Οὐδέ γάρ οὐδ’ αὐτός ὁ θεῖος Χρυσόστομος …διδάσκων, τελείου καί ἀτελοῦς διαφοράν εἰσάγει, ἀλλά μόνον κεκαθαρμένου ἤ καθαιρομένου τήν συνείδησιν»[139].
Συνεπῶς ὁ καθαρισμός τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ, τῆς διάνοιας καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ οὐσιαστική προϋπόθεση γιά τήν προσέλευση στήν θεία Κοινωνία. Αὐτή τήν καθαρότητα ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος διά τῆς μετανοίας καί ἐξαγορεύσεως τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ συνείδηση τοῦ πιστοῦ καθαρίζεται ἀπό κάθε ρύπο μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί τά καθαρτικά δάκρυα, ὅπως τοῦ Πέτρου.
Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
[1] Λόγος παραινετικός εἰς Θεόδωρον ἐπεσόντα, PG 47, 301.
[2] Μάρκου α΄ 4.
[3] Ματθαίου γ΄ 2.
[4] Μάρκου ιστ΄ 16.
[5] Ματθαίου γ΄ 6 καί ἑξῆς.
[6] Λουκᾶ ε΄ 8.
[7] Λουκᾶ ιε΄ 21.
[8] Λουκᾶ ιθ΄ 8.
[9] Λουκᾶ ζ΄ 36-50.
[10] Ἰωάννου η΄ 1-11.
[11] Α΄ Ἰωάννου α΄ 9 καί ἑξῆς.
[12] Ματθαίου κζ΄ 4.
[13] Ψαλμοῦ ρλε΄ (ρλστ΄) 135 (136).
[14] Δανιήλ γ΄ 2-3 (Προσευχή Ἀζαρίου καί Ὕμνος τῶν τριῶν).
[15] Ἀποκαλύψεως ιστ΄ 7
[16] Ψαλμοῦ οστ΄ (οζ΄) 13 καί Ψαλμοῦ πε΄ (πστ΄)10.
[17] Λουκᾶ ιη΄ 13.
[18] Δανιήλ γ΄15-18 καί 28-29 (Προσευχή Ἀζαρίου καί Ὕμνος τῶν τριῶν).
[19] Ἰωάννου κ΄ 23.
[20] Ματθαίου ιστ΄ 19.
[21] Ματθαίου ιη΄ 18.
[22] Β΄ Κορ. ζ΄ 10.
[23] Πράξεων ιθ΄ 18.
[24] Ματθαίου ιθ΄ 31-32, Α΄ Ἰωάννου ε΄ 16, Ἑβραίους στ΄ 4-10 κ.λπ.
[25] Ἐπιστολή πρός Φιλαδ. III, 1.
[26] Ὁμιλία β΄εἰς Λευϊτ. PG 12, 418.
[27] Ὁμιλία XVII εἰς Λουκᾶν. PG 13, 1846.
[28] Ὁμιλία V, 3 εἰς Λευϊτ. PG 12, 451.
[29] De lapsis, 29. PL 4, 503.
[30] De lapsis, 16. PL 4, 493.
[31] Epist. IX, 2. PL 4, 257-8.
[32] Epist. XI, 2. PL 4, 263.
[33] Epist. ad Cypriani, PL 3, 1266-7.
[34] Κατηχ. φωτιζομένων ΙΗ΄, κγ΄. PG 33,1044.
[35] Epist. 1, 6. PL 13,1057.
[36] In Lucam 5, 13. PL 15, 1724.
[37] De paenitentia 1, 2. PL16, 488-489.
[38] De paenitentia 1, 8,36. PL16, 497.
[39] De paenitentia 2, 2,12. PL16, 520.
[40] Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ἐρ. 288. PG 31, 1284.
[41] Κανών 74 Μ. Βασιλ. PG 32, 804.
[42] Ὁμιλία πζ΄ εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον §4. PG 59, 471.
[43] Λόγος γ΄ περί Ἱερωσύνης, 5-6. PG 48, 643-4.
[44] Ὁμιλία Εἰς τήν ἀνάληψιν τοῦ Κ.Η.Ι. Χριστοῦ δ΄. PG 52,777.
[45] Ὁμιλία δ΄ Εἰς τό ρητόν τοῦ προφ. Ἡσαΐου … «εἶδον τόν Κύριον…» παρ. δ΄-ε΄. PG 56, 126.
[46] Ὁμιλία ι’ εἰς Β΄ Τιμ. PG 62, 660.
[47] Ὁμιλία νδ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον, 2. PG 58, 534.
[48] PG 74, 720-721.
[49] Μτ. 26, 26-28· Μκ. 14, 22-24· Λκ. 22, 19-20· Α΄ Κορ. 11, 23-26.
[50] Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν (Α΄ Κορ. 10, 13).
[51] Ἰακ. 2,2· Ἑβρ. 10, 25.
[52] Πρ. 2. 46.
[53] Κλήμεντος Ρώμης, Α΄ Ἐπιστολή πρός Κορινθίους, ΛΔ΄, PG 1, 277Α.
[54] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους, 10, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 268 (17-18).
[55] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῦσιν, 7, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 270 (4-5).
[56] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους, 5, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 286 (31-35).
[57] Ἰουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος, Α΄ Ἀπολογία, 67, 1, ΒΕΠΕΣ 3, σ. 198 (11-12).
[58] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Σμυρναίοις, 6, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 281 (9-10).
[59] Corpus Christianorum Latinorum 1, σ. 150.
[60] Μεθοδίου Ὀλύμτου, Περί τοῦ Αὐτεξουσίου, 1, ΒΕΠΕΣ 18, σ. 94 (2).
[61] Ἀποστολικαί Διαταγαί, 5, 20, 19, ΒΕΠΕΣ 2, σ. 93 (23).
[62] Ἰωάννου ιγ΄ 8.
[63] Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄, 27-29.
[64] Z, XXVI, 6. ΒΕΠΕΣ 2, 125.
[65] Ἀπόσπασμα εἰς Ψαλμούς. ΒΕΠΕΣ 32, 318.
[66] Εὐχή πιστῶν Β΄, Εὐχολόγιον, σελ. 56. Βλ. καί Λειτουργίαν Μεγ. Βασιλείου, Εὐχήν, τήν ὁποίαν ἐπεύχεται μυστικῶς ὁ ἱερεύς μετά τόν καθαγιασμόν τῶν τιμίων δώρων, Εὐχολόγιον, σελ. 94.
[67] Τροπάριον στ΄ ᾠδῆς τοῦ κανόνος τῆς ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, Ὡρολόγιον, σελ. 496.
[68] Εὐχή Α΄ τοῦ Μεγ. Βασιλείου, Ὡρολόγιον, σελ. 501. Βλ. καί Εὐχήν Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὡρολόγιον, σελ. 503: «ἅγιασόν μου τήν ψυχήν καί τό σῶμα, τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, τούς νεφρούς καί τά σπλάγχνα, καί δλόν μέ ἀνακαίνισον, καί ρίζωσον τόν φόβον σου ἕν τοῖς μέλεσί μου, καί τόν ἁγιασμόν σου ἀνεξάλειπτον ἀπ’ ἐμοῦ ποίησον».
[69] Βλ. καί κανόνα β΄ τοῦ Διονυσίου Ἀλεξάνδρειας, Ράλλη-Ποτλῆ, Δ 7: «Εἰ δέ τις τά ἅγια, καί τά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅ μή πάντη καθαρός καί ψυχῇ καί σώματι, προσιέναι κωλυθήσεται».
[70] Εὐχή εἰς τήν μητέρα τοῦ παιδίου, Εὐχολόγιον, σελ. 123.
[71] Εὐαγγελική Ἀπόδειξις, Α΄, X. ΒΕΠΕΣ 27, 53.
[72] Πρβλ. Β΄ Κορ. 7,1
[73] Ἀρχή τῶν Ἠθικῶν, ὅρος οθ΄, κεφ. κβ΄. ΡG 31, 869. Βλ. καί νόθον ἔργον τοῦ Μεγ. Βασιλείου, Περί βαπτίσματος, Λόγος πρῶτος, Γ, 3. ΒΕΠΕΣ 57, 98. Ὡσαύτως Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β΄, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, ϞΕ΄. ΡG 35, 497.
[74] Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 3. ΕΠΕ 14, 410.
[75] Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστεως, 4, 13. ΡG 94, 1150. Βλ. καί Δευτέραν ἀπόκρισιν Πατριάρχου Ἱερεμίου πρός τούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης, 4, Περί Μυστηρίων, γ΄, ἐν: Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά, Τόμ. Β΄, σελ. 461.
[76] Πρός Ἀμφιλόχιον, Ἐρώτ. ΟΓ, β΄. ΡG 101, 453.
[77] Ἑρμην. εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, ΚΓ΄, 4. S.Chr. 4bis, 160.
[78] Πρβλ. Α΄ Κορ. 6, 15.
[79] Πρβλ. Α΄ Κορ. 3, 16.
[80] Ἐπιστολή Β2, στηρικτική, 3, ἐν: Dav. Balfour, Ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά. Κριτική ἔκδοσις μετ’ εἰσαγωγῆς, Θeσσ. 1981 (ΑΒ), σέλ. 113.
[81] Σχετικῶς πρός τήν ἀλληλεπίδρασιν σώματος καί ψυχῆς βλ., «τό σῶμα οὐχ ἁμαρτάνει καθ’ ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή. Ἐργαλεῖόν ἐστι τό σῶμα καί ὥσπερ ἱμάτιον καί στολή ψυχῆς. Κἄν μέν ὑπό ταύτης πορνείᾳ παραδοθῇ, γίνεται ἀκάθαρτον· ἐάν δέ ἁγίᾳ ψυχῇ συνοικήσῃ γίνεται ναός ἁγίου Πνεύματος» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Δ, ΚΓ΄. ΒΕΠΕΣ 39, 74)
[82] Ἑρμ. πρός τούς ἱερεῖς, Τά ἅπαντα, σελ. 464-465.
[83] Μάρκ. Σ ιώτου, Ἡ θέσις, σελ. 33. Καί ὁ Ἀκαδημαϊκός Ἰωάννης Καρμίρης τονίζει, ὅτι πρέπει νά «προηγῆται ἀπαραιτήτως ἡ ἐπιβεβλημένη προπαρασκευή», ἡ ὁποία πλήν τῶν ἄλλων στοιχείων ἀφορᾷ καί εἰς τήν «κάθαρσιν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος» τοῦ μέλλοντος νά κοινωνήσῃ τῶν θείων Μυστηρίων (Εὐχαριστία, στ. 1129). Βλ. καί Ἰω. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις, ἐν: Ἐφημέριος, σελ. 972· Γ. Δημοπούλου, Ἡ θεία Εὐχαριστία, σελ. 121· Ἀρχιμ. Δ. Ἀεράκη, Πότε, σελ. 4 καί Ἀθ. Φραγκοπούλου, Ἡ κιβωτός, σελ. 159.
[84] Κατά Κέλσου 111, 59. ΡG 11, 997.
[85] Περί τῆς τοῦ Πάσχα ἑορτῆς, ζ΄. ΒΕΠΕΣ 24, 88.
[86] «Τοσαύτης δέ δυσῳδίας οὔσης ἐν τῇ ψυχῇ, μυστηρίων τολμᾷς κοινωνεῖν, εἰπέ μοι;» (Εἰς Β΄ Κορ., Ὁμιλ. στ΄, 4. ΕΠΕ 19, 192). Βλ. καί Εἰς Ἐφεσ., Λόγ. γ, δ΄. ΡG 62, 28: «ψυχήν ἔχων ρυπαράν προσέρχῃ, καί ἅπτεσθαι τολμᾷς;»
[87] Εἰς Ἐφεσ., Ὁμιλ. γ, δ΄. ΡG 64, 28.
[88] Ὅτι ἐπικίνδυνον καί τοῖς λέγουσι, καί τοῖς ἀκούουσι τό πρός χάριν δημηγορεῖν, α΄. ΡG 50, 654. Βλ. καί Εἰς τό κατά Ματθ., Ὁμιλ. πβ, ε΄. ΡG 65, 743 καί Λόγος Θ΄, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἁγίων μυστηρίων. ΡG 63, 630 (κατά λέξιν ἐπανάληψις τoῦ χωρίου).
[89] Εὐχή, ἥν λέγει ὁ ἱερεύς μυστικῶς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου ᾁδομένου, Εὐχολόγιον, σελ. 57.
[90] Τροπάριον δ΄ ᾠδῆς τοῦ κανόνος, Ὡρολόγιον, σελ. 496.
[91] Εἰς τό Δόξα, Ὡρολόγιον, σελ. 500. Βλ. Εὐχήν Ζ΄ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὡρολόγιον, σελ. 504.
[92] Βλ. καί εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, Ὁμιλ. β, στ΄. PG 49, 390: «ἁγνήν ποιήσωμεν τήν ψυχήν».
[93] Ἑρμ. εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, ΜΒ, 6. S. Chr. 4bis, 242. Βλ. καί Χαρ. Σωτηροπούλου, Εὐχαριστία, σελ. 11, τονίζοντας ὅτι κατά τόν Καβάσιλαν «ὁ ἄνθρωπος δέον, ὅπως προσέρχηται μετά τοῦ καθαροῦ συνειδότος καί μετά ψυχῆς ἑτοιμασμένης καί δεόντως παρεσκευασμένης» εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν.
[94] Εὐχή Γ΄, Ἰω. Χρυσοστόμου, Ἀκολουθία Μεταλήψεως, Ὡρολόγιον, σελ. 503.
[95] Ὑπόμνημα εἰς Ματθαῖον, Τομ. ΧΙ. PG 13, 949.
[96] Εὐαγγελική ἀπόδειξις, Α, Χ. ΒΕΠΕΣ 27, 53.
[97] Εἰς Ἐφεσ., Ὁμιλ. γ, δ΄ PG 62, 29. Πρβλ. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἐρώτ. ζ΄, Χρυσοστόμου, ἐκ τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς. PG 89, 388. Ὡσαύτως Εἰς Α΄ Τιμ., Ὁμιλ. ε, γ΄. PG 62, 529.
[98] Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην, Ὁμιλ. μστ΄, 4. ΕΠΕ 19, 584 (ΡG 59, 262). Ὡσαύτως Ὁμιλία 20ή, "Ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡ νηστεία τῆς Τεσσαρακοστῆς, 2. ΕΠΕ 32, 618.
[99] Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, Ὁμιλ. α, ς΄. ΡΟ 49, 380.
[100] Αὐτόθι.
[101] Ὅτι ἐπικίνδυνον καί τοῖς λέγουσι, καί τοῖς ἀκούουσι τό πρός χάριν δημηγορεῖν, α΄. ΡG 50, 654. Βλ. καί Λόγος Θ΄, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἅγιων μυστηρίων, ΡG 63, 630.
[102] Εἰς τό κατά Ἰωάννην, Ὁμιλ. α, δ'. ΡG 59, 30.
[103] Γαβριήλ Κωνσταντινουπόλεως, Διάταξις ΜΓ΄, ἐν: Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Τόμ. Α΄, σελ. 127.
[104] Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελική ἀπόδειξις, Α. X. ΒΕΠΕΣ 27, 53.
[105] Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι πνευματικαί, 14, ἐν : Σχ. Σχοινᾶ, Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ἐν Βόλῳ 196410, σελ. 67.
[106] Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρεται εἰς «πονηρούς θησαυρούς τῶν βεβήλων λογισμῶν» τῆς καρδίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἐκβλαστάνουν (Πρός Ἀμμούν μονάζοντα, Περί ἀβουλήτου φυσικῆς ἐκκρίσεως. Ράλλη-Ποτλῆ, Δ 68).
[107] Ἑρμηνεία Ζωναρᾶ εἰς δ΄ κανόνα τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας (Ράλλη- Ποτλῆ, Δ 12). Βλ. τοῦ αὐτοῦ καί Περί φυσικῆς ἐκροῆς. Ράλλη-Ποτλῆ Δ 602, ἔνθα καταλογίζεται εὐθύνη εἰς «τόν λογισμόν, διά τήν συγκατάθεσιν τῆς ἐπιθυμίας τῆς σαρκικῆς».
[108] Ὁμιλία 20ή, Ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡ νηστεία τῆς Τεσσαρακοστῆς, 2. ΕΠΕ 32, 618.
[109] Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, Ὁμιλ. β, ς΄. ΡG 49, 390. Βλ. καί ὁμιλία α, ς΄, ΡG 49, 380.
[110] Λόγος περί τῆς ἁγίας Συνάξεως. PG 89, 832.
[111] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τά Σεραφείμ, Ὁμιλ. ς΄, δ΄. ΡG 56, 140.
[112] Κρίνομεν περιττόν καί ἐκφεῦγον τῶν ὁρίων τῆς παρούσης μελέτης τό θέμα τῶν λογισμῶν, τό ὁποῖον κυρίως ἀπησχόλησε τούς νηπτικούς Πατέρας καί θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας.
[113] Λόγος Θ΄, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἁγίων μυστηρίων. PG 63,630.
[114] Πρός Ἀμφιλόχιον, ἐρώτησις ΟΓ, β΄. ΡG 101, 453.
[115] Ἑρμ. πρός τούς ἱερεῖς, Τά ἅπαντα, σελ. 464.
[116] Ψαλμ. 23,4.
[117] «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός» (Ψαλμ. 50, 12).
[118] Ματθ. 5, 8.
[119] Ματθ. 15, 18.
[120] Εἰς τό κατά Ματθαῖον, Τόμ. XI. ΡG 13, 952.
[121] Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, Ὁμιλ. β, ς΄. ΡG 49, 389.
[122] Εἰς τήν πρός Ἑβρ., Ὁμιλ. ιζ, δ΄. ΡG 63, 132. Βλ. καί Λόγος ΜΖ', Εἰς τό μή ἀναξίως προσέρχεσθαι τοῖς θείοις μυστηρίοις. ΡG 63, 897 καί Λόγος Θ΄, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἁγίων μυστηρίων. ΡG 63, 629.
[123] Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 3. ΕΠΕ 14, 410. Περί τῆς ἀνάγκης καθαρότητος τῆς καρδίας τοῦ πιστοῦ πρό τῆς Μεταλήψεως ὁμιλεῖ καί εἰς Κατήχησιν δευτέραν, Πρός τούς μέλλοντας φωτίζεσθαι, β΄. ΡG 49, 234.
[124] Ὁμιλία γ΄, Ὅτι ἐπισφαλές τό εἰς τά θέατρα ἀναβαίνειν, β΄. ΡG 54, 697.
[125] «Ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ.. καί καθάρισόν μου... τήν καρδίαν ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς» (Εὐχολόγιον, σελ. 57).
[126] «Δακρύων μοι παράσχου, Χριστέ, ρανίδας τόν ρύπον τῆς καρδίας μου καθαιρούσας...» (Τροπάριον γ΄ ᾠδῆς τοῦ κανόνος, Ὡρολόγιον, σελ. 495) Βλ. καί «Νοῦν, ψυχήν καί καρδίαν ἁγίασον, Σῶτερ...» (Τροπάριον στ΄ ᾠδῆς, Αὐτόθι, σελ. 496) καί τροπάριον τοῦ ἤχου πλ. β΄, «τήν καρδίαν μου καθάρισον, ναόν αὐτήν ποιῶν τοῦ ἀχράντου σου Σώματος καί Αἵματος» (Ὡρολόγιον, σελ. 500).
[127]Τήν ἁγνότητα τῆς καρδίας τονίζει καί ὁ Ψευδογερμανός Κωνσταντινουπόλεως (Ἱστορία ἐκκλησιαστική, καί μυστική θεωρία. ΡG 98, 417), οἱ Κάλλιστος δέ καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι ἀναφέρονται εἰς τήν «ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας» συνεχῆ θείαν Μετάληψιν τῶν θείων Μυστηρίων (Μέθοδος καί κανών σύν Θεῷ ἀκριβής. Φιλοκαλία, Τόμ. Δ, σελ. 284).
[128] Ὡς παρατηρεῖ ὁ Ὀλ. Κλεμάν, «ἡ προσωπική ἄσκησις ἐκκινεῖ ἀπό τήν καρδίαν, τό κέντρον τῆς φύσεώς μας, τόν ἄξονα τῆς ὅλης ὑπάρξεώς μας» (Βασικόν διάγραμμα τῆς βυζαντινῆς λατρείας, ἐν: Ἡ Λειτουργία μας, σελ. 131) καί συνεχίζεται εἰς τήν λατρείαν.
[129] Ὡς παρατηρεῖ ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, εἰς ἄλλην συνάφειαν, «ἡ ἄσκηση ἔχει... συγκεκριμένο στόχο τήν κάθαρση τῆς καρδίας, γιά νά γίνει δεκτική τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος». [Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος (1786-1852), Ἕνας μάρτυρας τῆς Ὀρθόδοξου παραδόσεως στό ἑλληνικό κράτος, Ἀθῆναι 1987, σελ. 11 (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Θεολογίας» ΝΗ΄(1987), τεῦχ. Β΄, σελ. 302] διά τήν μετά τῆς δεούσης καθαρότητος καθ’ ἡμᾶς ὑποδοχήν τοῦ βασιλέως Χριστοῦ ἐν ἡμῖν.
[130] Εὐχή, ἥν λέγει ὁ ἱερεύς μυστικῶς τοῦ Χερουβικοῦ ἀδομένου, Λειτουργία Χρυσοστόμου, Εὐχολόγιον, σελ. 57.
[131] Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου, Εὐχή μετά τόν καθαγιασμόν τῶν τιμίων δώρων, Εὐχολόγιον, σελ. 94. Βλ. καί Εὐχήν τοῦ αὑτοῦ εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα, Εὐχολόγιον, σελ. 600.
[132] Ὠριγένους, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, Τόμ. XI. ΡG 13, 949.
[133] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, Ὁμιλ. μς΄, δ΄. ΡG 59, 262. Βλ. καί Καλλίστου καί Ἰγνατίου Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών σύν Θεῷ ἀκριβής, Φιλοκαλία, Τόμ. Δ΄, σέλ. 286.
[134] Εἰς τήν πρός Ἐφεσ., Ὁμιλ. γ, ε΄. ΡG 62, 29.
[135] Εἰς τήν πρός Ἑβρ., Ὁμιλ. ιζ, δ΄. ΡG 63, 132· Λόγος Θ΄, Περί τοῦ μή καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καί τῶν ἅγιων μυστηρίων. ΡG 63, 629· Λόγος ΜΖ΄, Εἰς τό μή ἀναξίως προσέρχεσθαι τοῖς θείοις μυστηρίοις. ΡG 63, 897.
[136] Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, Ὁμιλ. α, ς΄. ΡG 49, 389. Βλ. καί Ὁμιλ. β. ς΄. PG 49, 392.
[137] Περί τῆς συνειδήσεως ὡς μέσου προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ βλ. Βασ. Τσάκωνα, Ἡ περί συνειδήσεως διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐν Ἀθήναις 1968, σελ. 99-102.
[138] Βλ. καί Μάρκ. Σιώτου, Θεία Εὐχαριστία, σελ. 30
[139] Περί συνεχοῦς Μεταλήψεως, σελ. 47. Βλ. καί σελ, 51, 52 καί 103-104.