Ἡ Γέννηση τοῦ Σωτήρα
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ
Δ α ν ι ή λ
«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» (Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων)
Στὴν πρόσκληση, ποὺ ἀπευθύνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ὑμνολογία μᾶς καλεῖ νὰ πᾶμε στὴ Βηθλεέμ γιὰ νὰ δοῦμε «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Μὴ βραδύνουμε. Ἡ ψυχή μας, ν’ ἀπαντήσει σὰν τοὺς καλούς Βοσκοὺς : «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεέμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες» (Λουκᾶ β΄, 15-16). Ἄς ἀφήσουμε γιὰ λίγο τὶς συνηθισμένες μας ἀσχολίες καὶ ἄς τρέξουμε στὸ εὐλογημένο σπήλαιο νὰ μελετήσουμε τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο.
Α΄. Ὁ Θεὸς γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος. Β΄. Μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, εἶναι τὰ δύο θέματα τῆς Χριστουγεννιάτικης μελέτης μας.
Α΄. Ὁ Θ ε ό ς γ ε ν ν ᾶ τ α ι ὡ ς ἄ ν θ ρ ω π ο ς
Ὅ, τι περίμεναν οἱ Πατριάρχες, ὅ, τι προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες, ὅ,τι ζήτησαν οἱ γενεές τῶν ἀνθρώπων ἐκπληρώνεται σήµερα. 1. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο... 2. «Πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας», ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης (Ἰωάννου α΄, 14).
- « Ὁ Λ ό γ ο ς σ ά ρ ξ ἐ γ έ ν ε τ ο ». Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἄπειρο καὶ τέλειο πνεῦμα λαμβάνει σῶμα στὰ καθαρὰ σπλάγχνα τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ γεννᾶται μικρὸ καὶ ἀδύνατο βρέφος. Ὁ Πλάστης τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ κυρίαρχος τῆς οἰκουμένης, Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τὴ γῆ καὶ ποὺ περιστοιχίζεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὰ ἄϋλα τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων κατὰ τὴν ὅραση τοῦ Ἡσαΐου (στ΄, 1-7) γεννᾶται σὲ ἕνα βρώμικο καὶ σκοτεινὸ σπήλαιο ἀνάμεσα σὲ δύο ζῶα. Ἐκεῖνος, ποὺ τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχει ἀνάγκη τροφῆς. Ὁ ἀόρατος φανερώνεται σὲ ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, ὁ ἀπόλυτος ἄρχων γίνεται ὑπήκοος, ὁ κύριος δοῦλος, ὁ πλούσιος πτωχός. Ὁ Λόγος τοῦ Πατρός δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει καὶ νὰ ἐκφράσει ἔναρθρα τὴ θέλησή Του. Ὁ ἄναρχος ἄρχεται, ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται, ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. ᾽Ακατανόητο καὶ πρωτάκουστο μυστήριο! Κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς φράσεις ἀποτελεῖ τὸ θέμα μιᾶς βαθιᾶς μελέτης καὶ ἡ µιὰ πλευρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως φωτίζει τὴν ἄλλη χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀντίθεση.
Συλλογίζεται καὶ διερωτᾶται ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γιὰ τὸ μέγα καὶ παράδοξο μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ:
«Πῶς γένεσις σαρκὸς ἄνευ σπορᾶς; Πῶς γέννησις ἄνευ φθορᾶς; Πῶς μήτηρ’ ἡ μετὰ τὸν τόκον διαμείνασα Παρθένος; Πῶς ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται;... Πῶς οὐσιωδῶς ἐν σαρκὶ καὶ καθ’ ὑπόστασιν ὁ Λόγος, ὁ κατ’ οὐσίαν ὑποστατικῶς ὅλος ὑπάρχων ἐν τῷ Πατρί; Πῶς ὁ αὐτὸς καὶ ὅλος ἐστὶ Θεὸς κατὰ φύσιν, καὶ ὅλος γέγονε κατὰ φύσιν ἄνθρωπος... Τοιαύτη πίστις μόνη χωρεῖ τὰ μυστήρια, τῶν ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον ὑπάρχουσι πραγμάτων ὑπόστασις» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικὰ τε καὶ Οἰκονομικὰ καὶ περὶ ἀρετῆς καί κακίας, Ἑκατοντὰς Α΄ PG 90, 1184).
- «Π λ ή ρ η ς χ ά ρ ι τ ο ς κ α ὶ ἀ λ η θ ε ί α ς».
᾿Απὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς μεταξύ μας κατασκηνώσεως ὁ ᾽Ιησοῦς εἶναι γιὰ κάθε ἄνθρωπο τέλειος διδάσκαλος. ᾿Απὸ τὴν φάτνη Του καὶ μὲ τὴ σιωπὴ Του δίνει τὰ ἁγιώτερα μαθήματα, κατάλληλα νὰ παρασύρουν καὶ τὶς πιὸ δυνατὲς διάνοιες. Μαθήματα ταπεινοφροσύνης, πτωχείας, ὑπομονῆς.
α. Τ α π ε ι ν ο φ ρ ο σ ύ ν η ς. Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ὁ ὕψιστος καὶ παντοδύναμος Θεὸς καταδέχεται νὰ ἐνδυθεῖ τὴ μορφὴ δούλου (Πρός Φιλιππησίους β΄, 7) καὶ νὰ γεννηθεῖ μέσα σὲ ἕνα ρυπαρὸ σπήλαιο καὶ νὰ ζήσει ἄγνωστος ἀνάμεσα σὲ ἀγνώστους, φτωχὸς ἀνάμεσα σὲ φτωχούς. Τελεία ἐξουθένωση!
β. Π τ ω χ ε ί α ς. Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ μποροῦσε μὲ ἕνα Του λόγο νὰ πλάσει τὸ πιὸ ὡραῖο καὶ χρυσοποίκιλτο παλάτι, δέν εἶχε, ὅπως δήλωσε, «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθαίου η΄, 20) Ἐκεῖνος, ποὺ Τὸν τρέμουν οἱ Ἄγγελοι, Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ἐλέη καὶ οἰκτιρμοὺς δὲν ἔχει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ζήσει. Τρέφει πλουσιοπάροχα καὶ συντηρεῖ τοὺς ἄλλους καὶ Ἐκεῖνος δὲν ἔχει τὰ πιὸ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή Του. Ὁ ’Ιησοῦς εἶναι ὁ μεγάλος φτωχός, ὁ ἀπόλυτα καὶ αὐστηρὰ φτωχός, ὁ ἄρχοντας τῆς φτώχειας, ὁ κύριος τῆς τελείας φτώχειας. Ὁ φτωχός, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν φτωχό, ὁ φτωχός, ποὺ στέκεται μαζὶ μὲ τοὺς φτωχούς, ποὺ δουλεύει γιὰ τοὺς φτωχούς, ὁ εὐτυχισμένος καὶ πλούσιος φτωχός, ποὺ δέχεται τὴν φτώχεια, ποὺ θέλει τὴν φτώχεια, ποὺ στεφανώνεται τὴν φτώχεια, ποὺ τραγουδᾶ τὴν φτώχεια.
γ. Ὑ π ο μ ο ν ῆ ς. Ἐκεῖνος, ποὺ ὅ,τι διατάζει γίνεται, Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει στὴν ὑπηρεσία του ὅλες τὶς τάξεις τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ᾿Αρχαγγέλων, δὲν βρίσκει κατάλυμα, µιὰ πόρτα ἀνοικτὴ σὲ ἕνα φτωχικὸ σπίτι. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπων δὲν ἐπικαλεῖται τὴν δικαία ὀργὴ τοῦ Πατρός Του γιὰ νὰ πατάξει τὸν ἀγνώμονα λαό Του, γιὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἀφιλόξενους Βηθλεεμίτες, ὑπομένει τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ λαοῦ Του, ὑποφέρει τὸ κρύο, τὶς στερήσεις, τὴν μοναξιὰ θεληματικὰ καὶ ἀγόγγυστα.
Β΄. Γ ε ν ν ᾶ τ α ι μ έ σ α σ ὲ σ π ή λ α ι ο
Ὁ Υ ἱ ὸ ς τ ο ῦ Θ ε ο ῦ, ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Τρισυποστάτου Τριάδος γεννᾶται μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, ἕνα σπήλαιο γιὰ ζῶα, ποὺ θὰ γίνει ὅμως πιὸ ξακουστὸ ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν πιὸ ἰσχυρῶν τῆς γῆς. Ἕνα σπήλαιο σκοτεινό, βρώµικο, ἀποπνικτικό, ὄχι ὅπως τὸ παρουσιάζουν οἱ ζωγράφοι, ὄχι ὅπως τὸ φτιάχνουν τά παιδιά μὲ τὴν πρασινάδα του, μὲ τά φώτα του, μὲ τὰ ἔπιπλά του, τακτοποιημένο καὶ καθαρό. Τίποτα ἀπ᾽ αὐτά δὲν ὑπῆρχε στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε ὁ Λυτρωτής μας. Ἦταν ἕνας πραγματικὸς σταῦλος, γεμᾶτος ἀπὸ ἀκαθαρσίες τῶν ζώων, μὲ μόνο καθαρὸ μέρος τὴ φάτνη. Παρ’ ὅ,τι ὅμως βλέπουμε τὸ σπήλαιο βρώµικο, σκοτεινό, ἀποπνικτικό, δυσῶδες μὴ διστάσουμε νά μποῦμε μέσα γιὰ νὰ δοῦμε τὴν Παρθένο Μαρία, τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Θεῖο Βρέφος.
Ἡ Π α ρ θ έ ν ο ς Μ α ρ ί α στέκεται ἥρεμη καὶ μὲ περισυλλογὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ Παιδί Της, πρόθυμη νὰ Τοῦ προσφέρει ὅλες τὶς μητρικὲς φροντίδες Της καὶ σήμερα θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβει γιὰ τὴν κατ’ ἄνθρωπο γέννηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα: «Υἱὸς μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμοῦ β, 7). Θαυμάζουμε τὴν Θεοτόκο ποὺ μὲ πίστη, δοξολογικὰ βιώνει τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου τὰ ὁποῖα κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει.
Τ ὸ Ἅ γ ι ο Β ρ έ φ ο ς μὲ τὸ θεῖο χαμόγελό Του σκορπᾶ τὴν ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ τὴν πνευματικὴ γαλήνη στοὺς δικοὺς Του καὶ στοὺς ἐπισκέπτες Του ποὺ δείχνει ὅτι τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου δὲν φαίνεται στὴν πολυτέλεια καὶ τὴν ἐξουσία ἀλλὰ στὴν θεληματικὴ φτώχεια καὶ ταπείνωση. Ὅπως ἡ σκέψη βγαίνει ἀπὸ τὴ διάνοια, ὅπως τὸ φῶς διαχέεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὅπως ὁ λόγος βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη, ὅπως ὁ ὥριμος καρπὸς ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ δένδρο, ἔτσι, χωρὶς φθορὰ τῆς Παρθένου, προῆλθε ᾽Εκεῖνος, ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ φῶς, ὁ ἄσαρκος Λόγος καὶ ὁ εὐλογημένος καρπός.
Ὁ ’Ι ω σ ὴ φ βυθισμένος σὲ σκέψεις σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς μελετᾶ τὸ παράδοξο γεγονός: Πῶς τὸ πλάσμα γίνεται μητέρα τοῦ Πλάστου. Πῶς ἡ ᾿Αγάπη γίνεται ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τὸ μεγάλο γεγονός. Πόσο διαφέρει ἡ γέννηση τοῦ Μεγάλου Βασιλέως Χριστοῦ, τοῦ Λυτρωτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπὸ τὴ γέννηση τῶν ἐπιδόξων διαδόχων τῶν μεγάλων αὐτοκρατοριῶν! Γιὰ τοὺς τελευταίους σαλπίσματα καὶ κανονιοβολισμοὶ ἀναγγέλλουν τὴ γέννησή τους. Οἱ ραδιοφωνικοὶ σταθμοὶ σὲ ὅλα τὰ μήκη τῶν κυμάτων ἐπαναλαμβάνουν τὴν εὐχάριστη εἴδηση, σὲ ὅλα τὰ μέγαρα καὶ τὰ σπίτια ὑψώνωνται σημαῖες, ἐνῶ διατάγματα δημοσιεύονται, μὲ τὰ ὁποῖα χαρίζονται οἱ ποινὲς τῶν κρατουμένων καὶ προαναγγέλλονται ἀργίες καὶ ἑορτές. Τίποτα ἀπ᾽ αὐτὰ στὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανὸς μόνο δίνει ἕνα λαμπερὸ ἀστέρι καὶ ὁ Ἄδης τρέμει, γιατὶ ἀρχίζει ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς βασιλείας του.
Οἱ μόνοι, ποὺ ἔμαθαν τὸ μεγάλο συμβάν, εἶναι μ ε ρ ι κ ο ὶ Β ο σ κ οί, ποὺ ἦταν ἐκεῖ τριγύρω καὶ φύλαγαν τὰ πρόβατά τους. Σ᾿ αὐτοὺς ἕνας Ἄγγελος παρουσιάζεται καὶ τοὺς λέγει: «Μὴ φοβῆσθε, σᾶς φέρνω εὐχάριστη εἴδηση, γιὰ σᾶς καὶ ὅλους τοὺς δικοὺς σας. Σήμερα γεννήθηκε ὁ Σωτήρας σας. Πηγαίνετε, θὰ τὸν βρῆτε μέσα στὰ σπάργανα καὶ σὲ μιὰ φάτνη». Οἱ Βοσκοὶ ἔκθαμβοι καὶ ἐκστατικοὶ ἀκούουν τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου καὶ πρόθυμα, χωρὶς ἀντιρρήσεις καὶ δισταγμούς, ἀφήνουν τὰ πρόβατά τους καὶ τὴν ἀνάπαυσή τους καὶ τρέχουν στὸ μέρος, ποὺ τοὺς ὑπέδειξε ὁ Ἄγγελος (Λουκᾶ β΄, 10-16).
Ἐπειδὴ ξέρουμε ὅτι ὁ φτωχὸς τὸν φτωχὸ συμπονεῖ, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἐξάπαντος δὲν πῆγαν μὲ τὰ χέρια ἀδειανά. Θὰ πῆραν μαζὶ τους καὶ τὰ ἄσπρα δῶρα τῆς στάνης. Λίγο γάλα, λίγο τυρί, λίγο μαλὶ γιὰ τὴ Μητέρα καὶ τὸ νεογέννητο Παιδί. Φτωχικὰ βέβαια δῶρα, ἀλλὰ πολύτιμα γιὰ τὴν περίσταση καὶ πολὺ εὐπρόσδεκτα, γιατὶ τὰ ἔδιναν μὲ μεγάλη ἀγάπη, πίστη καὶ σεβασμό.
Κ ι ἐ μ ε ῖ ς, ἄς μὴ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε σήμερα τὸ Χριστὸ μὲ τὰ χέρια ἀδειανά. Μπορεῖ, σὰν τοὺς Βοσκούς, νὰ μὴν ἔχουμε νὰ προσφέρουμε πλούσια δῶρα, νὰ μὴν ἔχουμε νὰ προσφέρουμε τὰ πολύτιμα δῶρα τῶν Μάγων: χρυσό, λίβανο καὶ σμύρνα. Ἔχουμε ὅμως στὴ διάθεσή μας τὰ φτωχικὰ δῶρα, ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἔγινε ἄνθρωπος.
Δὲν μᾶς εἶναι δύσκολο σήμερα νὰ προσφέρουμε τὴ χαρά σὲ µιὰ βασανισμένη οἰκογένεια, ποὺ τὰ οἰκονομικὰ της δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ αἰσθανθεῖ ὁλόκληρη τὴ χαρὰ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Δὲν μᾶς εἶναι δύσκολο νὰ διηγηθοῦμε τὴν ἱστορία τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ σὲ ἕνα παιδί, ποὺ διψᾶ νὰ μάθει κάτι τὸ νέο.
Δὲν μᾶς εἶναι δύσκολο νὰ ἐπισκεφθοῦμε ἕνα ἄρρωστο, πού ἡ ἀρρώστεια του δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ν’ ἀνταποκριθεῖ στὴν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας: «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός».
Δὲν μᾶς εἶναι δύσκολο νὰ περάσουμε μόνοι μας ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας κοντὰ στὸ Χριστό καὶ νὰ τοῦ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας, ὅπως θὰ τὴν ἀνοίγαμε, ἄν εἶχαμε τὴν τύχη νὰ εἴμαστε ἕνας ἀπὸ τοὺς Βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ.
Μποροῦμε ἐξάπαντος κάτι κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε στὸ Θεῖο Βρέφος, ποὺ εἶναι πρόθυμο νὰ δεχθεῖ τὴν προσφορὰ μας καὶ νὰ σηκώσει τὸ χεράκι Του γιὰ νὰ εὐλογήσει τὶς καλὲς προθέσεις μας.
«Ἡμεῖς ἑορτάζοντες Χριστοῦ τὴν γέννησιν εὐσεβοφρόνως
προσφέρωμεν αὐτῷ πίστιν, ἀγάπην καὶ ἐλπίδα».