«Φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα»
Δημοσιεύθηκε 15 Μαΐου 2025
Κατά τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἀναγιγνώσκεται στήν θεία Λειτουργία ἡ εὐαγγελική περικοπή ἀπό τό κεφάλαιο ζ΄ τοῦ κατά Ἰωάννη εὐαγγελίου.
Τά ἀναφερόμενα ἀποτελοῦν τό τελετουργικό τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας. Ἑπομένως γιά νά κατανοήσουμε τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀναχθοῦμε στά τελούμενα κατά τήν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων στήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας.
Ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας ἀνήκει στό κύκλο τῶν ἐτησίων μεγάλων Ἰουδαϊκῶν ἑορτῶν. Ἡ ἑορτή αὐτή καλοῦνταν τῆς Σκηνοπηγίας, γιατί κατ’ αὐτήν παρέμεναν σέ σκηνές πού κατασκεύαζαν ἀπό μύρτους, φοίνικες, λεῦκες κ.λπ. γιά ἑπτά ἡμέρες καί ὀνομαζόταν ἐπίσης καί ἑορτή τῆς Συγκομιδῆς (Ἐξόδου 23, 26 καί 34, 22). Ἡ παραμονή αὐτή θύμιζε στούς Ἰσραηλῖτες τήν παραμονή τους σέ σκηνές στήν ἔρημο καί προσέδωσαν στό ἔθιμο αὐτό ἱστορικό χαρακτῆρα, ἀλλά κατά τό περιεχόμενό της εἶχε πρωτίστως γεωργικό χαρακτῆρα. Συγκεντρώνοταν, λοιπόν, γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Θεό γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν καί γιά νά τόν παρακαλέσουν νά καταπέμψει ἐν ὄψει τῆς νέας σπορᾶς τήν βροχή, ὥστε νά ἀποβεῖ πλουσιώτερο σέ καρπούς τό νέο ἔτος. Κατά τήν ἑορτή πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες (Λευϊτικό 23, 34) συνήθιζαν νά προσφέρουν τήν δεκάτη τῶν καρπῶν καί τοῦ οἴνου ὅπως καί τά πρωτότοκα τῶν ζώων (Λευϊτικό 23, 36. 39). Κατά οἰκογένειες καί γένη ἀνέβαιναν στά Ἱεροσόλυμα γιά νά ἑορτάσουν.
Εἶχε ὅμως ἡ ἑορτή αὐτή καί χαρακτῆρα σοβαρό γιατί κατ’ αὐτήν οἱ Ἰσραηλῖτες θυμόντουσαν τά μεγάλα γεγονότα τῆς πορείας τους στήν ἔρημο καί παρακαλοῦσαν τό Θεό νά καταπέμψει ἔγκαιρα τήν φθινοπωρινή βροχή. Τήν πρώτη μέρα προσέφεραν θυσίες ἀνάμεσα σέ πολύ πλῆθος πού πανηγύριζε. Περί τό τέλος τῆς ἡμέρας αὐτῆς συναθροίζονταν στήν αὐλή τῶν γυναικῶν καί τήν ὥρα πού ἔπεφτε τό σκοτάδι καί ἔκλειναν οἱ πῦλες τοῦ ναοῦ γινόταν μεγάλη φωταψία μέ φανούς καί λαμπάδες. Κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας τά μέλη τῆς χορωδίας τοῦ ναοῦ στέκονταν μέ μουσικά ὄργανα πάνω στίς βαθμίδες πού ὁδηγοῦσαν ἀπό τήν αὐλή τῶν γυναικῶν στήν ἐσωτερική αὐλή καί ἔψαλλαν τούς Ψαλμούς (120-134) τῶν Ἀναβαθμῶν καθόλη τήν νύχτα. Αὐτή τήν φωταψία πιθανῶς ὁ Κύριός μας ἀντιπαραβάλλει πρός τό αἰσθητό φῶς τό πνευματικό, λέγοντας τό «ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάννου 8, 12). Τώρα μιλοῦσε γιὰ τὸ φῶς μὲ ἀνάλογη ἀναφορά, Οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἀπήντησαν ὅτι κανένας δὲν ὑποχρεωνόταν νά Τὸν πιστεύση, γιατὶ ὁ Ἴδιος μαρτυροῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ ἡ μαρτυρία Του δὲν ἦταν ἀληθινή. ᾽Ακολούθησε συζήτηση (Πρβλ. Ἰωάννου 8, 20-21 - 8, 30- 31). Ἡ φωταψία ἔχει συμβολικό χαρακτῆρα. Ὅπως τώρα νέο φῶς ἀνάβοταν ἔτσι καί ὁ Θεός ἄς χαρίσει νέο φῶς κατά τό ἐπικείμενο νέο ἔτος στούς ἀνθρώπους.
Ὁ Χ ρ ι σ τ ό ς ἀ π ο κ α λ ύ π τ ε τ α ι ὡ ς φ ῶ ς.
Ὡστόσο βλέπει κανείς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτεται ὡς Φῶς τοῦ κόσμου, κυρίως μέ τίς πράξεις καί τά λόγια Του. Οἱ θεραπεῖες τυφλῶν (Μάρκου η΄, 22-26) ἔχουν στό θέμα αὐτό ἰδιαίτερη σημασία, ὅπως τὸ ὑπογραμμίζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅταν ἀναφέρει τήν θαυματουργική θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ (Ἰωάννου θ΄). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός διακηρύττει τότε: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὧ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου» (Ἰωάννου θ΄, 5) καί «ἐγώ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ» (Ἰωάννου ιβ΄, 46). Ἡ καταυγαστική δράση του ἀπορρέει ἀπό αὐτό πού ὑπάρχει ἐντός Του, πού εἶναι ὁ Ἴδιος μέσα Του ἀπό τήν θεότητά Του πού κρύπτεται στήν εὐτέλεια τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή καί φῶς τῶν ἀνθρώπων, ἀληθινό φῶς πού φωτίζε κάθε ἄνθρωπο ὅταν ἔρχεται σ᾿ αὐτό τὸν κόσμο (Ἰωάννου α΄, 4.9). Γι’ αὐτό, τό δράμα πού ἐκτυλίσσεται γύρω Του εἶναι μιά σύγκρουση τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους: τό φῶς λάμπει μέσα στά σκότη (Ἰωάννου α΄, 4), καί ὁ κόσμος τοῦ κακοῦ προσπαθεῖ νά τό πνίξει, γιατί οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν τό σκότος ἀπὸ τὸ φῶς, ὅταν τά ἔργα τους εἶναι πονηρά (Ἰωάννου γ΄, 19). Τήν ὥρα τοῦ Πάθους, ὅταν ὁ Ἰούδας βγαίνει ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου γιά νά παραδώσει τόν Ἰησοῦ, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης σημειώνει σκόπιμα: «ἦν δὲ νὺξ» (ιγ΄, 30), καί ὁ Ἰησοῦς, τή στιγμή τῆς συλλήψεώς Του, δηλώνει: «αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους» (Λουκᾶ κβ΄, 53).