«Προσδοκῶσι τήν τροφήν»
Μὲ τὴν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴν τροφή, ποὺ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ χαρίζει. Δοξολογεῖ μὲ εὐχαριστία ἀπευθυνόμενος στὸν Κυβερνήτη καὶ Συντηρητὴ τοῦ κόσμου Κύριο (Ψαλμοῦ 103, 27-28) «ὅλα ἀπὸ σένα περιμένουν γιὰ νὰ τοὺς δώσεις τὴν τροφή τους στὴν κατάλληλη στιγμή». ῾Ο Κύριος μᾶς προτρέπει στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθαίου στ΄, 11). Ὁ Θεὸς ἔθρεψε·
Τοὺς ᾿Ισραηλίτες μὲ τὸ μάννα στὴν ἔρημο σαράντα χρόνια μὲ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο, προφυλάσσοντάς τους ἀπὸ τὴν πλεονεξία (Ἐξόδου ιστ΄, 18) «ὑπελόγιζαν κατόπιν τὴν ποσότητα ποὺ μάζευαν καὶ εἶδαν ὅτι αὐτὸς ποὺ μάζεψε πολύ, δὲν εἶχε περισσότερο ἀπὸ ὅσο χρειαζόταν· καὶ ἐκεῖνος ποὺ μάζεψε λίγο, δὲν εἶχε λιγότερο ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο. ῾Ο καθένας μάζεψε ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του»
Τὴν χήρα στὰ Σαρεπτὰ ἐπειδὴ σὲ καιρὸ πείνας δέχθηκε νὰ φιλοξενήσει τὸν προφήτη ᾿Ηλία καὶ νὰ μοιρασθεῖ μαζί του τὰ λιγοστὰ τρόφιμά της. ῾Ο Προφήτης τὴν πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασιλειῶν ιζ΄, 14) «τὸ ἀλεύρι τοῦ σταμνιοῦ δὲν θὰ ἐξαντληθεῖ καὶ τὸ δοχεῖο τοῦ ἐλαίου δὲν θὰ λιγοστέψει μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ ὁ Κύριος θὰ στείλει βροχὴ στὴν γῆ».
Τοὺς πέντε χιλιάδες ἄνδρες μὲ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων (Ματθαίου ιδ΄, 13-21) «᾿Αργὰ δὲ τὸ ἀπόγευμα προσῆλθαν οἱ μαθητὲς καὶ Τοῦ εἶπαν· ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα ἔχει περάσει· διάλυσε τὰ πλήθη, ὥστε νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριὰ καὶ νὰ ἀγοράσουν γιὰ αὐτούς τροφές. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοὺς εἶπε· δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ πᾶνε· δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φάγουν. ᾿Εκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν· ἐδῶ δὲν ἔχουμε παρὰ μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· φέρετέ τα ἐδῶ σὲ μένα. Καὶ ἀφοῦ συνέστησε στὰ πλήθη νὰ καθήσουν ἐπάνω στὰ χορτάρια πῆρε τοὺς δύο ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν οὐράνιο Πατέρα, εὐλόγησε, ἔκοψε τοὺς ἄρτους σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς καὶ οἱ μαθητὲς στὸ πλῆθος. ῎Εφαγαν δὲ ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ μάζεψαν ὅ,τι περίσσευσε ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. ᾿Εκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦταν πέντε περίπου χιλιάδες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
Οὐσιαστικὸ ρόλο ἔπαιξαν, στὸν καιρὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφ᾿ ἑνὸς οἱ θυσίες καὶ οἱ προσφορὲς ζώων καὶ καρπῶν καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου οἱ ἀπαγορεύσεις νὰ τρώγονται διάφορες τροφές, γιὰ νὰ διατηρήσει ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ζωντανὴ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὴν συνείδησι ὅτι τρέφεται ἀπὸ τὰ χέρια Του.
Κατὰ τὴν παράδοσι αὐτή, τὰ πλούσια γεύματα καὶ τὰ ἑορταστικὰ φαγητά, παρέχονται ἀφοῦ ἀνεβεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν βωμὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ θυσιάσει ἕνα ζῶο, γιὰ νὰ προσφέρει τὰ πρῶτα στάχυα καὶ τοὺς πιὸ ὡραίους καρποὺς τῆς σοδιᾶς κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Δευτερονομίου, στοὺς ὁποίους διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς (Δευτερονομίου ιστ΄, 10-11) «καὶ τότε θὰ γιορτάζεις τὴν γιορτὴ τῶν ῾Εβδομάδων, τὴν Πεντηκοστή, πρὸς τιμὴ τοῦ Θεοῦ σου. ᾿Ανάλογα μὲ τὶς εὐλογίες ποὺ αὐτὸς θὰ σοῦ δώσει, θὰ φέρεις τὶς προαιρετικὲς προσφορές σου, στὸν τόπο ποὺ αὐτὸς θὰ ἔχει διαλέξει γιὰ νὰ λατρεύεις τὸ ὄνομά του ἐκεῖ. Καὶ θὰ εὐφραίνεσαι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐσύ, οἱ υἱοί σου καὶ οἱ θυγατέρες σου, οἱ δοῦλοι σου καὶ οἱ δοῦλες σου, οἱ Λευίτες ποὺ κατοικοῦν στὶς πόλεις σας, οἱ ξένοι, τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες ποὺ κατοικοῦν ἀνάμεσά σας.
῾Ο Κύριος διαχώρισε τὰ ζῶα σὲ καθαρά “ἐσθιόμενα” καὶ ἀκάθαρτα “μὴ ἐσθιόμενα”. ῾Η ἀπαγόρευσις νὰ μὴ τρῶνε οἱ ᾿Ιουδαῖοι τὰ ἀκάθαρτα ζῶα, ὅπως ἀναφέρεται στὸ 11ο κεφάλαιο τοῦ Λευϊτικοῦ, διατηρεῖ σ᾿ αὐτὸ τὸν σημαντικὸ τομέα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ποὺ εἶναι ἡ τροφή, τὸν σεβασμὸ τῆς κυριαρχίας τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη αὐτὸ τὸν σεβασμὸ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἐξυπηρετεῖ ἡ νηστεία, τὸν τρόπο τῆς ὁποίας συνέστησε ὁ Κύριος στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. «῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί …ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθαίου στ΄, 16-18). ῾Η διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἀπαγορεύσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς νηστείας ποὺ ἔχει ὁρίσει ἡ Καινὴ Διαθήκη εὑρίσκεται στὴν ἑκούσια ἀποδοχή. ῾Η νηστεία ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ὡς ἄσκησις τῆς θελήσεώς του.