Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ Μ Α Ρ Ι Α
ἡ Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ
Οἱ βιβλικές μαρτυρίες περί τῆς Παρθένου Μαρίας
Τὰ περὶ τῆς Μαρίας ὡς τῆς Παρθένου Μητρὸς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος, ὡς Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος, Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. γνωρίζουμε ἀπό τίς λίγες σχετικές μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού παρατηροῦνται ἐν προκειμένῳ κατά τήν ἀνάπτυξη κάποιου ἀπό τά παλαιότερων πρὸς τὰ νεώτερα βιβλία αὐτῆς, τόσον ὡς πρὸς τίς λεπτομέρειες τῶν παρεχομένων πληροφοριῶν ὅσον καὶ ὡς πρὸς τὸ διδόμενον θεολογικὸν νόημα στίς πληροφορίας αὐτές, ὅπως τὸ τελευταῖον τοῦτο συμβαίνει ἰδιαίτερα προκειμένου περὶ τῶν ἀπὸ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ἐκτιθεμένων σχετικῶν περικοπῶν. Περαιτέρω ἡ ὅλῃ περὶ τῆς Μαρίας, τῆς μητρὸς τοῦ Κυρίου, εἰκόνα συμπληρώνεται στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καὶ μέ ἄλλες πληροφορίες πολύ νωρίς, ἀπ’ αὐτῆς ἤδη τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, καὶ μάλιστα στούς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανικοὺς κύκλους ἀπό τό ἄμεσο περιβάλλον τῶν κυριωτέρων τοῦ μεγάλου γεγονότος προσώπων, πού ἐμφανίσθηκαν σχετικά μέ τήν ζώσα παραδόσεως. Ἀπό τήν παράδοση αὐτή ἀρύονται ἄλλωστε, ὑπὸ ὡρισμένες προϋποθέσεις κριτικῆς καὶ θεολογικῆς ἐπεξεργασίας, καὶ αὐτοὶ οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταί, ἰδιαίτερα ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Λουκᾶς καί τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν περὶ τῆς Μαρίας ὡς τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου μεταδιδόμενα θέματα.
Ἀπό τήν ἀρχέγονου παράδοση περιεσώθηκαν στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καὶ ἄλλα στοιχεῖα, ἐκτὸς τῶν διαλαμβανομένων στήν Καινή Διαθήκη, περὶ τῆς Μαρίας, περὶ τοῦ προσώπου, τοῦ βίου καὶ τῆς τελευτῆς αὐτῆς, ὡς ἀπὸ τόν Θεό ἐκλεκτῆς καὶ προωρισμένης γιὰ τὴν κατ᾽ ἐξοχὴν ἐξυπηρέτηση τῶν βουλῶν Αὐτοῦ περὶ τῆς θείας ἐνσαρκώσεως. Τὰ στοιχεῖα αὐτά ἀπαντοῦν κυρίως στά ἀπόκρυφα βιβλία, ἐκκλησιαστικοῦ, δηλαδή ἀντιαιρετικοῦ, χαρακτῆρα βιβλία, ὡς τὸ καλούμενον Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου, πού προέκυψε περὶ τὰ μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος, ἀλλ᾽ ἀπό τήν ἀρχαιότατη παράδοση, κατὰ τὸν πυρῆνα τουλάχιστον ἱστορική, πού περιεσώθηκε ἀπὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος καί ἐμφανίστηκε καί στήν λατινικὴ ἔκφανση τῆς ἀποκρύφου τούτου ἐπεξεργασία (De nativitate Mariae), τὰ εὐαγγέλια τοῦ Ψευδοματθαίου, τοῦ Ψευδοθωμᾶ, τοῦ Ψευδοπέτρου, τὸ ἀραβικὸ εὐαγγέλιο περὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ κ.ἄ. Σ’ αὐτά συγκαταλέγεται καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Δ’ αἰῶνος ἀναφανὲν ἀπόκρυφο, στὴν λατινικὴ Transitatus Mariae (περὶ τῆς Μεταστάσεως τῆς Μαρίας). Ἀπό ὅλα αὐτά ἰδιαίτερη ἐπίδραση στὴν διαμόρφωση τῆς ἑορτολογικῆς, ὑμνολογικῆς καὶ ἄλλης διὰ τῶν καλῶν τεχνῶν ἐκδηλώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως σέ σχέση πρὸς τὴν ἱστορία καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου Μητρὸς τοῦ Κυρίου, ἔχει τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ ᾿Ιακώβου ( κατωτέρω παραπέμπομεν κατὰ τὴν διαίρεση τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κ. Tischendorf, Evangelia apocrypha, Lipsiae MDCCCLIII, κατὰ «πιστὴν ἀνατύπωσιν τοῦ κειμένου τῆς Λειψίας», ἐν ᾿Αθήναις 1959). Αὐτό ἐξιστορεῖ λεπτομερῶς τὰ κατὰ τὴν γέννηση, τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ τὴν νεότητα αὐτῆς, ὅπως καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ὡς ἐκ Παρθένου προέλευση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. ᾿Εχέγγυον περὶ τοῦ ὅτι μέ τό ἀπόκρυφο αὐτό περιεσώθησαν καὶ γνήσια στοιχεῖα τῆς ἀρχεγόνου παραδόσεως ἀποτελεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Διὰ μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων τοῦ Δ΄ καὶ τοῦ Ε΄ αἰῶνος σαφῶς ἐκδηλώθηκε αὐτή ὡς ἐπαγρυπνοῦσα ἐπὶ τῶν ἀποκρύφων καινοδιαθηκικῶν συγγραφῶν καὶ συνιστῶσα προφύλαξη ἀπὸ τῶν δι᾽ αὐτῶν μεταδιδομένων (Κυρίλλ. Ἱεροσολ., ΡG 33, 496. Μεγ. ᾽Αθανασ., ΡG 26, 1436, 1440. Ἱερων., ΡL, 23, 201, 26, 88. Ἰννοκεντ. Α΄, PL, 20, 502). Σεβάσθηκε ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τά προερχόμενα στοιχεῖα περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου, ὡς γνήσια ἀπό αὐτή θεωρηθέντα. Ἀπό αὐτή δε τήν ἐπικύρωση χρησιμοποιήθηκαν αὐτά στήν ἐκκλησιαστική ζωή κατὰ τὴν διαμόρφωση τῶν συναφῶν ἑορτολογικῶν, ὑμνολογικῶν καὶ ἄλλων σχετικῶν πρακτικῶν, ἐποικοδομητικῶν, ἐκδηλώσεων τῆς εὐσεβείας (βλ. ἐπὶ παραδείγματι τοιαύτην χρησιμοποίηση στοιχείων στόν Γρηγόριου Νύσσης, Λόγον εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1137-1140). ᾿Αντιθέτως, τὰ στοιχεῖα πού ἀποβλέπουν στὴν ἐπὶ τὸ ὑπερβολικώτερο ἔξαρση καὶ τὸ ἐντυπωσιακὸ γενικῶς, ὅπως ἐκεῖνο περὶ τῆς ἐπιβεβαιώσεως τῆς μετὰ τὸν θεῖον τόκο παρθενίας τῆς Μαρίας «διὰ τῆς ὑπὸ τῆς μαίας ἐπιψαύσεως» (Πρωτευαγγ. Ἰακ., κεφ. ΧΧ, Ι, περισωζόμενο καὶ στόν Κλήμεντα ᾿Αλεξανδρέα, Στρωμ. Ζ΄, ΧVΙ, ΒΕΠ, Η΄, 291), ἐπεσημάνθηκαν ἔγκαιρα καὶ ἐξωστρακίσθηκαν τελικῶς τῆς δογματικῆς καὶ ἄλλης συναφοῦς διαμορφώσεως ὡς ἀπαράδεκτα.
Οἱ ἀρχαιότερες μαρτυρίες στήν Καινή Διαθήκη περὶ τῆς κατὰ σάρκα προελεύσεως τοῦ Κυρίου, συνεπῶς δὲ καὶ περὶ τῆς «ἐκ γυναικὸς» μητρότητος αὐτοῦ, εἶναι οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλάτ, δ΄ 4 καὶ ἐν Ρωμ. θ΄ 5). Καὶ δὲν ἀναφέρεται μὲν σ’ αὐτά τὸ ὄνομα τῆς μητρός, τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζεται νά γνωρίζει γενικώτερα τὰ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν καλουμένων ἀδελφῶν αὐτοῦ (Κορ. θ΄ 5, Γαλάτ. α΄ 19) καθιστᾶ εὔλογο τὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτός θὰ ἐγνώριζε ἐγγύτερα καὶ τὰ κατὰ τὸ πρόσωπον, συνεπῶς δὲ καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ σημασία ἄλλωστε τῶν μαρτυριῶν τούτων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, εἰδικά στό Γαλάτας δ΄ 4, δὲν ἔγκειται τόσον στὴν δι᾽ αὐτῶν ἀρχαιοτάτη ἐπαλήθευση τῆς περὶ τῆς μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ ὡς ἱστορικοῦ προσώπου πεποιθήσεως, ὅσον στὴν ἤδη δι᾽ αὐτῶν ἐκφαινομένη βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἐξ ἀνθρώπων μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐξαιρουμένη κατὰ τὴν μοναδικότητα αὐτῆς σέ σχέση πρὸς τὸ ὑπόλοιπο ἀνθρώπινον γένος, ἀπό τό ὁποῖο πάντως προέρχεται, καὶ εἰδικώτερα σέ σχέση πρὸς τὴν γενεὰ τοῦ Ἰησοῦ (τοὺς «Πατέρας» τοῦ Ῥωμ. η΄ 5), ἀνάγεται σέ οὐσιώδη παράγοντα τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ σωτηριώδους σχεδίου τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς θείας ἐναθρωπήσεως, σέ ἀναφορά ἀσφαλῶς καὶ πρὸς τὰ συναφῶς προεπισημαινόμενα στήν Γένεση γ΄ 15.
Ἐκ τῆς προϊστορίας τῆς Μαρίας, πρὸ τῆς συγκεκριμένης κλήσεως στὴν θεία μητρότητα καὶ ἀναδείξεως αὐτῆς, περισώζονται στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, κατὰ τὴν προμνημονευθεῖσα ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου συναφῆ ἀποτύπωση, τὰ ἑπόμενα στοιχεῖα:
ὅτι αὐτή γεννήθηκε ἐκ πρώην στείρων εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης, κατοικούντων, κατὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ψευδοματθαίου (κεφ. 1, στ. 1, κατὰ τὴν ἴδια ὡς ἀνωτέρω ἔκδοση τοῦ Tischendorf) στήν Ἱερουσαλήμ, τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως τῆς Μαρίας πού δέν κατονομάζεται πάντως στό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου (ἄλλες παραδόσεις φέρουν αὐτὴν ὡς γεννηθεῖσα στή Ναζαρὲτ ἢ στήν παρακειμένη Σεπφωρίδι)·
ὅτι, ὡς ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν ἐλεηθέντων διὰ τῆς γεννήσεως αὐτῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ, κατόπιν τῶν προσευχῶν τους, γονέων της καὶ σέ ἐκπλήρωση σχετικῆς ὑποσχέσεως αὐτῶν πρὸς τὸν Θεό, φέρεται καὶ παραδίδεται αὐτή κατὰ τὸ τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της στὸν Ναόν τῶν Ἱεροσολύμων, ἐντὸς τοῦ ὁποίου καὶ παραμένει ἐπὶ ἀρκετὰ ἔτη ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τῶν ἱερέων τοῦ Ναοῦ·
ὅτι κατὰ τὸ δωδέκατο ἔτος τῆς ἡλικίας της παραδίδεται αὐτή, μέ τήν φροντίδα τοῦ ἀρχιερέως Ζαχαρία, στόν Ἰωσήφ, οἰκοδόμο στὸ ἐπάγγελμα, ἀπό τήν ράβδο τοῦ ὁποίου, «ἐξῆλθε περιστερὰ καὶ ἐπετάσθη ἐπὶ τὴν κεφαλὴν» αὐτοῦ (ΙΧ, 1) καὶ ὁ ὁποῖος ἔτσι ἀνεγνωρίσθηκε ὡς ὁ ἐκλεκτός, γιά νά λάβῃ αὐτή ὑπὸ τὴν προστασία του, ὅπως αὐτός καὶ τὴν «παρέλαβεν εἰς τήρησιν ἑαυτῷ», δηλαδή τὴν μνηστεύθηκε. Ὅλα αὐτά παρουσίασε βεβαίως ἐπὶ τὸ εὐλαβέστερον ἡ ἀνεπτυγμένη, ἀπό τόν ἀρχέγονο πυρῆνα, παράδοση, εἰδικά τὴν παραμονὴν στό Ναό καὶ τὴν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδο, τά ὁποῖα παρουσιάζονται ἔτσι καὶ ὡς πρωτοφανῆ, διότι, πράγματι, εἴσοδος καὶ παραμονὴ στὸν Ναό, καὶ δὴ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, θήλεος πουθενά δέν μαρτυρεῖται στήν ἰσραηλιτική παράδοση. Ἡ περὶ τῆς Μαρίας ἀνεπτυγμένη παράδοση ἐκπροσωπεῖται ὑπὸ τῶν διαμορφωτῶν κατὰ καιροὺς τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου σέ συνάρτηση πάντοτε πρὸς τὴν πρόθεση καὶ τὴν δυνατότητα τοῦ ἀρχικοῦ συγγραφέως (καταγραφέως τῶν διηγήσεων), ὅπως τὰ ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀπό προφορικές ἀσφαλῶς διηγήσεις περισωζόμενα νά μὴ ἀλλοιώνουν στὰ οὐσιώδη τὸν πυρῆνα τους γεγονότα.
Τὰ κατὰ τὴν Μαρίαν ὡς τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου γνωρίζουμε κυρίως ἀπό τούς δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές Ματθαῖο καὶ Λουκᾶ καὶ δὴ ἀπό τήν ἐξιστορησή τους κατὰ τὴν γέννηση, τὴν βρεφικὴ περίοδο καὶ τὴν πρώτη παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἰησοῦ, ὡς καὶ ἐξ ἄλλων πληροφοριῶν τῶν ἰδίων εὐαγγελιστῶν καὶ τῶν εὐαγγελιστῶν Μάρκου καὶ Ἰωάννου, πού ἀναφέρουν σποραδικές περιπτώσεις ἐμφανίσεως τῆς Μαρίας κατὰ τὴν δημοσία δράση τοῦ Κυρίου, συμπεριλαμβαναμένου καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου αὐτοῦ. Τέλος κατὰ τὸ Πράξεων α΄ 14 ἡ ἐμβρυώδης Ἐκκλησία πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, διαμορφωμένη ἤδη διὰ τοῦ δεσμοῦ τῆς κοινῆς προσευχῆς σέ κοινωνία ἐλπίδος καὶ ἀγάπης, ἀναμένει τὴν ὁριστικὴν λήψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ». Ἡ ρητὴ αὐτή, μετὰ τοῦ ὀνόματος, μνεία ὑποδηλώνει ἀσφαλῶς τὴν διάκριση καὶ τὴν τιμή, τῆς ὁποίας ἡ Μαρία, ὡς μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἀπέλαυσε στήν ἀρχέγονη ἐκείνῃ μορφή τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ὁποία τιμὴ συνεχίζεται ἀκολούθως ἀποδιδομένη σ’ αὐτὴ καὶ σέ ὅλη τήν καθολικὴ ἀναπτυσσομένη Ἐκκλησία τῆς ἀμέσου ἀποστολικῆς καὶ μεταποστολικῆς περιόδου.
Ἡ ἱστορικότητα τῶν πληροφοριῶν τῶν συνοπτικῶν εὐαγγελιστῶν Ματθαίου (α΄ 18, β΄ 23) καὶ Λουκᾶ (α΄ 26-β΄ 52) περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς προερχομένου ἐκ Μαρίας τῆς μητέρας αὐτοῦ θαυμαστῶς, διασφαλίζεται γιὰ τὸν πιστεύοντα ἐξ αὐτῆς ταύτης ἤδη τῆς πίστεως στὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ θαυμαστῶς πραγματοποιουμένου μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας γιά τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ὡς τοῦ Μεσσίου-Χριστοῦ. Τοῦτο ἀκριβῶς τὸ μυστήριο ἐξυπηρετοῦν στήν κατανόησή του ἀπό τούς ἀνθρώπους καὶ ὡς ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ ἐπικάρπωσή του, τὰ ἐπισυμβαίνοντα θαυμαστὰ ἢ «μεγαλεῖα» περὶ τὸ βρέφος Ἰησοῦ καὶ τά σχετικά μέ τό ἄμεσο αὐτοῦ περιβάλλον. Τούτων τῶν θαυμαστῶν γεγονότων λαμβάνει πεῖρα πρώτη, προσδιοριζομένη βαθμηδὸν ὑπ᾽ αὐτῶν στὴν ὅλη περαιτέρω ἔναντι τοῦ μυστηρίου τούτου στάση της, ἡ ἀμέσως ἐξ ἀνθρώπων ἐξυπηρετήσασα (Παρθένος Μαρία) αὐτὸ μέ τήν προσφορά τῆς μητρότητος στὸν σαρκούμενο καὶ ὡς ἄνθρωπον ἀσθενῆ (βρέφος) ἐκδηλούμενο θεῖο πρωταγωνιστή του. ᾿Αλλὰ τοῦτο δὲν ἄγει ἀναγκαστικῶς καὶ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Μαρία ἦταν σέ θέση νὰ συλλάβει ἐξ ἀρχῆς καὶ τὸ πλῆρες νόημα τῶν συμβαινόντων περὶ αὐτὴν καὶ τὸν προελθόντα ἐξ αὐτῆς. ᾿Αμφισβήτηση λοιπὸν τῆς ἱστορικότητος τῶν ἐξιστορουμένων ἀπό τούς εὐαγγελιστές Ματθαῖο καὶ Λουκᾶ περὶ τῆς Μαρίας καὶ τῆς θείας μητρότητος αὐτῆς γιὰ τὸν λόγον τοῦ συνδυασμοῦ αὐτῶν μετὰ θαυμάτων δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ἰσχὺ γιὰ τὸν πιστεύοντα χριστιανό. Ἄλλωστε τὰ παρουσιαζόμενα θαύματα στά εὐαγγέλια αὐτά εἶναι, καταφανέστατα, οὐσιωδῶς διάφορα κατὰ τὴν φύση τους καὶ τὴν μορφή τους ἀπό ἐκεῖνα τά «θαύματα», μετὰ τῶν ὁποίων παρουσιάζονται συνυφαινόμεναι οἱ γεννήσεις καὶ οἱ προβολές «θεοτήτων» τοῦ μύθου καὶ τῆς φαντασίας.
Ἐκτὸς τῆς ἐπὶ τῆς γενικῆς χριστιανικῆς κοσμοθεωρητικῆς προϋποθέσεως, πού στηρίζεται στήν δυνατότητα καὶ πραγματικότητα τοῦ θαύματος σέ συνάρτηση πρὸς ἅπαντα τὰ συντελούμενα κατὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, καί τὴν ἱστορικότητα τῶν θαυμαστῶς περὶ τῶν ἐπισυμβάντων τὴν Παρθένο Μαρία ὡς μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος καὶ νηπιάσαντος λυτρωτοῦ, διασφαλίζει καὶ προσεκτικὴ φιλολογικὴ καὶ ἄλλη συναφὴς διερεύνηση τῶν σχετικῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν. Περὶ τῶν δύο συνοπτικῶν Ματθαίου καὶ Λουκᾶ τυγχάνει πράγματι ἀνεγνωρισμένο, ὅτι αὐτοί στὸ ἔργο τους ἐκδηλώνουν πρόθεση, καὶ ἀναμφισβήτητη συνάμα ἱκανότητα, ὅπως τὰ κατὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν γενικῶς, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο , νά παρουσιάσουν κατὰ κύριον λόγον ἱστορικῶς, δηλαδή κατὰ τὴν πραγματική ἀπεικόνιση αὐτῶν στήν συγκεκριμένῃ τοπική καὶ χρονική ἐκδηλωσή τους, πού ἐπαληθεύεται ἔτσι καὶ ἐκ τοῦ ὅλου συναπεικονιζομένου περιβάλλοντος.
Ἀπό τόν γενικώτερο χαρακτῆρα τῶν δύο συνοπτικῶν εὐαγγελικῶν συγγραφῶν δὲν δύναται νὰ ἐξαιρεθεῖ ἡ συμπεριλαμβανομένη σ’ αὐτές ἱστορία τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐκτίθεται σέ συνάρτηση μέ τὴν μητέρα αὐτοῦ. Στίς σχετικές διηγήσεις τῶν δύο τούτων εὐαγγελιστῶν δύναται πράγματι ὁ ἀπροκατάληπτος παρατηρητὴς νὰ διαπιστώσει κατάδηλη παλαιστινὴ τοπικὴ ἀπόχρωση, παλαιοϊουδαϊκὰ χαρακτηριστικά, ἁπλότητα καὶ φυσικότητα ἐκθέσεως, ἀμεσότητα περιγραφῆς καὶ ἀποτυπώσεως γεγονότων, ὀργανικὴ συσχέτιση αὐτῶν πρὸς βασικὴ παραδεδομένη ἰδεολογίαν. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διακρίνεται γιὰ τὴν πυκνὴν ἀπό αὐτόν ὑπόμνηση ὅτι διὰ τῶν συμβαινόντων πληροῦνται προφητεῖαι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (α΄ 23: β΄ 6' 15: 17-18' 23). Ἐνῶ στόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ μόνο γενικώτερα ὑπεμφαίνεται διὰ τῶν λόγων τοῦ Ἀγγέλου κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸν (α΄ 32-33 καὶ 35), ὅτι διὰ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας της θὰ ἐπαληθευθοῦν παλαιοδιαθηκικὰ ἀγαθά, θὰ πληρωθοῦν μεσσιανικές ἐπαγγελίες ὡς ἐσχατολογικές προσδοκίες (πρβλ. παρὰ τῷ αὐτῷ Λουκᾶ καὶ τοὺς ὕμνους α΄ 46-55. 68-79. β΄ 29.33). Καί στούς δύο εὐαγγελιστές διαπιστώνεται εὔκολα ὅτι καμμία ἰδιαίτερη προσπάθεια καταβάλλεται ἀπό αὐτούς, ὅπως τὰ ἐξιστορούμενα περιβληθοῦν τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν καταπλήσσουσα ἐκείνη μεγαλοπρέπεια, τὴν συνοδεύουσαν συνήθως τίς ἀνακυκλούμενες φαντασιοπληξίες στὴν σφαῖρα τοῦ θρύλου καὶ τοῦ μύθου καὶ τὴν ἀποσκοποῦσα στὴν κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιβολὴ αὐτῶν πρὸς ἐξυπηρέτηση ἐπιδιωκομένων σκοπῶν. Στὴν τελευταίαν αὐτή κατηγορία ἐμπίπτουν καὶ αὐτὰ τὰ ὑπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποκρουσθέντα καὶ ἀποκλεισθέντα ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. ᾿Αξιοπαρατήρητη τυγχάνει ἡ φυσικότητα καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς περιγραφῆς τους κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ αὐτά στὸ γυμνὸ περιβάλλο τῆς πτωχείας, τῆς ἀθλιότητος, ἐξ ἐπόψεως ἐξωτερικῶν συνθηκῶν, πραγματοποιήσεώς τους. Τοῦτο ἰσχύει καὶ γι᾽ αὐτές τίς σκηνές τῆς ἀναζητήσεως καὶ προσκυνήσεως ἀπὸ τούς Μάγους τοῦ «παιδίου», ἔνθα βεβαίως οἱ Μάγοι δὲν παρουσιάζονται ὡς μεγαλοπρεπεῖς ἡγεμόνες ἢ βασιλεῖς, ὅπως αὐτό ἐπισυμβαίνει στὸν μεταγενέστερο, δυτικὸ ἰδίως, θρῦλο. Τίς σκηνές ἄλλωστε αὐτές συνοδεύει ἄμεσος φοβερὸς κίνδυνος καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ παιδίου καὶ ἀναγκαστικὴ ἀνάληψη φυγῆς αὐτοῦ καὶ τῆς μητέρας του πρὸς σωτηρία, ὑπὸ δυσκολώτατες ἀσφαλῶς συνθῆκες πραγμαποποιήσεως καὶ εὐτυχοῦς ἐκβάσεως αὐτῆς. Ἐξ ἄλλου ἀληθὲς τυγχάνει ὅτι στίς σχετικές, ἐμφανῶς πλουσιώτερες καὶ πλαστικώτερες, διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ἐκδηλώσεως τῶν περιστατικῶν παρουσιάζεται καθαρώερη καὶ ἠρεμώτερη, ἑορταστικὴ καὶ λειτουργική, καί διακεκοσμημένη διὰ λειτουργικῶν, ὑμνολογικῶν καὶ ἄλλων συναφῶν, σέ γνήσιο παλαιοδιαθηκικὸ ὕφος καὶ πνεῦμα συντεθειμένων στοιχείων. Τοῦτο μαρτυρεῖ ἀκριβῶς περὶ τῆς γνησιότητος τῆς πηγῆς, ἀπό τήν ὁποια ὁ Λουκᾶς παραλαμβάνει τίς πληροφορίες του, καὶ περὶ τῆς πιστότητος μετὰ τῆς ὁποίας αὐτός χρησιμοποιεῖ τὰ παραληφθέντα. Ἡ πηγὴ τοῦ Λουκᾶ προέρχεται προφανῶς ἐκ περιβάλλοντος ἱερατικοῦ. Ἡ ὅλη δομή, τὸ γλωσσικὸ ὕφος καὶ ὁ ρυθμὸς ἀκόμη τῶν σχετικῶν διηγήσεων στό εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ἀναγνωρίζονται ὡς μαρτυροῦντα ὅτι οἱ διηγήσεις αὐτές προέρχονται ἐξ ἀρχαίας γαλιλαιακῆς παραδόσεως. Ὑπάρχοντα ἀρχικῶς τὰ δύο πρῶτα κεφάλαια τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ στήν ἑβραϊκὴ γλῶσσα καταγεγραμμένα, πρέπει νὰ εἶχαν μεταφρασθεῖ νωρὶς στὴν ἑλληνικὴ ἀπό ἐξ Ἰουδαίων χριστιανό, ἐξοικειωμένου μετὰ τοῦ γλωσσικοῦ ὕφους καὶ τοῦ πνεύματος τῆς μεταφράσεως τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄). Τό ὕφος αὐτό σαφῶς διακρινόμενο καὶ κατὰ τὴν χρησιμοποίηση τῆς ἐν λόγῳ πηγῆς ἀπό τό Λουκᾶ (ἰδιαιτέρως στούς σ’ αὐτό περιλαμβανομένους ὕμνους, α΄ 46-55: 68-79: β΄ 29-32), ἐνῶ αὐτός κατὰ τὰ ἄλλα σχετικῶς ἑλληνίζει. Τὰ διαδραματιζόμενα στίς διηγήσεις στηρίζονται καὶ κινοῦνται ἐπὶ τοῦ ὑποβάθρου τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἐκδηλώσεως. Ὁ καταγραφέας τους ὑπῆρξε πρόσωπο πού ζοῦσε ὁλοκληρωτικά στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας στό Ναό καὶ προϋπόθετε νά γνωρίζει ὁμοίως καλά τὰ σχετικά μέ τήν λατρεία αὐτή. Τοῦτο καταδεικνύει πράγματι ἡ πλαστικὴ ἀποτύπωση ἱερατικῆς εὐσεβείας, στήν οἰκία τοῦ Ζαχαρίου γιά παράδειγμα (Λουκ. α΄ 5-80) καὶ γενικώτερα ἡ ἀκριβολόγος περιγραφὴ ἰουδαϊκῆς μορφῆς βίου κατὰ τὴν περιτομή τοῦ παιδίου (β΄ 21), τὴν παράστασιν στό Ναό, τήν ὑπαπαντή (β΄ 22-39) καὶ τὴν μετάβαση στό Ναὸ (β΄ 41-52). Θὰ ἦτο συνεπῶς ὁ καταγραφέας τῶν διηγήσεων αὐτῶν ἱερέας στό Ναό, ὅπως ὁμοίως τέτοιος ἱερέας πρέπει νὰ ὑπῆρξε καὶ ὁ μεταφραστής. Μετ᾿ ἀποχρῶντος λοιπὸν λόγου οἱ ἱερεῖς αὐτοί ἀναζητοῦνται μεταξὺ τῶν ἱερέων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸ χωρίο τοῦ Λουκᾶ στίς Πράξεις στ΄ 7 προσῆλθαν νωρὶς στὴν «νέαν πίστιν». Ἀπό τέτοιους ἱερεῖς, φαίνεται, νά ἔλαβε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τίς διηγήσεις περὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ μετὰ τῶν συναφῶν πληροφοριῶν περὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καί χρησιμοποίησε αὐτές στήν βεβαιότητα περὶ τῆς ἀξιοπιστίας αὐτῶν ὡς πρὸς τὰ γενικὰ καὶ μόνον σέ ὡρισμένες διασαφήσεις ἢ πληροφοριακές ἐπεξεργασίες προέβη ὁ ἴδιος, ὡς ἐπὶ παραδείγματι στὴν ἐμφανῆ ἐκείνη ἐπεξήγηση στό β΄ 2 τοῦ εὐαγγελίου περὶ τῆς ἀπογραφῆς, ὅτι πρόκειται περὶ τῆς πρώτης ἀπογραφῆς τῆς γενομένης «ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου», ἐφ᾽ ὅσον φαίνεται (ἐκ τοῦ Ἰωσήπου καὶ ἐκ τῆς λεγομένης ἐπιγραφῆς τοῦ Tivoli), ὅτι ἐπὶ Κυρηνίου, δὶς ἡγεμονεύσαντος, ἔγινε, καὶ δεύτερη ἀπογραφή. Ὅτι δὲ οἱ γραπτῶς ἤ καὶ προφορικῶς μεταδώσαντες στὸν Λουκᾶ τίς σχετικές διηγήσεις ἱερεῖς ἄκουσαν αὐτές ἐκ πρώτου στόματος καὶ ἀπό τήν ἴδια τήν Μαρία, μετὰ τοῦ ἱερατικοῦ περιβάλλοντος ἐξοικειωμένης, εἶναι κατὰ τὰ ἀνωτέρω πιθανώτατο καὶ λογικώτατο. Ἔτσι δὲ λογικώτατο εἶναι, ἐκ τῆς πλευρᾶς τῆς πίστεως καὶ ἐκ τῶν διακριβώσεων τῆς ἀπροκαταλήπτου κριτικῆς ἀναλύσεως, καὶ τὸ συμπέρασμα ὅτι τά ἀπό τόν Λουκᾶ περὶ τῆς Μαρίας ἐκτιθέμενα συντελεσθέντα γεγονότα τυγχάνουν ἱστορικά, θαυμαστὰ κατὰ τὸν ἰδιάζοντα σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα καὶ σκοπό.
Τέλος δὲν τυγχάνει ἄσκοπη καὶ ἡ ὑπόμνηση στήν παρούσα συνάφεια ὅτι τὰ περὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ, μετὰ τῶν περὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐξιστορούμενα γεγονότα χωρίζονται ἀπὸ τῆς καταγραφῆς τους στὰ εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Λουκᾶ διὰ τῆς χρονικῆς ἀποστάσεως δύο ἀνθρωπίνων γενεῶν, ἐνῶ τὰ περιστατικὰ ἀπό τόν δημόσιο βίο τοῦ Κυρίου ἀπέχουν ἀπὸ τῆς ἐκθέσεώ τους στὰ εὐαγγέλια κατὰ μίαν μόνον. Ἔτσι τὰ τελευταῖα αὐτά περιστατικὰ εὑρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀκριβέστερο ἔλεγχο τῶν ἱερῶν - συγγραφέων, καί προσφέρονται καὶ ἀπό ἀμεσότερη γνώση σ’ αὐτούς, ἀποβλέποντας ἄλλωστε μέ τίς συγγραφές τους στὴν κατὰ πρῶτον λόγον προβολὴ τῶν γεγονότων ἀπό τόν δημόσιο βίο τοῦ Κυρίου, τῆς διδασκαλίας, τῆς θαυματουργίας, τοῦ πάθους καὶ τῆς ᾿Αναστάσεως, σάν τούς κύριους ἀπολυτρωτικούς ἢ γενικώτερα σωτηριολογικούς συντελεστές.
Κατὰ τίς προϋποθέσεις αὐτές, ἀπό τίς σποραδικές πληροφορίες στήν Καινή Διαθήκῃ περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, προκύπτει ἡ ἑπομένη βιογραφικὴ εἰκόνα τῆς Μαρίας, ἀπὸ τῆς νεανικῆς πλέον ἡλικίας της, ἀπὸ τῆς ὁποίας αὐτή ἐμφανίζεται ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Ἀπό τήν κατὰ κοινή βάση ἀπὸ τόν Ματθαῖο καὶ τόν Λουκᾶ παρεχομένης ἐξιστορήσεως τῶν γεγονότων κατὰ τὴν γέννηση καὶ τὴν πρώτη ἡλικία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρὰ καὶ τίς ἰδιαίτερες πληροφορίες, τίς ὁποῖες συναφῶς παρέχει καθένας ἀπό τούς ἱερούς εὐαγγελιστές, μαρτυρεῖται ὅτι ἡ Μαρία, νεαρὰ κόρη, «παρθένος», εὑρίσκετο σέ σχέση μνηστείας πρὸς τὸν Δαβιδίδην Ἰωσὴφ (Ματθ. α΄ 16, 20: Λουκ. α΄ 27). Προκειμένου περὶ τοῦ περιεχομένου προσδιορισμοῦ στό Λουκ. α΄ 27 «ἐξ οἴκου Δαβίδ», πρέπει νὰ παρατηρηθοῦν τά ἑξῆς. Ἄν ὁ προσδιορισμὸς αὐτός θεωρηθῇ ὡς παράθεση στὸ ἀμέσως προηγούμενο «ἀνδρὶ ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ», τότε μέ αὐτό μαρτυρεῖται ἡ καὶ ἐκ τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου τοῦ Ματθαίου γνωστὴ δαβιδικὴ προέλευση τοῦ Ἰωσήφ. Ἂν ὅμως τὸ «ἐξ οἴκου Δαβὶδ» συσχετισθεῖ πρὸς τὸ κυρίως προσδιοριζόμενο στό στίχο αὐτό πρόσωπο, πρός τὴν «παρθένον, ἐμνηστευμένην», πρὸς τὴν ὁποία ἀπεστάλη ὁ Ἄγγελος (τοῦ περὶ τοῦ «ἀνδρὸς» προσδιορισμοῦ θεωρουμένου ὡς λήγοντος μέ τήν παράθεση τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ «Ἰωσήφ»), τότε δικαιώνονται οἱ θεωροῦντες καὶ τὴν Μαρία ὡς δαβιδικῆς προελεύσεως ἤδη κατὰ τὴν πληροφορία αὐτή τοῦ Λουκᾶ. Ἡ δαβιδικὴ πάντως καταγωγὴ καὶ τῆς Μαρίας, ὑπεμφαινομένη, ἐμμέσως τουλάχιστον, καὶ ἀλλοῦ στήν Καινή Διαθήκη (Λουκ. α΄ 32’ β΄ 4-5: Ῥωμ. α΄ 3), θεωρεῖται ὡς ἀπαρασαλεύτως βεβαία στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν μέσων τῆς Β’ ἑκατονταετίας (Πρωτευααγγ. Ἰακώβ. 10, 1. Ἰουστ. Α΄, ᾿Απολογ. 32, 14: Διάλογ. Πρὸς Τρύφ. 43, 1 45, 3 100, 2. 120: Εἰρην. Ἔλεγχ. Ψευδ. Γν. ΙΙΙ, 21, 5. ΙΙΙ, 26, 1: Τερτυλλ., Adv. Marc. III. 17. De carn. Christi , 22. Πρβλ. καὶ Oscar Culmann, Die ersten Glaubensbekentisse, Theologische Studien, Heft 15 Ζurich 1943, σ. 50, σημ. 8
Μεμνηστευμένη ἡ Μαρία μετὰ τοῦ Ἰωσὴφ κατοικεῖ στη Ναζαρέτ, χωρίς νὰ ἔχει ἀκόμη ὁδηγηθεῖ ὡς σύζυγος στὸν οἶκο, στὸν ὁποῖο παρέμενεν ὁ Ἰωσὴφ μετὰ τῶν τέκνων του, ἀρρένων καὶ θηλέων, ἀπό τόν πρῶτο γάμο του (κατὰ τὰ παραδιδόμενα στά Πρωτευαγγ. τοῦ Ἰακώβου) τά ὁποῖα ἀργότερα ἀπό τήν κοινή γνώμη τοῦ περιβάλλοντος τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ ἐκλήφθηκαν ὡς «ἀδελφοί» (ἀρσεν. καὶ θηλ.) αὐτοῦ. Τὴν ὑποκειμενικὴ αὐτή ἀντίληψη τοῦ πλήθους χρησιμοποιοῦν καὶ αὑτοὶ οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταὶ κατὰ τὴν ἀποτύπωσιν ἀπ᾽ αὐτούς τῆς λίαν ἄλλωστε σποραδικῆς ἐμφανίσεως τῶν «ἀδελφῶν» αὐτῶν κατὰ τὴν δημοσία δράση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι γίνεται λόγος ἀπὸ τούς εὐαγγελιστές γενικώτερα περὶ τῆς «οἰκογενείας» τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή τοῦ «πατρὸς» του Ἰωσήφ, τῆς «μητρὸς» του Μαρίας, τῶν «ἀδελφῶν» (ἀρσεν.) καὶ τῶν «ἀδελφῶν» θηλ.) του (Λουκ. δ΄ 22, γ΄ 49: Μάρκ. στ΄ 3: Ματθ. ιγ΄ 55-56. Μάρκ. γ᾽ 31-33. Ματθ. ιβ΄ 46-47. Λουκ. η΄ 19-20. Ἰω. α' 45. Πρβλ. καὶ Ἰω. β΄ 12). Ὅτι οἱ ἱεροὶ εὐαγγελισταὶ ἀρκοῦνται ἁπλῶς στὴν κατὰ τὴν κοινή, τὴν μὴ ἀκριβολογοῦσα, ἀντίληψη τοῦ πλήθους παράθεση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν τῆς «οἰκογενείας» τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ παρεμβάλλουν καὶ τὴν δική τους βεβαία γνώση περὶ τοῦ ποιά ἦταν ἀκριβῶς ἡ πραγματικὴ πρὸς αὑτὸν σχέση τῆς μητρότητος τῆς Μαρίας, τῆς πατρότητος τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς ἀδελφότητος τῶν ἐνίοτε κατονομαζομένων, ἄλλοτε δὲ περιληπτικῶς ἀναφερομένων «ἀδελφῶν» (ἀρσεν. καὶ θηλ.) τοῦ Ἰησοῦ, καταφαίνεται καὶ ἀπό τό γεγονός ὅτι στό Μάρκ. στ΄ 3 «Μαρία», τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίζεται ὡς «υἱός», δὲν εἶναι ἡ πραγματικὴ αὐτοῦ μητέρα, ἡ παρθένος Μαρία. Ἡ ἐνταῦθα, στό Μάρκ. στ΄ 3, Μαρία πρέπει νὰ εἶναι ἄλλη Μαρία, πιθανώτατα ἡ κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ιθ΄ 25. Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ (σύζυγος ἢ θυγάτηρ τούτου, ἀπροσδιόριστο, μᾶλλον θυγάτηρ), ἀδελφοῦ (κατὰ Εὐσεβ., Ἐκκλ. Ἱστορ. ΙΙΙ, 11) τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, ἡ ἀναφερομένη ἀλλοῦ ἀπὸ τούς συνοπτικούς κατὰ ποικιλία σχετικῶν προσδιορισμῶν, ὡς «Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆτος μήτηρ» ἢ «ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ» ἢ «ἡ ἄλλη Μαρία» ἢ «Μαρία ἡ Ἰακώβου» (Μάρκ. ιε΄ 40. Ματθ. κζ΄ 56. 61: Λουκ. κδ΄ 10). ᾿Επικρατέστερος πάντως τυγχάνει ὁ προσδιορισμὸς τῆς ἄλλης ταύτης Μαρίας ὡς μητέρας τῶν Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆτος, τῶν ὁποίων (ὡς καὶ τῶν Ἰούδα καὶ Σίμωνος) λέγεται καὶ στὸ ἐν λόγῳ χωρίο, Μάρκ. στ΄ 3, ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ «υἱὸς» τῆς ἐνταῦθα «Μαρίας», τύγχανε «ἀδελφός», τῶν τέκνων δηλ. τῆς ἄλλης ἐκείνης Μαρίας, πρὸς τὴν ὁποία συγχέεται ἐδῶ προφανῶς ἀπὸ τήν κοινή γνώμη (ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπαναλαμβάνει κατὰ λέξη, τί ἔλεγε τὸ πλῆθος) ἡ πραγματικὴ μητέρα αὐτοῦ, ἡ Παρθένος Μαρία.
Πρὶν λοιπὸν ἡ Παρθένος Μαρία μεταφερθεῖ ἀπὸ τόν Ἰωσὴφ στὸν συζυγικὸ οἶκο, δηλαδή ὡς μνηστὴ του, δέχεται στή Ναζαρὲτ τὸ θεῖο εὐαγγελισμό πού περιγράφεται ἀπὸ τόν Λουκᾶ λεπτομερῶς (α᾽ 26-38) σέ ἀναπαράσταση τῆς ἀθωότητος καὶ ἁγνότητος πού δέχεται τὴν ἀπροσδόκητη ἐπίσκεψη παρθένου καὶ σέ ἱεροπρεπῆ ἐμφάνιση τῆς ὅλης σκηνοθεσίας, ἐντὸς τῆς ὁποίας τὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς συντελεῖται. Ἀπό τόν ἄγγελο προσαγορεύεται αὐτή, διὰ χαιρετισμοῦ, ὡς «κεχαριτωμένη», μετὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος εἶναι συνδεδεμένος. Καθησυχάζεται γιὰ τὰ ἀπροόπτως θαυμαστὰ συμβαίνοντα σ’ αὐτὴν, διότι, ὡς εὑροῦσα χάρη παρὰ τῷ Θεῷ θ᾽ ἀποβῇ μητέρα υἱοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ ὀνομασθῇ Ἰησοῦς (α΄ 30-31). Αὐτός θὰ κληθεῖ, δηλαδή θ᾽ ἀναγνωρισθεῖ, «υἱὸς ὑψίστου», καταλαμβάνοντας, σέ ἐπιβεβαίωση τῆς πραγματικῆς θείας του, ὡς υἱοῦ, καταγωγῆς καὶ ἰδιότητος, τὸν «θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» καὶ «κυριαρχῶν ἐπὶ τοῦ οἴκου Ἰακὼβ ὡς ἀτελεύτητος βασιλεὺς» (α΄ 32-33). Ἡ σύλληψη τοῦ παιδίου αὐτοῦ θὰ συντελεσθεῖ δι᾽ ἐπιλεύσεως «πνεύματος ἁγίου» καὶ δι᾽ ἐπισκιάσεως ἀπό τήν δύναμη τοῦ ὑψίστου (α΄ 35β).
Συνεπῶς ἡ ἀποτολμηθεῖσα ἔνσταση τῆς Μαρίας, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπισυμβεῖ σ’ αὐτὴ σύλληψη ἐνῶ εἶναι «ἀπείρανδρος» (α΄ 34), καταπίπτει. Τὸ ἐξ αὐτῆς γεννώμενο θὰ ἀνήκει ὁλοκληρωτικῶς στὴν θεία, τὴν ὑπερφυσική, τάξη θὰ κληθῇ «ἅγιον», θὰ εἶναι «υἱὸς Θεοῦ» (α΄ 35β). Ἡ Μαρία διαβεβαιώνεται τελικῶς ὅτι παρὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ποόυ ἐπιτελεῖ καὶ ἄλλα συναφῆ θαυμαστά, θ᾽ ἀποβεῖ ὄργανο τῶν βουλῶν τοῦ ὑψίστου καὶ ἐκδηλώνει προθυμία ὑποταγῆς στὴν θείαν προσταγὴν τῆς μεταδοθείσης διὰ τοῦ ἀγγέλου (α΄ 37-38).
Ἀπὸ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο περισώζονται μόνον στοιχεῖα ἀπό τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως ἡ «ἐκ πνεύματος ἁγίου», πρὸ τῆς γαμικῆς σχέσεως μετὰ τοῦ Ἰωσήφ, σύλληψη «ἐν τῇ γαστρὶ» τῆς Μαρίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (τοῦ Μεσσίου), α’ 18, ἡ τοῦ γεγονότος τούτου ἐπιβεβαίωση, ὡς καὶ ἡ διακήρυξη περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Σωτῆρος τοῦ λαοῦ, κατὰ τὸν σχετικὸν χρηματισμὸν τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τόν ἄγγελο (α΄ 20-21), ἡ ἀπό τήν Μαρία ἀσφαλῶς ἀπόδοση στὸν τεχθέντα υἱὸν τοῦ (ἀπὸ τόν ἄγγελο προσταχθέντος σ’ αὑτήν, Λουκ. α' 31) ὀνόματος «Ἰησοῦς», Ματθ. α΄ 25, βλ. «καὶ ἐκάλεσεν (αὑτή, ἡ Μαρία) τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν».
Μετὰ τὸν θεῖο Εὐαγγελισμὸ ἀναλαμβάνει ταξίδι στὴν Ἰουδαία καὶ ἐπισκέπτεται ἡ Μαρία κατὰ τὸν Λουκᾶν τὸν συγγενικὸ αὐτῆς οἶκο τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ, πού διατελοῦσαν σέ εὐφρόσυνη ἀναμονή τέκνου, τοῦ «εἰς Πρόδρομον τοῦ Χριστοῦ ἀποβάντος ᾿Ιωάννου», διὰ χάριτος, κατὰ φυσικὸν ὅμως ἄλλως τρόπο, πού δόθηκε σ’ αὐτούς, ὄντες γεγηρακότες (Λουκ. α΄ 39.45). Ἡ Ἐλισάβετ ἀναγνωρίζει μέ τόν φωτισμό παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ πρόσωπο τῆς ἐπισκεπτρίας της τὴν μητέρα τοῦ «Κυρίου της», δηλαδή τοῦ Μεσσίου, καὶ ἐκφωνεῖ σέ χαιρετισμὸ καὶ μακαρισμὸ αὐτῆς μέ εὐλογίες ὅπως μέ τήν πίστη ἀποδέχθηκε τὰ συντελεσθέντα σ’ αὐτὴ θαυμαστά γεγονότα παρὰ τοῦ Κυρίου. Στὸν μακαρισμὸ αὐτό, στό πλαίσιο τρυφεροτάτης σκηνῆς ἐκδηλώσεως ἀμοιβαίων αἰσθημάτων θρησκευτικῆς ἀγαλλιάσεως καὶ κατ᾽ ἄνθρωπον εὐφροσύνης, γιὰ τὴν συνάντηση κάτω ἀπό ἰδιαίτερες συνθῆκες τῆς ἀρξαμένης καί στίς δύο γυναῖκες μητρότητος, ἡ Μαρία, καὶ παρὰ τῆς Ἐλισάβετ διαβεβαιωθεῖσα περὶ τῶν ὅλως θαυμαστῶν καὶ ἐξαιρέτων σ’ αὐτὴν παρὰ τοῦ Κυρίου συντελουμένων, ἐκφωνεῖ καὶ αὐτὴ ὕμνο εὐχαριστίας καὶ αἰνέσεως πρὸς τὸν Θεόν, τὸ γνωστὸν ἀπό τήν χρησιμοποίηση αὐτοῦ καὶ ὡς Θ’ Ὠδῆς κατὰ τὸν ὄρθρο καθημερινῶς στήν θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, στό «Μεγαλυνάριον» τῶν στίχ. 46-55 τοῦ θαυμασίου τούτου πρώτου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγελίου.
Κοντά στήν ᾿Ελισάβετ παραμένει ἡ Μαρία περίπου τρεῖς μῆνες καὶ ἐπιστρέφει στὸν οἶκο της στήν Ναζαρέτ. Ἐνῶ πλησιάζει ὁ καιρὸς τῆς ἀναλήψεως αὐτῆς ὡς συζύγου πλέον ἀπὸ τόν Ἰωσήφ, διαπιστώνει αὐτός ὅτι ἡ μνηστή του διατελεῖ ἤδη ἔγκυος. Στήν ἀγνοιά του γιὰ τὰ συμβάντα ταράσσεται καὶ ἀποφασίζει νὰ διαλύσει τὴν μνηστείαν μέ αὐτή ἄνευ θορύβου, ἄνευ δηλαδὴ τῆς ἄλλως συνήθους στοὺς Ἰουδαίους κατὰ τίς παρόμοιες περιπτώσεις διαπομπεύσεως (Ματθ. α΄ 18-19). Κατὰ τοὺς διαλογισμοὺς τούτους διαφωτίζεται ὁ Ἰωσὴφ ἀπό ἄγγελου σέ ὄνειρο περὶ τῆς ἀληθείας ἐπὶ τοῦ προκειμένου καὶ προτρέπεται ὅπως παραλάβει Μαρία τὴν γυναῖκα του, ὅπως νυμφευθεῖ δηλ. αὐτὴν (Ματθ. α΄ 20.-23). Ὁ Ἰωσὴφ πράττει αὐτό ἀνενδοιάστως καὶ σέβεται αὐτὴ περαιτέρω ἀπολύτως ὡς μητέρα τοῦ σωτῆρος τοῦ λαοῦ, ὅπως ἐγνώριζε πλέον αὐτό ἐκ τῆς θείας διαβεβαιώσεως (Ματθ. α΄ 21). Ὁ γάμος αὐτός, σέ συνδυασμό μετὰ τῆς ἀκλονήτου βεβαιότητος τῆς παραδόσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸ «ἀειπάρθενον», κατενοήθηκε ὀρθῶς ἀφ᾽ ἑνὸς ὡς «φυλακή», ἐξασφάλιση, τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὡς διασφάλιση σ’ αὐτὴν καὶ στὸ ἐξ αὐτῆς προελθὸν θεῖο τέκνο τῆς κατὰ τὴν ἀνθρώπινη τάξη ἀπαιτουμένης νομιμότητος. Μέ αὐτή τήν ἐντύπωση παραμένει ἄλλωστε τὸ μετὰ ἀπό αὐτά, εὐμενῶς ἢ καὶ δυσμενῶς παρακολουθοῦν περιβάλλον τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν δημόσια δράση τοῦ Ἰησοῦ, «νομίζον» αὐτόν ὡς «υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ» κλπ. (Λουκ. γ΄ 23). Τὴν κοινὴ αὐτή ἀντίληψη εἴδαμε ὅτι ἀπηχοῦν καὶ οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστές, πού χαρακτηρίζουν περιστατικῶς τὸν Ἰωσὴφ ὡς «πατέρα», τὰ δὲ ἀπό τόν πρῶτο γάμο τέκνα του ὡς «ἀδελφοὺς» τοῦ Ἰησοῦ.
Τὰ τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου ἐξιστορεῖ εἰδικώτερα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό πλαίσιο τῆς διαταγῆς τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, πρώτης ἐπὶ τοῦ τοπικῶς ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου, γενικῆς ἀπογραφῆς τῶν ὑπηκόων τοῦ ἀχανοῦς ρωμαϊκοῦ κράτους. Γιὰ τὴν ἀπογραφὴ εἶχε μεταβεῖ καὶ ὁ ᾿Ιωσὴφ στήν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, μέ τήν μνηστή του Μαρίας (ἐξ οὗ συνάγεται ὅτι καὶ αὐτή θὰ ἦταν ἐκ τοῦ δαβιδικοῦ γένους), ἡ ὁποία καὶ γέννησε ἐκεῖ κάτω ἀπό ἔκτακτες συνθῆκες «τὸν υἱὸν αὑτῆς τὸν πρωτότοκον, λαβοῦσα δι᾽ αὐτὸν καὶ τὰς πρώτας τρυφερὰς φροντίδας» (βλ. Λουκ. β΄ 1-7). Οἱ ἐλθόντες ποιμένες πρός προσκύνηση τοῦ παιδίου, ἀπό τά περίχωρα, μετὰ ἀπό ἐξαίσιο ὄραμα, βρίσκουν αὐτὸ μετὰ τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Ἰωσήφ. Τὰ ἀνακοινωθέντα ἀπὸ τούς ποιμένες, τά συναφῆ καί τά θαυμαστὰ συμβάντα ἐπροξένησαν σ’ ὅλους τοὺς παρισταμένους θαυμασμό, ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὅτι «ἡ Μαρία πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. α’ 19). Παρόμοιες ἐντυπώσεις δέχθηκε αὐτή παρευρισκομένη καὶ κατὰ τὴν ἀπὸ τόν εὐαγγειστή Ματθαῖο ἐξιστορουμένη προσέλευση τῶν Μάγων καὶ προσκύνηση ἀπό αὐτούς τοῦ «παιδίου» (Ματθ.11).
Κατὰ τὸ μεταξὺ τῆς παρὰ τῶν ποιμένων τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ καὶ τῶν Μάγων τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου προσκυνήσεως χρονικὸ διάστημα εἶχαν συμπληρωθῆ καὶ οἱ 40 ἡμέρες γιὰ τὴν κατὰ τὸν Νόμον (Λευιτ. ιβ΄ 2 κ. ἑξ. Ἐξ. ιγ΄ 2), μετὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς μητρός, παράσταση στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων πλέον τοῦ «πρωτοτόκου» ἄρρενος, «καίτοι οὐκ ἀνάγκην εἶχεν ἡ παρθένος, ἀλλ᾽ ὅμως οὖν νόμος ἐπληροῦτο» (Ὠριγ., Ὁμιλ. εἰς Λουκ, ΙXV, ἔκδ. Πρωσσ. ᾿Ακαδ. Ἐπιστ., ΙΧ, 1930, σ. 101. Πρβλ. καὶ αὐτόθι, σ. 100).
Ἐκεῖ δέχεται τοὺς μεταβάντας Ἰωσὴφ καὶ Μαρία μετὰ τοῦ τέκνου τους ὁ γηραιὸς δίκαιος Συμεών. Αὐτός μετὰ τὴν τέλεση τῶν νομίμων «ἐν ἀγαλλιάσει», διότι καταξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Μεσσία, ἀναφώνησε τό «νῦν ἀπολύεις...» καὶ τὴν εὐλόγηση τῶν φορέων τῆς ἀγαλλιάσεως αὐτῆς γονέων καὶ παιδίου, γιὰ τὰ ὁποῖα πάντα ἐθαύμαζαν ὁ πατέρας αὐτοῦ καὶ ἡ μητέρα του (Λουκ. β΄ 2-34), προέβη καὶ στίς γνωστές προφητεῖες, ἀπευθυνθεὶς εἰδικῶς «πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ» περὶ μὲν τοῦ παιδιοῦ ὅτι θὰ γίνει αὐτός, ὅπως ὁ Μεσσίας, τὸ κεντρικὸ σημεῖο, περὶ τὸ ὁποῖο θὰ περιστρέφωνται οἱ ἀναζητήσεις περὶ σωτηρίας στόν ᾿Ισραήλ, ὅπως καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» γιὰ τίς μέλλουσες γενεές τῶν ἀνθρώπων. Γιά τήν μητέρα του, ὅτι θὰ αἰσθανθεῖ στό μέλλον ὑπέρτατη κατ᾽ ἄνθρωπον θλῖψι, ὑπονοώντας προφανῶς τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν υἱόν της μέλλοντα νὰ συμβοῦν καὶ δὴ τὸ πάθος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ὡς «ρομφαία» ἐπρόκειτο νὰ διαπεράσει τὴν «ψυχὴν» αὐτῆς (Λουκ. β΄ 34 35).
Τὰ περὶ τῆς πρώτης παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς συμπαρισταμένης αὐτόν μητέρας κατακλείει ὁ Λουκᾶς μέ τήν γενικώτερη πληροφορία ὅτι ἡ ἁγία οἰκογένεια ἐπέστρεψε καὶ ἐγκατεστάθηκε στὴν πόλη Ναζαρέτ, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος συμπληρώνει ἐν προκειμένῳ τὸν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ἐξιστορεῖ καὶ ἄλλα συναφῆ γεγονότα. Αὐτά πρέπει νὰ ἔλαβαν χώρα μεταξὺ τῆς παραστάσεως στό Ναό ὡς ἀνωτέρω, τὴν ὁποία ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος δὲν ἀναφέρει, ὡς γνωστὴ προφανῶς ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἢ ἀπό κοινή τῶν δύο πηγῆς, καὶ τῆς ὁριστικῆς ἐγκαταστάσεως στή Ναζαρὲτ χρονικὸ διάστημα. Τὰ γεγονότα αὐτά εἶναι ἡ προσκύνηση τοῦ παιδίου παρὰ τῶν Μάγων, παρισταμένης καὶ τῆς Μαρίας ὁ ἄμεσος κίνδυνος τὸν ὁποῖο διέτρεξε ἡ ζωὴ τοῦ παιδίου ἀπό τόν θορυβηθέντα βασιλιᾶ Ἡρώδη Α΄, ἡ διασφάλιση στή Αἴγυπτο τοῦ παιδίου καὶ τῆς μητέρας του, κατόπιν ἀναληφθείσης φυγῆς μέ τήν μέριμνα «κατ᾽ ὄναρ ὑπὸ ἀγγέλου» διαφωτισθέντος Ἰωσήφ. Τέλος, ἡ γιά λίγο χρονικό διάστημα, μέχρι τῆς τελευτῆς τοῦ ἐκμανέντος Ἡρώδου, στήν Αἴγυπτο διαμονή, μετά τὴν ὁποία ἐπισυμβαίνει κατὰ τὸν εὐαγγελιστή Ματθαῖο ἡ ἐπιστροφὴ στή Ναζαρὲτ καὶ ἡ ἐγκατάστασις σ’ αὐτή (Ματθ. β΄ 1-23. Πρβλ. ὡς πρὸς μονιμωτέραν ἐγκατάσταση στή Ναζαρὲτ καὶ Λουκ. δ΄ 16 «οὗ ἦν τεθραμμένος»).
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς πληροφορεῖ προσθέτοντας σ’ αὐτά καὶ περὶ κάποιας ἄλλης γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα μεταβάσεως αὐτοῦ μέ τούς γονεῖς του στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ἦταν αὐτός δωδεκαετὴς (Λουκ. β΄ 41 κ. ἕξ.). Δέν συνακολούθησε τοὺς γονεῖς αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ, ἀλλὰ παρέτεινε τήν παραμονή του στά Ἱεροσόλυμα, προκαλώντας πρὸς στιγμὴ ταραχὴ σ’ αὐτούς, ἐπειδή θεωροῦσαν ὅτι αὐτὸ προπορευόταν μέ τούς συγγενεῖς του, καὶ ἀναγκάζει αὐτοὺς σέ ἐπιστροφὴ πρὸς ἀναζήτησή του. ᾿Ανευρίσκεται ἐντὸς τοῦ Ναοῦ «ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων» συζητώντας μέ αὐτούς.
Τὴν ἐξήγησιν τὴν ὁποίαν δίδει αὐτός στὴν στοργικῶς ἐπιπλήττουσα αὐτὸν μητέρα γιὰ τὴν προξενηθεῖσα ταραχὴ δὲν κατανοοῦν βεβαίως οἱ γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι καὶ παραλαμβάνουν αὐτό τελικῶς μαζί τους στήν Ναζαρέτ, πού εὐπειθῶς ὑποτασσόμενο στήν συνέχεια τούς ἀκολούθησε. Τὸ δεύτερο ἐπισημειώνει ἐδῶ ὁ εὐαγγλιστής Λουκᾶς ὅτι «ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β΄ 51).
Κατὰ τὴν δημόσια δράση τοῦ Ἰησοῦ οἱ τῆς εὑρυτέρας οἰκογενείας αὐτοῦ, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Μαρίας, παρουσιάζονται ὡς μὴ κατανοοῦντες τήν σημασία, τὴν ἐξαίρετη ἰδιότητα καὶ τήν ἀποστολή αὐτοῦ, τὸν προφητικὸ πνευματικὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ριζικότητα τῶν ἀπαιτήσεων αὐτοῦ γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ κηρύγματός του. Ἔτσι, ἐπιχειροῦν μερικές φορές νά ἀποσύρουν αὐτὸν ἀπό τήν δημοσιότητα (Μάρκ. γ΄ 20-21. Πρβλ. καὶ Ἰω. ζ΄ 1-6). Σ’ αὐτά θὰ συμπαρίστατο σιωπηρῶς καὶ ἡ εὑρισκομένη μήτηρ Μαρία ὑπὸ τὸ κράτος τῶν ἀρχικῶν, ἰσχυρῶν πάντοτε, ἐντυπώσεων περὶ τοῦ ὑπερφυοῦς υἱοῦ αὐτῆς. Σέ συσχετισμό πρὸ αὐτά, ἰδιαίτερα πρὸς τὴν δυσκολία καὶ τῆς Μαρίας νὰ μπορέσει νὰ συλλάβει ἀπό τήν ἀρχή τὸ πλῆρες νόημα τῆς θείας ὀντότητος τοῦ υἱοῦ της ὡς τοῦ Χριστοῦ καί Μεσσίου, πρέπει νὰ ἐννοηθεῖ καὶ ἡ περιλάλητος σκηνὴ ἡ περιγραφομένη ὑπὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ὁ ὁποῖος μία φορά μόνο ἐξιστορεῖ περιστατικὸ σχετικὸ πρὸς τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, (γ΄ 31-35), ὅπως καὶ ἀπό τούς δύο ἄλλους συνοπτικούς Ματθαῖο (ιβ΄ 46-50) καὶ Λουκᾶ (η΄ 19-22). Κατὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό ὁ Ἰησοῦς, ἐξ ἀφορμῆς ἀναζητήσεως αὐτοῦ ἀπό τήν μητέρα του καὶ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἀναφερόμενος στήν ἀντίληψιν τοῦ πλήθους περὶ τῶν οἰκείων αὐτοῦ ὡς κοινῶν ἐξ αἵματος συγγενῶν του, παραπέμπει στὴν νέα ἀπό αὐτόν τώρα δημιουργουμένη πνευματικὴ συγγένεια, τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, διά τῆς πίστεως. Ἡ συγγένεια αὐτή, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται βεβαίως καὶ οἱ νομιζόμενοι ἐξ αἵματος ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὡς καὶ ἡ κατὰ σάρκα μητέρα αὐτοῦ, προκύπτει «διὰ τῆς ἐν τῷ κηρύγματι» αὐτοῦ ἀποκαλύψεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ «διὰ τῆς ἐν τῷ αὐτῷ κηρύγματι» ἐκζήτηση τηρήσεως τοῦ γνωστοποιουμένου θείου τούτου θελήματος. Σέ σχέση μ’ αὐτά πρέπει νά παρατηρηθεῖ καὶ ἡ ἠπιωτέρα μορφὴ τοῦ σχετικοῦ πρὸς τὸ περιστατικὸ τοῦτο κειμένου τοῦ εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού προβάλλει ἰδιαιτέρως τὴν τιμὴ τῆς Μαρίας ὡς τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
᾽Ανάλογον νόημα μπορεῖ νά ἐξαχθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου μας πού περισώθηκε ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ στὴν γυναῖκα ἐκείνη ἀπό τό πλῆθος ἡ ὁποία, ἐνθουσιασθεῖσα ἀπό τήν διδασκαλία αὐτοῦ, μακάρισε, ὡς συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, τὴν μητέρα αὐτοῦ (Λουκ. ια΄ 27). Ἔλαβε ἀπό αὐτόν τὴν ἐπιβεβαίωση «μενοῦν γε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτὸν» (αὐτόθι 28). Ἄν τὸ «μενοῦν» θεωρηθεῖ μόνον διορθωτικό, «ναί, μᾶλλον μακάριοι...», δυνατὸν νὰ παρουσιάζει τὴν μακαρισθεῖσα μητέρα ἀπὸ τήν γυναίκα ὡς μὴ συμπεριλαμβανομένη στὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου. Ἄν ὅμως, τό ὁποῖο γλωσσικῶς εἶναι ἐξ ἴσου δυνατὸ (βλ. Lindell καί R. Scott, Μέγα Δεξικὸν τῆς Ἑλλην. Γλώσσης, ἔκδ. Ἰ. Σιδέρη. Γ΄, σ. 120), τὸ «μενοῦν γε» τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Κυρίου θεωρηθεῖ ἐπιβεβαιωτικό, «ναὶ μάλιστα...», τότε στοὺς μακαριζομένους ἀπὸ τόν Κύριο συμπεριλαμβάνεται καὶ ἡ προμακαρισθεῖσα μητέρα ἀπὸ τήν γυναίκα, τό ὁποῖο βεβαίως γιὰ τὸν ἰδιαζόντως τιμῶντα τὴν Μαρία ὡς μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Λουκᾶ εἶναι καὶ τὸ φυσικώτερο. Στὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου πλατειάζεται βεβαίως ὁ ἀποχρῶν λόγος γιὰ τὴν συμπερίληψη στὸν μακαρισμό. Στὴν ἐπιβεβαιωτικὴ δηλαδὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ὡς λόγος συμπεριλήψεως στὸν μακαρισμό, ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ τῆς μητρότητος τῆς Μαρίας, θὰ ἰσχύει καὶ ἡ προκύπτουσα ἀδιάλυτος πλέον πνευματικὴ σχέση τῶν ἀποβαινόντων πιστῶν πρὸς τὸν φορέα «τῆς νέας ᾿Αποκαλύψεως Ἰησοῦν Χριστόν μέ τήν ἀποδοχή καὶ τήρηση τοῦ ἤδη ἀποκαλυπτομένου θελήματος τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως δὲ καὶ ὁ τελευταῖος αὐτός λόγος ἰσχύει κατὰ μεγάλο βαθμό γιὰ τὴν μακαριζομένη μητέρα αὐτοῦ, πού πρώτη ὑποτάχθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς θαυμαστῆς ἀναδείξεως αὐτῆς στὴν μητρότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παρθένος Μαρία παρακολούθησε καὶ ἀποδέχθηκε μέ μεγάλη περίσκεψη καί κατάδηλη ταπεινότητα τὰ ἐπακολουθοῦντα συναφῆ τῆς ἀναπτύξεως καὶ ἐκδηλώσεως τοῦ υἱοῦ της, ὡς πραγματοποιοῦντος τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου αὐτοῦ Πατρός.
Στήν ἰδιότυπη κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννην, ὡς γνωστόν, θεολογική ἔκθεση τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου ἡ Μαρία παρουσιάζεται τρίς στὸν «ἐν Κανᾷ γάμον» (β΄ 1-11), στὴν ἐπακολουθοῦσα κάθοδον τοῦ Κυρίου στήν Καπερναοὺμ (β΄ 12) καὶ κατὰ τὴν Σταύρωση (ιθ΄ 26-27). Στήν Κανᾶ γίνεται ἀπό αὐτή μέ καταφανῆ διάκριση ἡ γνωστοποίηση στὸν Ἰησοῦ περὶ τοῦ ὅτι ἐτελείωσε ὁ οἶνος γιὰ τὸν γάμο. Στὴν ἐμμέσως γενομένη παράκληση αὐτῆς γιά ἐπέμβασή του, ἀποκρούεται κατ᾽ ἀρχὴν ἀπὸ τόν Ἰησοῦ, ὑπομιμνήσκοντος γενικώτερα ὅτι ἡ ὥραν αὐτοῦ, δηλαδή ὁ καιρός τῆς ἐξαιρέτου σωτηριολογικῆς ἐμφανίσεως καὶ δράσεως αὐτοῦ, δὲν προσδιορίζεται ἀπό τήν ἐπιθυμία αὐτῆς, ὡς μητέρας ἐξ ἀνθρώπων, δηλώνοντας τήν ἀπόστασιν τῆς διαφορᾶς οὐσίας τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου παράγοντα («Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι», αὐτόθι 4), ἀλλὰ βεβαίως ἀπό τήν βούλησεως τοῦ Πατρός του. Γιὰ αὐτό χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν προσφώνηση τὸ «γύναι» καὶ ἀποφεύγεται, ἀκριβῶς γιὰ τὴν προδηλωθεῖσα ἔκφραση τῆς διαφορᾶς καὶ ἀποστάσεως, τὸ φυσικώτερο ἐδῶ «μῆτερ». Τὸ «γύναι», μαρτυρούμενο συχνά στήν Βίβλῳ (Παλαιά καὶ Καινή Διαθήκη) ὅπως καὶ στήν θύραθεν ἑλληνικῇ Γραμματείᾳ, χρησιμοποιεῖται προσφωνητικῶς τόσον σέ ἀπόδοσιν τιμῆς («κυρία»), ὅσον καὶ κατά τό ἁπλούστερο («κυρά μου») ἢ καὶ ὑποτιμητικῶς. Ὅτι πάντως δὲν πρόκειται ἐδῶ περὶ ὑποτιμήσεως τῆς μητέρας ἀπὸ τόν ᾿Ιησοῦ καταφαίνεται καί ἀπό τό ὅτι στήν συνέχεια ἡ πίστη τῆς μητέρας καὶ ἡ ἐμμονή της στὴν παράκληση γιά ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ, ἐκδηλώνεται στὴν βεβαιότητα πού ἀπευθύνεται αὐτή πρὸς τοὺς «διακόνους», ὅπως νά συμμορφωθοῦν πρὸς τὰ ἀναμενόμενα σχετικὰ κελεύσματα τοῦ υἱοῦ της. Αὐτά ἔχουν ὡς ἀποτέλεσματελικῶς τήν ἀποκαλυπτικὴ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ θαυματουργικὴ ἐνέργεια, πού ἀποβαίνει σέ ἀρχὴν τῶν «σημείων» αὐτοῦ καὶ τῆς φανερώσεως τῆς δόξης αὐτοῦ, ὥστε νὰ πιστεύσουν κατὰ ἕνα βαθμὸν σ’ αὐτὸν καὶ οἱ μαθηταὶ του, ὅπως εἶχε πιστεύσει ἤδη ἡ μητέρα του. Ἡ ὅλη ἔκβαση τοῦ πρώτου ἀπὸ τόν Κύριο, τελεσθέντος θαύματος πού κατὰ τὴν ἰωάννειο μέθοδον (τῆς ἐπικαλύψεως διὰ τῶν «σημείων» βαθυτέρων πνευματικῶν νοημάτων) σχετίζεται πρὸς τὰ μυστήρια τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τοῦ Βαπτίσματος (οἶνος-ὕδωρ) ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς καὶ βάση ἀναπτύξεως τῆς πεποιθήσεως στήν Ἐκκλησία, ὅτι διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου μποροῦν οἱ πιστοί νὰ τυγχάνουν σωτηριολογικά ἀγαθά πού ποθοῦν. Ἡ ὅλη ἐλευθερία μέ τήν ὁποία ἡ Μαρία κινεῖται καὶ ἀναλαμβάνει πρωτοβουλίες στόν ἑόρτιο οἴκο τοῦ γάμου μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀντικατοπτρίζουσα τὴν θέση τιμῆς καὶ κυριαρχικότητος, ἡ ὁποία ἀπεδίδεται ἤδη στὴν Μαρία ἐντὸς τῆς ἀρχεγόνου ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Αφήνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης νὰ ὑπονοηθεῖ, ἀπό τήν πληροφορία του στό β΄ 12, ὅτι ἡ μητέρα παρηκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ στίς διάφορες ἐξορμήσεις του στό πλαίσιο τοῦ σωτηριολογικοῦ δημοσίου ἔργου του, παρουσιάζει πάλι τήν Παρθένο Μαρία κατὰ τὴν σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ μέ ἄλλες πιστές γυναῖκες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ μία ἀδελφὴ αὐτῆς (ιθ΄ 25). Κατ᾽ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ «τελειῶν τὸ ἔργον του» Ἰησοῦς λαμβάνει ὅλως ἰδιαίτερη μέριμνα γιὰ τὴν μητέρα του. Παραδίδει σ’ αὐτὴν ἀντ᾽ αὐτοῦ, ὡς υἱόν, τὸν παρευρισκόμενο ἠγαπημένο μαθητή, τὸν ἴδιον τὸν ᾿Ιωάννη, καὶ σ’ αὐτὸν παραδίδει αὐτήν ὡς μητέρα (αὐτόθι 26). Ἡ μέ αὐτό τόν τρόπο διευθέτηση ἀπὸ τόν Ἰησοῦ πρός τὴν μητέρα αὐτοῦ ἀποδίδεται ἀρχαιόθεν καὶ στὴν καὶ προφανῆ καθισταμένη ἔλλειψη ἄλλων φυσικῶν τέκνων αὐτῆς (Ὠριγ., Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάνν. 1, 4, 23. Ἐπιφαν., Πανάρ. 78, 10). Ἡ καὶ ἐδῶ παρουσιαζομένη προσφώνηση τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν μητέρα (πουθενά στόν Ἰωάννη κατονομαζομένη) διὰ τοῦ «γύναι» ἐτέθηκε στὸ στόμα αὐτοῦ, βάσει τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης κατὰ τὴν συγγραφὴ τοῦ δ΄ εὐαγγελίου παραδόσεως, γιά νά ἐκφράσει προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ὄχι μόνο τὴν δική του τιμὴ πρὸς τὴν Παρθένο Μαρία, ἀλλὰ καὶ τὴν τιμή τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν μητέρα του. ᾿Απὸ τῆς ὥρας ἐκείνης παραλαμβάνει αὐτὴ ὁ προστάτης μαθητὴς «εἰς τὰ ἴδια» (αὐτόθι 27).
Κατὰ τὴν ἴδια βάση τῶν ὑποτυπωδῶν καινοδιαθηκικῶν πληροφοριῶν, πού κατανοοῦνται ἀπὸ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση στήν ἐσωτερική συνάρτησή τους καὶ ἐκφραζομένων στήν ὑμνολογική ἀποτύπωση τῆς παραδόσεως αὐτῆς, πρέπει νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι καὶ τὴν περὶ ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τοῦ υἱοῦ της, ἀγγελία θὰ δέχθηκε ἡ ἄχραντος μητέρα αὐτοῦ πρώτη, καὶ δὴ παρ᾽ ἀγγέλου, ὅπως ὁμοίως δι᾽ ἀγγέλου εἶχε πληροφορηθεῖ αὐτή τὴν θεία βουλή περὶ τῆς ἐκλογῆς αὐτῆς «ἐν τῇ χάριτι» (πρβλ. πασχάλιον ὕμνο «ὁ Ἄγγελος ἐβόα τῇ κεχαριτωμένῃ... ὁ σὸς υἱὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου...»). ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Αναστὰς θὰ ἐμφανίσθηκε καὶ σ’ αὐτήν, καὶ μάλιστα ἐκ τῶν πρώτων, κατὰ τὴν τεσσαρακονθήμερη μετὰ τὴν ᾿Ανάσταση ἐπίγεια παρουσία του. Τὰ εὐαγγέλια δὲν κάνουν βεβαίως λόγο περὶ τούτου, ἀλλ᾽ ἡ σχετικὴ πίστη τῆς παραδόσεως μαρτυρεῖται ἤδη στόν Ἐφραὶμ τόν Σῦρο. ᾿Ορθά δὲ στήν συνάφεια αὐτή διαβλέπεται ὑποδήλωση ἐμφανίσεως τοῦ ᾿Αναστάντος στὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ μέ τό γεγονός ὅτι ὁ υἱοθετηθεὶς μαθητὴς τῆς ἀγάπης ἀπό αὐτήν στὸν Σταυρὸ, ἐπίστευσε στὴν ᾿Ανάσταση νωρίτερα ἀπό ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μέ ἔκπληξη ἀπέρχεται τοῦ κενοῦ τάφου (Λουκ. κδ' 12). Σχετικά ὁ ὅλος αὐτός συλλογισμὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συμπληρωθεῖ καὶ μέ τήν σκέψη ὅτι στὸν Ἰωάννη εἶχεν ἤδη γνωστοποιηθεῖ παρὰ τῆς θετῆς μητέρας του τὸ ὅλο μυστήριο τοῦ προβεβουλευμένου θείου σχεδίου περὶ τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θείου Λόγου τοῦ «δι᾽ αὐτῆς» ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου. Ἡ Παρθένος Μαρία, διὰ τῶν θαυμαστῶν προγεγονότων σ’ αὐτὴν, κατὰ τίς διάφορες φάσεις ὡς μητέρας, ἐνεβάθυνε βαθμηδὸν σ’ αὐτὸ καὶ κατενοῦσε πλέον αὐτό ὡς εἰδικὸ σωτηριολογικὸ γεγονὸς πού ἐπισφραγίσθηκε μέ τήν ᾿Αναστασή τοῦ Κυρίου.
Τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως τοῦ Κυρίου κάνουν λόγο περὶ παρουσίας καὶ τῆς Παρθένου Μαρίας κατὰ τὸ ὑπερφυὲς τοῦτο δεσποτικὸ γεγονὸς τῆς ἐπαναβάσεως στούς οὐρανοὺς, κατὰ τὸ ὁποῖο ἐπλήσθη καὶ αὐτή «χαρᾶς ἀπείρου» (πρβλ. Δοξαστικὸν ἑσπερινοῦ ᾿Αναλήψεως «... ὁ τοὺς Μαθητὰς καὶ τὴν τεκοῦσάν σε Θεοτόκον χαρᾶς ἀπείρου πλήσας ἐν τῇ σῇ ᾿Αναλήψει..», ὁμοίως στό Δοξαστικὸ ἀποστίχων τοῦ αὐτοῦ ἑσπερινοῦ, «... ἦλθες μετὰ τῶν Μαθητῶν σου ἐν τῷ ὄρει τῶν ᾿Ελαιῶν, ἔχων τὴν τεκοῦσάν σε, τὸν ποιητὴν καὶ πάντων δημιουργόν τὴν γὰρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καὶ τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς..»).
Ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, στίς Πράξεις α΄ 14, περισώθηκε ἀπό τήν συνάφεια αὐτή μόνον ἡ μνεία τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς προσκαρτερούσης (μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἀπό τήν ᾿Ανάληψη τῶν κατονομαζομένων ᾿Αποστόλων) μέ τόν στενότατο κύκλο τῆς ἐμβρυώδους, πρίν τήν Πεντηκοστή, Ἐκκλησίας, στό ἀσφαλές ὑπερῶο, στό ὁποῖο ἐπισυνέβη καὶ ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή.
Ὁ πρόδηλος συσχετισμὸς τοῦ Πράξεων α΄ 14 πρὸς τὸ β΄ 1 ἐπιτρέπει τὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία θὰ συμπαρίστατο κατὰ τὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ θὰ ἔλαβε καὶ αὐτή κατὰ τὸν ἐξαίρετο ἐκεῖνο τρόπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς τὸ τελικὸ στήν Ἐκκλησία βάπτισμα καὶ ὡς τὴν μόνιμη πλέον καθιέρωσή της στή ᾿Εκκλησία. Γι’ αὐτό κανένα λόγο κάνουν τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, διεσώθηκε ὅμως σχετικὴ παράσταση στήν ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία. Ἔτσι κατὰ τὴν ἀναπαράσταση τῆς Πεντηκοστῆς παρουσιάζεται καὶ ἡ Θεοτόκος μέ «γλώσσα» πυρὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς παρευρισκομένη μεταξὺ τῶν ᾿Αποστόλων. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ, λοιπὸν, τελειοῦται τὸ καινοδιαθηκικὸ «ἐν πνεύματι καὶ πυρὶ» βάπτισμα τῆς Μαρίας μαζί μετὰ τῆς ᾿Εκκλησίας. Ἡ Θεομήτωρ μετέχει ἔτσι μετὰ τῆς ἐπιγείου Ἐκκλησίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἰσέρχεται στὴν στρατευομένη ᾿Εκκλησία. Πάντως ἀπό τήν Καινή Διαθήκη ἄλλη ρητὴ μνεία, ἐκτὸς τῶν Πράξεων α΄ 14, περὶ τῆς περαιτέρω στήν ᾿Εκκλησία βιοτῆς τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ περὶ τῆς κατ᾽ ἄνθρωπον ἀποτελευτήσεως αὐτῆς, δὲν ἔχουμε.
Σχετικά μέ τίς δύο συσχετιζόμενες μεταξύ τους ὑπομνήσεις τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, κατὰ τίς ὁποῖες παρατίθενται πρὸς τὴν υἱότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ Θεοῦ καὶ ἡ «ἐκ γυναικὸς» υἱότης αὐτοῦ (Γαλάτ. δ΄ 4) ἢ ἡ ταυτόσημη «ἐκ σπέρματος Δαβὶδ κατὰ σάρκα» προέλευσή του (Ρωμ. α΄ 3) καὶ οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τίς ἀρχαιότατες μαρτυρίες τῆς γραπτῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως περὶ τῆς μητρότητος ἐξ ἀνθρώπου τοῦ ἐκ Θεοῦ κατ᾽ οὐσίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι αὐτές προσφέρουν ἀκριβῶς τὴν παύλειο θεολογικὴ βάση γιὰ τὴν περαιτέρω θεολογικὴ ἀνάπτυξή τους γιά τήν Παρθένο Μαρία ὡς τὴν Θεομήτορα, καί γιὰ τὴν περισσότερο ἐμβάθυνση στὸν ἐκκλησιαστικὸ δογματικὸ προσδιορισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς τῆς Θεοτόκου.
Τέλος ἡ ὑποβλητικὴ ὅραση στήν ᾿Αποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ιβ΄ 1-18, στήν ὁποία ὡς κύριο πρόσωπο παρουσιάζεται ἡ «γυνὴ» ἐκείνη ἡ «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» καθώς καὶ ἄλλα συναφῆ θαυμαστὰ προκαλοῦσα, θεωρήθηκε σάν ἀναφερομένη στὴν Παρθένο Μαρία ὡς τὴν μητέρα τοῦ ἱστορικοῦ Μεσσίου, ἰδιαίτερα δέ γιὰ τὸν στίχ. 5 πού ἀγαγγέλει τόκο παρὰ τῆς «γυναικὸς» αὐτῆς «υἱοῦ ἄρσενος, ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρῷ». ᾿Αλλ᾽ ὄχι λιγότερο ἡ ὅραση αὐτή ἐπιδέχεται καὶ ἄλλες συναφεῖς πρὸς τὴν προέλευση τοῦ Μεσσίου ἑρμηνεῖες. Τὸν ἄμεσο συσχετισμὸ μετὰ τῆς Παρθένου Μαρίας τῆς «τικτούσης» ἀποκαλυπτικῆς «γυναικὸς» ἀποκλείει ἤδη ἡ προδηλουμένη ἀγωνία τῆς ἐπιτόκου στόν στίχο 3. Δυνατὸν ὅμως γενικώτερα στήν ὅραση αὐτή νὰ ἐξεικονίζεται ἡ κατὰ σάρκα προέλευση τοῦ Μεσσίου ἀπό τό Ἰσραὴλ, ὡς καὶ ἡ ἀνάληψη «ἐν οὐρανοῖς» τῆς ἀρχεγόνου δόξης αὐτοῦ (στίχ. 5β), τά ὁποῖα καί τά δύο βρίσκουν ἀντιστοιχία στὴν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου προέλευση καὶ στὴν ἀνάληψιν «εἰς οὐρανοὺς» τοῦ ἱστορικοῦ Μεσσίου. Ἡ «γυνὴ» στήν παροῦσα ὅραση ἀνεγνωρίσθηκε ὡς συμβολίζουσα καὶ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία, τυπολογουμένη διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς καί τῶν δύο, Ἐκκλησίας τε καὶ Θεοτόκου, ὑπὸ τήν θεία προστασία καὶ μετὰ τὴν θριαμβευτικὴ ἐπάνοδο τοῦ «υἱοῦ» δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς οὐρανοὺς (στίχ. 6). Περαιτέρω, ἡ ἴδια «γυνή», φεύγουσα «εἰς τὴν ἔρημον», θεωρήθηκε συμβολίζουσα καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ ᾿Εκκλησία, ὡς μέλλουσαν νὰ διατελέσει ὑπὸ προσωρινὸ διωγμὸ («φυγὴν εἰς τὴν ἔρημον») κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ᾿Αντιχρίστου.
᾿Απὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Μαρία ἐξηκολουθοῦσε νά παραμένει μέ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη στήν Ἱερουσαλήμ, ἀναστρεφομένη ἀσφαλῶς ἐντὸς τοῦ κύκλου ἐκείνου τῆς διδαχῆς στήν κοινωνία, τῆς μυστηριακῆς (διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας) λατρείας καὶ γενικώτερης προσευχῆς ποού ἀναπτύχθηκε στήν ἀρχέγονη ᾿Εκκλησία, ὅπως πάλι αὐτό καταφαίνεται ἀπό τήν στενή, ὡς πρὸς τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενο, συνάφεια τοῦ χωρίου β΄ 42 πρὸς τὸ ρητῶς τὴν Μαρία μνημονεύομενο χωρίο α΄ 14.
Ἡ ἑορτής τῆς κοιμήσεως τῆς μητρός τοῦ Κυρίου μας
καί λοιπές ἑορτές αὐτῆς
Ἡ Παρθένος Μαρία ἐτελεύτησε στήν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα παράδοση, τὴν καλουμένη ἱεροσολυμιτικὴ περὶ τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀναφαίνεται ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ Ε΄ αἰῶνος. ᾿Απὸ τότε μνημονεύεται ναὸς στήν τιμὴ τῆς Θεοτόκου στά Ἱεροσόλυμα καὶ ἀρχικά στόν θεωρούμενο τόπο τῆς τελικῆς (μετὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου) κατοικίας αὐτῆς, ἐνῶ τὸν ἑπόμενο, τὸν ΣΤ΄ αἰῶνα, δεικνύεται στήν Γεθσημανῇ ὁ τάφος τῆς Θεομήτορος, πού τιμῶνταν ἐκεῖ ἐπὶ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων (†638) καὶ τῆς κοιμήσεως αὐτῆς (βλ. Σωφρον. Ἀνακρεόντεια, ΡG 83 [3], 3789· 382B· 3824B).
Κατὰ ταῦτα ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μετέβη ἀσφαλῶς στήν Ἔφεσο μόνος μετὰ τὴν κατὰ τὴν βεβαιότερη ἀρχαιοεκκλησιαστικὴ παράδοση ἀποβίωση τῆς Μαρίας («Ἁγίους τόπους ἐάσας ᾿Ασίης ἐπῆλθε χῶρον... Ἔφεσον Κίχησεν ἄστυ», κατὰ Σωφρον. Ἱεροσολ., ΡG 83 [3], 3789A).
Ἔτσι, λοιπόν, ὑπάρχει σιγή παντελῶς τῆς Καινῆς Διαθήκης περὶ τοῦ κατ᾽ ἄνθρωπον τέλους τῆς Μαρίας, πού δηλώνεται καί μέ τήν ἄγνοιαν ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, καί μέ τήν ἱστορική παράδοση μέχρι τοῦ ᾿Επιφανίου (Κατὰ αἱρέσ., Πανάρ. ΡG 42, 716· 737). Τά σχετικὰ ἀποτυποῦνται πλέον στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση διὰ τῆς ὅμοια σεβαστῆς καταδεικνυομένης ἑορτολογικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἀπολήγει στὴν καθιέρωση τῆς «κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ὡς ἑορτῆς τήν 15 Αὐγούστου, ἀπὸ τῶν μέσων πιθανὸν τοῦ Ε΄ «αἰῶνος. Ἡ ἡμερομηνία αὐτή προῆλθε ἐκ τοπικοῦ ἑορτασμοῦ στό ναό τῆς Θεοτόκου στήν Γεθσημανῆ, ὅπου δεικνύεται καὶ ἐτιμᾶτο καὶ ὁ τάφος αὐτῆς. Ἡ δὲ ἑορτὴ γενικεύθηκε ἐπισήμως («ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ἑορτάζεσθαι») ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602) κατὰ Νικηφόρο τὸν Κάλλιστο (Ἐκκλ. Ἱστορ. 17, 28, ΡG 147, 292).
Ἡ καθιέρωση ἑορτῆς γιά τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου μέσω τῆς παραδόσεως ἐπισυνέβη κατ᾽ ἀναλογία τῶν σχετικῶν πρὸς τὴν ἔλευση τῆς Μαρίας στὴ ζωὴ καὶ πρὸς τὴν ἀνάπτυξή της μέχρι τῆς πρώτης νεότητός της, τὰ ὁποῖα περισώθηκαν μαζί μέ τήν παράδοση καὶ τήν εὐσέβεια πρός τό πρόσωπό της, καί ἀπετυπώθησαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή στίς συναφεῖς θεομητορικές ἑορτές. Αὐτές εἶναι:
1) Ἡ σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης (ἡ σύλληψη δηλ. τῆς Μαρίας «ἐν τῇ νηδύϊ» τῆς μητρὸς αὐτῆς Ἄννης φυσικῶς, (παρὰ τὸ προκεχωρημένον τῆς ἡλικίας καί τῶν δύο γονέων σύμφωνα μέ τήν παράδοσιν), τήν 9η Δεκεμβρίου. Ἡ ἑορτὴ αὐτή, πού μαρτυρεῖται πυκνά ἀπὸ τοῦ Η΄ αἰῶνος, προσλαμβάνει ἐπισημότερο κρατικὸ χαρακτῆρα κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα ἐπὶ Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
2) Τὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, τήν 8 Σεπτεμβρίου κατὰ τὸν ΣΤ΄ αἰῶνα, προϋποτίθεται καί μέ βεβαιότητα ἀπὸ τοῦ Ζ΄ αἰῶνος ἤδη μαρτυρεῖται. Καὶ ἡ προέλευση τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀνάγεται σέ προϋπάρχοντα σχετικὸ ναὸ στήν Ἱερουσαλὴμ παρὰ τὴν Προβατικὴ Πύλη.
3) Τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τήν 21η Νοεμβρίου, εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν θεομητορικὴ ἑορτή πού συνεδέεται μέ τήν παράδοση μέσω τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου. Ἡ ἡμερομηνία συσχετίζεται μετὰ τῆς ἑορτῆς (ἴσως ἐγκαινιασμοῦ) τοῦ ἀνεγερθέντος ναοῦ στήν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό Α΄ (527-565), μέ τήν ὀνομασίαν Νέα Ἐκκλησία καὶ σέ ρυθμὸ μεγαλοπρεποῦς βασιλικῆς. Στίς ἑορτές αὐτές πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ δύο θεομητορικές ἑορτές, πού στηρίζονται σέ ἄμεση ρητή μνείας τοῦ περιεχομένου τους στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτές εἶναι,
α) Ἡ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τήν 25 Μαρτίου, πού σχετίζεται τό περιεχόμενό της πρὸς τὴν προέλευση τοῦ «᾿Ακαθίστου Ὕμνου» μέ τήν ἀνάπτυξη σχετικοῦ Κοντακίου τοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ. Ἡ ἑορτὴ αὐτή παρουσιάζεται ὡς σταθεροποιημένη κατὰ τὴν 25ην Μαρτίου ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ ΣΤ΄ αἰῶνος
β) Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (ἡ ὑπὸ τοῦ Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης ὑποδοχὴ αὐτοῦ στό Ναό), ἡ ὁποία στήν Δύση καλεῖται «Καθαρμὸς τῆς Μαρίας» (Purificatio). ᾿Αρχαιοτάτη ἑορτή, καὶ ἀρχικῶς μόνο δεσποτική, πού μαρτυρεῖται ὡς ἀγομένη μεγαλοπρεπῶς στήν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὸ τέλος τοῦ Δ΄ αἰῶνος (κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα χρονολόγηση τοῦ ἱεροσολυμιτικοῦ χρονικοῦ τῆς προσκυνητρίας Αἰθερίας ἀπό τήν Δύση, καί ἡ ὁποία στό Χρονικό αὐτῆς περιγράφεται). ᾿Απὸ τῶν μέσων τοῦ Ε΄ αἰῶνος συνδυάζεται ἡ ἑορτὴ αὐτή στήν Ἱερουσαλὴμ καὶ μέ μεγαλοπρεπή «διὰ φωταγωγίας» λιτανεία, ἀπό ἐπίδραση ἴσως τοῦ στίχου «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» ἀπό τήν προσευχή τοῦ Συμεών, (Λουκ. β΄ 22 πρβλ. σύγχρονη ἔκφραση στήν Γερμανία περὶ τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὡς «Lichtmess»). Στήν Δύση εἰδικώτερα δὲ στήν Ρώμη, ἡ φωταψία κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, μαρτυρεῖται ὁμοίως ἀπὸ τοῦ Ε’ αἰῶνος, καί συνδυάσθηκε καὶ μέ τό ἐπιζήσαν ἐκεῖ σχετικό εἰδωλολατρικό ἔθιμο (Amburbale), πρὸς καταπολέμησή του. Ἐπίσημη κρατικὴ ἑορτὴ ἔγινε ἡ Ὑπαπαντὴ ἐπὶ ᾿Ιουστινιανοῦ τοῦ Α΄ καὶ δὴ τό ἔτος 534 κατὰ Θεοφάνη τὸν Χρονογράφο (ΡG 108, 488) καὶ Νικηφόρο τὸν Κάλλιστο (Ἐκκλ. Ἱστορ. 17, 28, ΡG 147, 292).
Εἰδικὴ, τέλος, θεομητορικὴ ἑορτή, σέ συνδυασμό πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἑορτολογικὴ πράξη σύνδεση τοῦ ἁγίου προσώπου τοῦ Κυρίου μας, ἡ καλουμένη «Σύναξις» τῆς Θεοτόκου. Ἡ «Σύναξις τῆς Θεοτόκου» ἑορτάζεται τήν 26ην Δεκεμβρίου. ᾿Αλλ’ ἐν προκειμένῳ ἡ μορφὴ αὐτή τοῦ ἑορτασμοῦ εἶναι μεταγενεστέρα, εἶναι ἡ ἐπιγενέστερη μορφὴ τῆς ἀρχαιοτάτης πιθανὸν ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου ὡς τῆς «μνήμης τῆς Θεοτόκου» πού γενικά ἄγεται κατ᾽ ἀντιστοιχία πρὸς τὸν ἑορτασμὸν τῆς μνήμης τῶν μαρτύρων στό «γενέσιον» αὐτῶν, δηλαδή στήν ἐπέτειο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τους ὡς τῆς ἀπαρχῆς τῆς καινῆς ζωῆς. Μία τέτοια ἑορτὴ περὶ τῆς Θεοτόκου, μαρτυρουμένη καλῶς καὶ κατὰ τὸν Ε΄ αἰῶνα, φαίνεται ὅτι εἶχε ὡς περιεχόμενο τὴν ἀποβίωση τῆς Μαρίας ὡς τῆς Παρθένου - Μητρὸς καὶ ὡς τῆς δευτέρας Εὔας (κατὰ τὸν σχετικὸ ἀρχαιότατο θεολογικὸ παραλληλισμὸ τῆς Εὔας καὶ τῆς Μαρίας).
Ἀπό τίς θεομητορικές ἑορτές, ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ Κοίμηση καὶ ἡ Ὑπαπαντὴ εἰσήχθησαν κατὰ τὸν Ζ΄ αἰῶνα καὶ στὴν Ρώμη ἀπό μοναχούς τῆς ἀνατολῆς, καί οἱ ὁποῖες δέν μαρτυροῦνται ἐκεῖ μέχρι τοῦ πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου (590-604) ὅπως καί καμία θεομητορική ἑορτή. Ἀπό τήν Ρώμη διεδόθηκαν κατόπιν οἱ ἀνωτέρω ἑορτές, ὅπως καὶ ἡ κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ζ΄ αἰῶνος ἐκεῖ μαρτυρουμένη ἑορτὴ τοῦ «Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου» στὴν λοιπὴ Δύση. Ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων διαδίδεται στὴν Δύση μόλις ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος, ἐνῶ ἡ ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου (ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης, φυσικῶς) μαρτυρεῖται ἀπὸ τοῦ Θ΄ αἰῶνος στὴν Νότιο Ἰταλία (καὶ πιθανόν, στὴν Ἰρλανδία) ἀλλά καί ἀπὸ τοῦ ΙΑ΄ αἰῶνος στὴν ᾿Αγγλία. ᾿Απὸ τῆς ἐμφανίσεως στήν Δύση τῶν εἰδικῶν θεολογικῶν ἀποκλίσεων πρὸς τὴν διδασκαλία περὶ τῆς ἀσπίλου (ἄνευ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος) συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, πού ἐπισημοποιήθηκε καὶ δογματικῶς ἀπὸ τόν πάπα τὸ ἔτος1854, μετετράπηκε ἐκεῖ ἡ ἑορτὴ τῆς «Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης» σέ ἑορτὴ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως τῆς μακαριωτάτης Παρθένου Μαρίας».
Βεβαίως, ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω κυρίων θεομητορικῶν ἑορτῶν, παρουσιάζονται βαθμηδὸν κατὰ τὴν ἀνέλιξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς εὐσεβείας μέχρι καὶ τῆς συγχρόνου μας ἐποχῆς πολλές ἄλλες ἑορτές στήν ᾿Ανατολή καὶ στήν Δύση, σχετιζόμενες πρὸς θαυμαστὰ ἐνεργήματα τῆς Θεοτόκου στούς πιστούς, πρὸς ἐγκαινιασμοὺς ναῶν καί πρός τιμὴ αὐτῆς, πρὸς εὑρέσεις εἰκόνων της καὶ ἀποδόσεις τιμῶν σ’ αὐτές καὶ πρὸς διάφορα ἄλλα συναφῆ περιστατικὰ τοπικοῦ ἑκάστοτε ἢ καὶ γενικωτέρου χαρακτῆρος (στή Ρωσία ἀνέρχεται ὁ ἀριθμὸς ἑορτῶν πρὸς τιμὴν θαυματουργικῶν εἰκόνων σέ 200).
Τὰ ἐμφανιζόμενα κατὰ τίς προμνημονευθεῖσες θεομητορικές ἑορτές, ὑμνολογικῶς καὶ γενικώτερα λειτουργικῶς ὡς ἐκδηλώσεις τοῦ φρονήματος περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτύσσονται ἀπὸ τοῦ Ε΄ αἰῶνος. Τοῦτο δὲ τυγχάνει εὐεξήγητο, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν Μαρία παρουσιάζονται σέ συνάρτηση πρὸς τὴν ἀκατάσχετη πλέον ἐπιβεβαίωση τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τὴν κεντρικὴ καὶ οὐσιώδη ἀλήθεια αὐτῆς, κατὰ τὴν ἀπαρασάλευτη ὁμολογία περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δηλαδή τοῦ αὐτοῦ ὡς ἀνθρώπου, πού καί ἐκκλησιαστικῶς ἐπισφραγίσθηκε. ᾿Απὸ τοῦ Ε΄ αἰῶνος ἐπιστηρίζεται καὶ μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τὸ ἀρχέγονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα περὶ τῆς ἀειπαρθένου Μητρὸς τοῦ φορέως τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων στήν «ἐν χάριτι» ἐνανθρώπηση τοῦ προαιωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ. ᾿Απὸ τοῦ Ε΄ αἰῶνος ἐμπεδώνεται καὶ διασφαλίζεται στήν Οἰκουμενική ᾿Εκκλησία, ἐξ ἀφορμῆς ἀκριβῶς τῆς ἀμφισβητήσεως πού ἀποτολμήθηκε ἀπό σχετική αἵρεση τῶν κεντρικῶν ἢ οὐσιωδῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, γιά τὸ περὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας φρόνημα σύμφωνα μέ τό Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Παρθένος ἡμᾶς ἐξέβαλε παραδείσου, διὰ Παρθένου ζωὴν εὕρομεν αἰωνίαν» (Ἰω. Χρυσοστ,, Εἰς Ψαλμ. μδ΄, ΡG 55, 193)· ἐμπλουτίζεται ἡ περὶ αὐτῆς κατανόηση ὅτι ἀξιώθηκε γιὰ τὸ ἔργο αὐτό (μετὰ τὴν ἀνταπόκριση σ’ αὐτὸ τό ἔργο καὶ τήν ἐξ αὐτῆς καθαρότητά της μέ ὑπακοῇ καὶ πρὸς κάθε κατεύθυνση) ὅλως ἰδιαιτέρας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ «ἐν τῇ χάριτι ἐκλογῆς καὶ διακρίσεως», γιὰ τὸν λόγον δε αὐτό ἀξιώθηκε καὶ ὅλων τῶν τιμητικῶν διακρίσεων καὶ ἐξάρσεων στήν ᾿Εκκλησία μας. Οἱ διακρίσεις αὐτές συνίστανται στὴν ἔξαρση αὐτῆς ὑπὲρ πάντας τοὺς Ἁγίους, τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος εὐαρεστήσαντας τόν Θεό, ὡς πρὸς τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ στήν ἐπαλήθευση τοῦ ἔργου αὐτοῦ μέ τήν ἐπιβεβαιωτική συνανάδειξη αὐτῶν. Συνίστανται, λοιπὸν, οἱ πρὸς αὐτὴν καὶ διὰ τῆς λειτουργικῆς ἐκδηλώσεως τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπιβεβαιούμενες διακρίσεις στήν ἀναγνώριση αὐτῆς ὡς τῆς Παναγίας, τῆς ὑπερεχούσης κατὰ Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνὸν ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ἀγγέλων (Ἔπη Ἢθικά ΙΙ, στίχ. 294 κ. ἑξ., ΡG 37, 574), τῆς γενομένης μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπαρχῆς στήν λύτρωση καὶ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ ἔργου τοῦ υἱοῦ της. Τῆς ἀπαρχῆς δηλαδή πού ἔγινε στήν ἴδια καὶ μέσω τῶν ἀνθρώπων, μετὰ καὶ τὴν ἄμεση ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν καί τήν προέλευση τῆς Ἐκκλησίας στὸ «εἶναι».
Ἡ Θεολογική καί ἡ Πατερική διδασκαλία
περί τοῦ προσώπου τῆς Παρθένου Μαρίας
Τήν μαρτυρία καὶ τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ Θεοῦ, πού ἐκδηλώνεται στήν ἀρχική ἀποκάλυψη διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί πού θεμελιώθηκε ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμενικὴ ἀλήθεια περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Θεανθρώπου, πληροῖ πλέον τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις της, διὰ τῶν ὁποίων ἐξαγγέλλεται καὶ πιστοῦται ἡ ἐμμονὴ στὴν «πέτραν τῆς πίστεως», στήν περὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου σαρκωθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος» προαιωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τήν ὁμολογία αὐτή περιεχάραξε ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό οἰκουμενικό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ αὐτό τὸν συσχετισμὸ αὐτῆς (Παρθένου Μαρίας) πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ περὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος ἐκκλησιαστικὴ πίστη ἀναδεικνύεται νά διανύει τὰ ἴδια στάδια, τὰ ὁποῖα διέτρεξε καὶ ἡ ἀναπτυσσομένη πίστη, ὡς ἐμβάθυνση, στὴν κεντρική ἢ οὐσιώδη ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ πίστη δηλαδή στὴν ἀποκάλυψη περὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἐμπεδώθηκε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ τό δόγμα ἀλλά καὶ διὰ θείας λατρείας πού μορφοποίησε τὴν εὐσέβεια σέ σωτηριολογικὴ ἐπενέργεια τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς πρός τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή δηλαδή ἡ περὶ τῆς Θεομήτορος ἀλήθεια στή συνείδηση καὶ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, παρουσιάζεται σέ ὀργανική σχέση μέ τήν Χριστολογία, μέ τήν δογματική διδασκαλία, μέ τήν θεολογική (μετὰ τῆς ἀπαραιτήτως συνεκφαινομένης εὐσεβείας) ἐμβάνθυση καὶ μέ τήν ἀπό αὐτά ἐκτρεφομένη θεία λατρεία.
Ἡ θεία μητρότητα τῆς Παρθένου Μαρίας, σύμφωνα μέ αὐτά ἀνάγεται, στήν πρώτη αἰτία πραγματώσεως αὐτῆς, σ’ αὐτήν τήν ἴδια τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ θείου Λόγου. Ἡ ἴδια ἡ θεία μητρότητα, θεωρεῖται ὡς «ἐργαστήριον» τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων διὰ τῆς ἐπιτευχθείσης μέ αὐτό τόν τρόπο προσφορᾶς στὸν ἐνανθρωπήσαντα θεῖο Λυτρωτὴ καθαρᾶς καὶ ἀμιάντου ἀνθρωπίνης φύσεως. Γιά τό θεῖο ἔργο τοῦ Λυτρωτοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀδαμάντινη βάση τῶν δογματικῶν στήν Ἐκκλησία ἀποφάνσεων περὶ τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς ἀειπαρθένου Θεοτόκου.
Οἱ λοιπές ἐμβαθύνσεις τῆς Θεολογίας καὶ τῆς εὐσεβείας εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τήν ᾿Εκκλησία μας στήν θεία λατρεία σέ κατ᾽ ἐξοχὴν διακρινόμενο παράγοντα ἀπό ὅλο τό λοιπό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι συντελεῖ καὶ μεσιτικῶς στὴν οἰκείωση ἀπὸ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὡς καὶ στὴν καρποφορία τῆς σωτηρίας αὐτῆς στήν Ἐκκλησία, διατηρώντας βεβαίως πάντοτε τὴν ὑψηλή ἀξία της. Πιστοποιοῦν αὐτά πάντοτε τὴν σημασία τὴν ὁποία διατηρεῖ τὸ μοναδικὸ ἀπό τούς ἀνθρώπους πρόσωπο τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας στό ἐπὶ γῆς τελεσθέν καὶ στούς οὐρανούς ἀπὸ τόν Χριστό (καὶ στήν Ἐκκλησία) διαιωνιζόμενο ἔργ τῆς σωτηρίας. ᾿Αποτελοῦν λοιπὸν πολύ σημαντικά τὰ περὶ τῆς Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας θεολογικῶς καὶ λειτουργικῶς στήν ἐκκλησιαστική ζωή διακηρυττόμενα καὶ ὁμολογούμενα ἀναφαίρετα ἀγαθὰ τῆς ἐμπλουτιζούσης τὴν εὐσέβεια καὶ ἐντεινούσης, «ἐν τῷ πνεύματι καὶ τῇ ἀληθείᾳ», δηλαδή «ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Σέ εἰδικοὺς προσδιορισμούς, πέραν τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως καὶ διακηρύξεως τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου, δὲν προέβη ἡ ὀρθόδοξος οἰκουμενικὴ ἢ καθολικὴ Ἐκκλησία σέ ἀναφορά πρὸς τὴν Θεομήτορα καὶ τὸ μεσιτικὸ αὐτῆς «ἐν οὐρανοῖς», καὶ διὰ τῆς ᾿Εκκλησίας διακινούμενο, ἔργο, τὸ ὁποῖο βεβαίως παρουσιάζεται διάχυτο καθ’ ὅλη τὴν ἐκδήλωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καὶ ζωῆς.
Ἤδη ὁ ἀποστολικὸς Πατέρας, Ἰγνάτιος ᾿Αντιοχείας ὁμολογεῖ, (Πρὸς Ἐφεσ. 18), ὅτι «ὁ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκυοφορήθη ὑπὸ Μαρίας κατ᾽ οἰκονομίαν Θεοῦ» (ΒΕΠ. Β΄, 267. Πρβλ. καὶ τοῦ αὐτοῦ Ἐφεσ. 7, 2 ἔνθ᾽ ἀν., σ. 265). Ἀλλοῦ, (Τραλλ. 9), ὁμιλεῖ ὁ Ἰγνάτιος περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ «ἐκ γένους Δαβίδ, τοῦ ἐκ Μαρίας, ὃς ἀληθῶς ἐγεννήθη...» (ἔνθ᾽ ἀν., σ. 273). Διὰ τοῦ «ἀληθῶς», ἐκφράζει ὁ Ἰγνάτιος ρητῶς τὸν ἀντιδοκητισμὸ αὐτοῦ, τὴν ἐναντίωσή του δηλαδή πρὸς τίς αἱρετικές ἐκεῖνες ἰδέες, πού καταπολεμήθηκαν καὶ στήν Καινή Διαθήκη, εἰδικά στίς συγγραφέςς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, κατά τίς ὁποῖες (αἱρετικές ἰδέες) φαινομενικῶς μόνον καὶ ὄχι πραγματικῶς ἐνηνθρώπησε, ἐγεννήθη, ἔπαθε κ.λπ. ὁ Κύριος (πρβλ. καὶ Ἰγνατ. πρὸς Σμυρν. 1, 1, ἔνθ᾽ ἀν., σ. 280: «υἱὸν Θεοῦ κατὰ θέλημα καὶ δύναμιν Θεοῦ γεγεννημένον ἀληθῶς ἐκ παρθένου»). Παρόμοια ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἀπολογητὴς ᾿Αριστείδης, ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου... ἐκ παρθένου ἁγίας γεννηθεὶς ἀσπόρως τε καὶ ἀφθόρως σάρκα ἀνέλαβεν» (Ἀπολογ. 15, 1, ΒΕΠ, Γ΄, 147).
Περί τοῦ παραλληλισμοῦ Εὔας καί Παρθένου Μαρίας
Εἰδικότερα, τὴν πίστιν αὐτή ἀνέπτυξε ὁ ἀπολογητὴς Ἰουστῖνος, (Διάλογος πρὸς Τρύφωνα 100, 5 ἔνθ᾽ ἀν., σ. 302), προβάλλοντας καὶ τὸν συσχετισμό τῆς Μαρίας πρὸς τὴν Εὔα, καθώς βρέθηκαν καί οἱ δύο κατὰ τὰ δι᾽ αὐτῶν ἀποφασιστικὰ γιὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐπιτελεσθέντα, κατ᾽ ἀντιθετικό βέβαια παραλληλισμό· συνίστανται δὲ τὰ κατὰ τὸν παραλληλισμό αὐτό καί ἀπό τά δύο πρόσωπα ἀποφασιστικὰ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπιτελεσθέντα, στὸν ἐπελθόντα θάνατο διὰ τῆς Εὔας ἐκ τῆς παρακοῆς αὐτῆς, καὶ στὴν προκύψασα ζωή ἐκ τῆς Μαρίας, διὰ τῆς ὑπακοῆς αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ προελθόντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἰδέα αὐτή, ἐάν καὶ δὲν προσέλαβε καὶ τυπικὸ δογματικὸ χαρακτῆρα, παρέμεινε στήν ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος ὡς θεμελιώδης ἔννοια καὶ χρησίμευσε ὡς ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐκδηλώσεων ἀπό τούς ἀνθρώπους πρὸς αὐτή, ὡς αἴτιον τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τιμῆς (πρβλ. Κυρίλλ. Ἱεροσολ., Κατηχ. 12, ιε΄, ΡG 33, 741: «διὰ παρθένου τῆς Εὔας ἦλθεν ὁ θάνατος, ἔδει διὰ παρθένου, μᾶλλον δὲ ἐκ παρθένου φανῆναι τὴν ζωήν...». Ἰωάνν. Χρύσοστ., Λόγ. εἰς τὸ Πάσχα, ΡG 52, 768: «παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα... ὅρα τοίνυν πῶς καὶ τῆς νίκης αὐτὰ πάλιν γέγονε παραίτια. ᾿Αντὶ Εὔας ἡ Μαρία...»).
Μετὰ τὸν Ἰουστῖνο τὴν ἰδέα αὐτή ἀνέπτυξε στήν ἀρχαιοτάτη Ἐκκλησία, μέ ἰδιάζουσα μάλιστα ἐπιμονή, ὁ Εἰρηναῖος στήν συνάφεια τῆς ἀπό αὐτόν κατανοηθείσης καὶ περαιτέρω θεολογικῶς ἀναπτυχθείσης παυλείου παραστάσεως τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου ὡς «ἀνακεφαλαιώσεως» ἐν αὐτῷ, τῷ Χριστῷ, τῶν πάντων. Δηλαδή μέ τήν ἀντίστροφη φορὰ ἀναμοχλεύσεως τῶν ἐπισυμβάντων στόν ᾿Αδὰμ (καὶ στήν Εὔα) σχετικά μέ τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν παρακοή καὶ τῆς πτώσεως τους: «Λαβὼν λοιπὸν ὁ Θεὸς χοῦν ἐκ τῆς γῆς, ἥτις ἦτο ἀκόμη παρθένος, ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον, ὡς ἀπαρχὴν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Κύριος, θέλων νὰ ἀποκαταστήσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἠκολούθησε κατὰ τὴν ἐνσάρκωσίν του τὴν αὐτὴν οἰκονομίαν, ἐγεννήθη ἐκ Παρθένου διὰ τῆς βουλήσεως καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι φέρει σῶμα ὅμοιον πρὸς τὸ σῶμα τοῦ ᾿Αδάμ, καὶ ὅτι ἦτο, ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος, περὶ τοῦ ὁποίου ἐγράφη ἀρχικῶς, ὅτι ἐδημιουργήθη κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀπειθοῦς παρθένου ὁ ἄνθρωπος ἐπλήγη καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν του ὑπετάγη εἰς τὸν θάνατον, ὡσαύτως ἐξ αἰτίας τῆς εὐπειθοῦς εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ Παρθένου ὁ ἄνθρωπος ἀνεγεννήθη εἰς νέαν ζωήν. Ὁ ἄνθρωπος ἦτο τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον, τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος ἦλθε νὰ ἀνεύρῃ ἐπὶ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο ἔλαβε σάρκα καὶ ἀνθρωπίνην ὁμοιότητα ἐξ αὐτῆς, ἡ ὁποία κατήγετο ἐκ τοῦ Δαβίδ. Ὄντως ἦτο δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον ὁ μὲν ᾿Αδὰμ νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Χριστῷ, ὥστε τὸ θνητὸν νὰ ἀπορροφηθῇ καὶ νὰ καταποθῇ ὑπὸ τῆς ἀθανασίας, ἡ δὲ Εὔα νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν τῇ Μαρίᾳ, ὥστε μία παρθένος νὰ γίνῃ συνήγορος ἄλλης παρθένου καὶ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἀνυπακοὴν τῆς πρώτης διὰ τῆς ἰδικῆς της παρθενικῆς ὑπακοῆς» (Εἰρην.,᾿Επίδειξ. τοῦ ᾿Αποστολ. Κηρύγματος, 32-33. Εἰσαγ.-μετάφρ.- σχόλ. ὑπὸ Ἰωάνν. Καραβιδοπούλου, Θεσσαλονίκη 1965, σ.48. Ἄλλα σχετικὰ βασικὰ χωρία τοῦ Εἰρηναίου εἶναι τά, Ἔλεγχ. Ψευδ. γν. Γ΄ 22, 10, ΒΕΠ, Ε΄, 151 (λατιν.), ΡG 7, 958-960 καὶ αὐτόθι Ε΄,19, 1 (λατιν.), ΡG 7,1175).
Παράλληλα μέ τόν Ἰουστίνο καὶ τόν Εἰρηναῖο παραθέτει καὶ ὁ Τερτυλλιανὸς τὴν περὶ ᾿Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία, καί παρουσιάζει γιά τὸν ἀντιθετικὸ παραλληλισμὸ Εὔας-Μαρίας (De carn. Christi 17, ΡL, 2, 827-828) σχετικές ἰδέες. Ὁ ᾿Επιφάνιος, θέτει ἐμφανέστερα καί σέ συσχετισμό πρὸς τὸ σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Παρθένο Μαρία, ἀλλὰ ἀναφέροντας τελικῶς τὸν συσχετισμὸ αὐτό στὴν Ἐκκλησία (Κατὰ αἱρέσ, Πανάρ. ΙΙΙ,ΙΙ, ιη΄-ιθ΄, ΡG 42, 728-729). Τὸ ἴδιο ἐπισυμβαίνει παρεμπιπτόντως, ὡς πρὸς τὸν συσχετισμὸ τῆς Εὔας μετὰ τῆς ᾿Εκκλησίας πλέον, καὶ στόν Ἰωάννη Χρυσόστομο (Ἐγκώμ. εἰς Μάξιμ. γ΄, ΡG 51, 229 «καὶ καθάπερ τοῦ ᾿Αδὰμ καθεύδοντος, ἡ γυνὴ κατεσκευάζετο, οὕτω, τοῦ Χριστοῦ ἀποθανόντος, ἡ Ἐκκλησία διεπλάσσετο ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ»).
Ἀπό αὐτές τίς θεωρητικές ἐπεξεργασίες τῶν προμνημονευθεισῶν σκέψεων καὶ ἐκφράσεων ἀρχαιοτάτων ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας περὶ τοῦ ρόλου τῆς Μαρίας ὡς νέας Εὔας, πού συσχετίζεται μέ αὐτό τόν τρόπο πρὸς τὴν ᾿Εκκλησία κατὰ τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο, ὁρμώμενοι οἱ ρωμαιοκαθολικοί, προβάλλουν ἐσχάτως ἐντόνως τὴν ἰδέα αὐτή περὶ τῆς σχέσεως στό σωτηριολογικό ἔργο, ὡς ἑνότητος πλέον τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι τέτοια προσπάθεια, ἐμφανῶς κοπιώδη, κατέβαλαν Δυτικοί Θεολόγοι, πού διακκήρυξαν τίς νέες περὶ Ἐκκλησίας διατάξεις, στίς ὁποῖες ἀναπτύσσεται ὁ συσχετισμὸς τῆς μακαρίας Παρθένου Θεομήτορος Μαρίας πρὸς τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας.
Ἡ καταγεγραμμένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί στίς Οἰκουμενικές Συνόδους
Ἀπό τίς πληροφορίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ᾿Εκκλησία ἔχοντας πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν ὅλην βεβαίωση τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, ἰδιαίτερα δὲ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὡς καὶ τὴν πίστη τῆς ἀποστολικῆς καὶ πρώτης μεταποστολικῆς γενεᾶς περὶ τοῦ ἰδιαιτέρως ἐξόχου καὶ μοναδικοῦ ρόλου, τὸν ὁποῖο διεδραμάτισε τὸ ἅγιον τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου πρόσωπον κατὰ τὸ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ θείου Λόγου ἔργον τῆς σωτηρίας, προσέδωκε ἡ Ἐκκλησία ἐπισημοτάτη δογματικοῦ χαρακτῆρος ἔκφραση στήν πίστιν αὐτή. Πρόκειται περὶ τῆς ἀληθείας περὶ τῆς «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτή, προομολογουμένη ἤδη στὰ τοπικὰ βαπτιστήρια Σύμβολα ἀπὸ τοῦ Β΄ αἰῶνος, ἀπετυπώθηκε ἐπισήμως στὴν οἰκουμενικὴν διακήρυξη περὶ τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ «Θεοῦ ἀληθινοῦ», στὸ Σύμβολο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως· «Πιστεύομεν... καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ...Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ “ἀληθινοῦ... τὸν δι᾽ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Στὸ Δόγμα αὐτό περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐμπερικλείεται ὁ ὅλος πλοῦτος τῆς ἀληθείας καὶ τὸ ὅλο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς χάριτος ἢ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐνηργήθηκε ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων πρός σωτηρίαν αὐτῶν μέ τήν συνδρομή καὶ ἐκπροσώπου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τῆς ἁγνῆς καὶ ταπεινῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς ἀναδειχθείσης μέ τό τρόπο αὐτό σέ «ἀληθῶς Θεοτόκον». Τοῦτο ἐπεβεβαιώθηκε μὲν κατ᾽ οὐσίαν διὰ τῆς ἐπικρατήσεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως «ἐν Νικαίᾳ» κατὰ τῆς ἀρειανῆς κακοδοξίας περὶ τοῦ ὁμοουσίου τῆς θεότητος καί τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰδικώτερα καὶ ἀκριβέστερα διεσαφηνίσθηκε στήν Ἐκκλησία ἡ κυρία καὶ μοναδικὴ ἰδιότητα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς τῆς «Θεοτόκου» ὅταν ξέσπασε ἀπό τήν χριστολογική κακοδοξία τοῦ Νεστορίου σάλος κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ Ε΄ αἰῶνος.
Ὁ σάλος ἐκεῖνος ἀντιμετωπισθηκε θεολογικῶς μέ τήν διδασκαλία καὶ τῆς ἐκκλησιαστική δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, καταλήγοντας σέ θρίαμβο τῆς οἰκουμενικῆς ὀρθοδόξου πίστεως διὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ἐν Ἐφέσῳ» (431μ.Χ.), ὡς καὶ στήν συνέχεια διὰ τῆς Δ΄ ὁμοίας Συνόδου «ἐν Χαλκηδόνι» (451μ.Χ.). Ἔτσι, διεκηρύχθηκε ἐπισήμως ὡς «Θεοτόκος» ἡ Παρθένος «διὰ τὴν ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐν τῇ γαστρὶ αὐτῆς ἐνοίκησιν τοῦ Λόγου» (καί ὄχι διότι ἐξ αὐτῆς ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ θεότητα τοῦ Λόγου), γιὰ τὴν «ἐξ ἄκρας», λοιπὸν, συλλήψεως ἕνωση «ἐν αὐτῇ» τῆς θεότητος μετὰ τοῦ σώματος καὶ γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου μέ τόν τρόπο αὐτό ἐξ αὐτῆς, δηλαδή : «κατὰ ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν» (Ἔκθεσις πίστεως τῶν «διαλλαγῶν» παρὰ Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημ. τῆς Ὀρθ. Καθολ. Ἐκκλ.,- Α΄, 2, 1960, σ. 154). Ἡ δὲ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐξουδετερώσασα καὶ τὴν ἀντίστροφη πρὸς τὸν Νεστοριανισμὸ αἵρεση, τὸν Μονοφυσιτισμό, ὥρισε ὁμοίως «.. ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν Υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν... πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα...» (ἔνθ᾽ ἀν., σ. 175). Ἡ θεολογικὴ βάση γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» εὑρίσκεται κατὰ ταῦτα στήν περὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο «ἐν Χριστῷ» φύσεων ἀλήθεια, πού ἐπιστηρίζεται στήν ἀρχή τῆς κοινωνίας ἢ τῆς ἀντιδόσεως ἰδιωμάτων «ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀρχὴ αὐτή, εἶναι ἀρχέγονα καινοδιαθηκική, ἰδιαιτέρως δὲ παύλειος (Ἰω. α’, 1 ἐν συσχετ. πρὸς α΄ 14: Πράξ. γ΄, 15: 20 28: Φιλιππ. κστ΄ 10’ πρβλ. Ρωμ. θ’ 5: Α΄ Κορ. β΄ 9), χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν ἀρχέγονη ἐκκλησιαστική θεολογική διανόηση γιὰ τὴν ἐπιστήριξη τῆς ὁμολογίας στόν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς τὸν «Θεάνθρωπον» (Ἰγνατ., Ἐφεσ. ζ΄ 2, ΒΕΠ, Β΄, 265: Εἰρην., Ἔλεγχ. Ψευδ. Γν. Γ΄, 22, 1-2, ΒΕΠ, Ε΄, 151-152). Κατὰ τὴν ἐφαρμοζομένη ἀρχὴ στήν Χριστολογία τῆς κοινωνίας τῶν ἰδιωμάτων καθίσταται δυνατὴ καὶ ἡ ἄχραντος σύλληψις, κύησις καὶ γέννησις τοῦ Κυρίου ὡς «Θεοῦ ἅμα καὶ ἀνθρώπου», τηρουμένου τοῦ «ἀσυγχύτου» τῆς ἑνώσεως καὶ τοῦ ἀτρέπτου τῶν δύο φύσεων. Δυνάμει δὲ καὶ πάντοτε κατ’ ἐπέκταση τῆς ἴδιας αὐτῆς ἀρχῆς εὑρίσκει τὴν δικαίωσή του καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς Μαρίας ὡς τῆς «ὄντως Θεοτόκου». Γιὰ τὸ ὅτι εἰδικώτερα, κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων ἡ ὑπὸ τοῦ Λόγου προσληφθεῖσα στήν Παρθένο Μαρία «σὰρξ» θεώθηκε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, γιὰ τὴν θέωση, λοιπὸν, αὐτή τοῦ ἀνθρωπίνου ἀπὸ τό θεῖο, καλεῖται ἡ Παρθένος «Θεοτόκος». Μέ τίς προϋποθέσεις αὐτές εἶχε δημιουργηθῇ ὁ ὅρος «Θεοτόκος» καὶ χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως νωρίς, πού μαρτυρεῖται κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τῆς Γ΄ ἑκατονταετίας ἀπό τόν ᾿Ωριγένη καὶ τόν Ἱππόλυτο Ρώμης ὡς ὅρος ἤδη τῆς παραδόσεως. Ἐπίσης δέν κατίσχυσαν οἱ κατὰ τοῦ ὅρου αὐτοῦ καὶ τοῦ δι᾿ αὐτοῦ ὑποδηλουμένου περιεχομένου του, ἐνστάσεις καὶ ἐναντιώσεις, οἱ ὁποῖες ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Σχολῆς τῆς ᾽Αντιοχείας πρωΐμως ἐγέρθηκαν, καί ἀπεκορυφώθηκαν στὴν ἀκροτάτη πολεμικὴ τοῦ Νεστορίου. Τοὺς προβαλλομένους φόβους περὶ τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» ἀπό τόν τελευταῖο (τόν Νεστόριο) γιά τήν δημιουργία κινδύνου θεοποιήσεως αὑτῆς (τῆς Θεοτόκου) ἀπέκρουε ὁ πρόμαχος τοῦ ὅρου καὶ τῆς ὀρθῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας Ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, διακηρύσσοντας: «Τεθεοποιήκαμεν δὲ οὐδένα πώποτε τῶν τελούντων ἐν κτίσματι· κατειθίσμεθα δὲ Θεὸν εἰδέναι τὸν ἕνα καὶ φύσει καὶ ἀληθῶς· ἴσμεν δὲ ἄνθρωπον οὖσαν καθ᾽ ἡμᾶς τὴν μακαρίαν Παρθένον», ΡG 76, 57 (περὶ τοῦ ὅλου θέματος βλ. Ἰω. Καλογήρου, Μαρία ἀειπάρθενος Θεοτόκος κατὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 30-75).
Σέ περαιτέρω λεπτομερεῖς δογματικοὺς καθορισμοὺς κατὰ τὸ ἱερὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου καὶ τὸ μεσιτικὸ παρὰ τῷ Υἱῷ αὐτῆς ἔργο δὲν προέβη ἡ ᾿Εκκλησίας ἐπίσημα. Στὸ λατινικὸ τμῆμα τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας ἄρχισε νωρὶς ἡ μονομερής ἀνακήρυξη ἐπὶ μέρους διδασκαλιῶν περὶ τῆς Παρθένου Μαρίας σέ «Δόγματα». Ἔτσι, στὴν τοπικὴ λατινικὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649μ.Χ.) ἀνεκηρύχθηκε σέ δόγμα ἡ παρθενία αὑτῆς κατὰ καὶ μετὰ τὸν θεῖον τόκον. Βεβαίως αὐτά εἶναι ὀρθά, διακηρυσσόμενα μέ κάθε δύναμη ἀπό τήν συνείδηση τῆς ὀρθοδόξου οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. ᾿Αλλ' εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μονομερῶς ἀπό τήν Λατινική Ἐκκλησία σέ δόγμα ἀνακήρυξη τῶν σημείων αὐτῶν. Αὐτό θὰ βρεῖ ἀργότερα τὴν συνέχιση καὶ σέ ἄλλα σημεῖα («ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου» ἔτος 1854, «᾿Ανάληψις» αὐτῆς, ἔτος1951), πού δέν πληροῦν πλέον τὸν ὅρο ἐκεῖνο, δηλαδή τὴν οἰκουμενικὴ ὀρθόδοξη μαρτυρία. Ἡ οἰκουμενικὴ ἢ ὀρθόδοξος καθολικὴ Ἐκκλησία ἀποκρούει τοὺς τέτοιου εἴδους αὐτονόμους «μαριολογικοὺς» δογματισμούς, ὅπως καὶ τὴν αὐτόνομη γενινά «Μαριολογίαν», καὶ ἐμμένει προκειμένου περὶ τοῦ κεχαριτωμένου προσώπου τῆς Θεοτόκου στὴν πίστη καὶ τὴν εὐλάβεια, πού ἐκδηλώθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους μέχρι καὶ τῆς ἑβδόμης (Ζ΄), σέ ὀργανική πάντοτε συνάρτηση πρὸς τὴν περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ ἀληθινοῦ καὶ ἀνθρώπου ταυτόχρονα πραγματικοῦ, ἐπενεργοῦντος μέ τόν τρόπο αὐτό ὡς «Θεανθρώπου» τὴν σωτηρία, διὰ τῶν Δογμάτων διακηρυσσομένη ἀλήθεια καὶ διὰ τῆς θείας λατρείας ἐπιβεβαιουμένη πίστη. Ἔτσι ἡ περὶ τῆς ἀειπαρθένου Μητρὸς τοῦ Κυρίου ἀλήθεια κατατέθηκε κυρίως ἀπὸ τήν Α΄ Οἰκουμενικη Σύνοδο, δηλαδή ἀπὸ τῆς κατισχύσεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῆς αἱρέσεως στήν περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια, μέ περιεχόμενο ἐκκλησιαστικῆς εὐσεβείας, πού ἐκδηλώθηκε ὡς σεβασμὸς καὶ τιμητικὴ στήν θείᾳ λατρεία προσκύνηση καὶ ἔξαρση τοῦ προσώπου αὐτῆς, πού μαρτυρεῖται ἔκτοτε, ὅπως εἴδαμε στούς ναούς καὶ τίς ἑορτές πρὸς τιμή της. Ἔτσι, ἡ τιμὴ πρὸς αὐτὴ ἐκδηλώθηκε καὶ ὡς ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος αὐτῆς σέ βοήθεια καὶ δὴ σέ σχέση πρὸς τὴν οἰκείωση τῆς «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας ἀπό τούς ἀνθρώπους, διὰ μεσιτείας αὐτῆς «παρὰ τῷ Υἱῷ» της. Διότι ἡ συνεργία τῆς Παρθένου Μαρίας στὸ ἔργο αὐτοῦ διὰ τῆς προσφορᾶς τῆς μητρότητος «ἐν ἁγνείᾳ» κατὰ τὴν θεία ἐνσάρκωση δὲν ἀπέβη παθητική, ἀλλά καὶ ἐνεργητική ἀκριβῶς γιὰ τήν ἀνταπόκρισή της «ἐν ὑπακοῇ εἰς τὴν θείαν βουλὴν». Τοῦτο βεβαίως δὲν ὑποδηλώνει καὶ ἐξίσωση αὐτῆς κατὰ τὸ μεσιτικὸ αὐτῆς ἔργο πρός λύτρωση καὶ σωτηρία πρὸς τὸν μόνο μεσίτη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Ἰησοῦ Χριστὸ (Α΄ Τιμ. β΄ 5). Ἡ βεβαιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως περὶ τοῦ ἐξαιρέτου τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας περιεσώθηκε σέ πολλές ἐκδηλώσεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μνημεῖα σχετικὰ ἀπό τήν ὁποία κατέχουμε πολλά, διηγήσεις καὶ παραδόσεις σεβαστές, λατρευτικοὺς θεσμοὺς καὶ προϊόντα τῶν ἱερῶν καλῶν τεχνῶν, ἰδιαίτερα τῆς βυζαντινῆς ὑμνολογίας καὶ εἰκονογραφίας, καὶ τὰ συναφῆ. Ἐπίσης περὶ τοῦ ἱεροῦ προσώπου τῆς Παρθένου περιεσώθηκε πλῆθος ἐγκωμιαστικῶν Λόγων καὶ ἄλλων συγγραφῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀκμάσει ἤδη πρὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τῆς Δ΄ ἑκατονταετηρίδος ἔγιναν περισσότεροι. Στὰ μνημεῖα αὐτά φέρεται ἡ Θεοτόκος ὡς διαδραματίζουσα μοναδικὸ ρόλο ἐξ ἀνθρώπων στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Πάντα ὅμως τὰ περὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, περὶ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου αὐτῆς, ποιητικῶς καὶ ρητορικῶς ἐξαγγελλόμενα, ἀλλ᾽ καὶ διατυπούμενα θεολογικῶς ἀπό τούς ὀρθοδόξους Πατέρες καὶ διδασκάλους, δέν γίνονταν αἰτία ἢ ἀφορμὴ συσκοτισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅλων τῶν ἐποχῶν τῆς νηφαλίου ὀρθῆς περὶ τῆς Θεοτόκου πίστεως, τῆς καθιδρυμένης στήν εὐαγγελική καὶ πρωτοχριστιανική βάση. Σέ κάθε ἀναγνωριζόμενη σ’ αὐτὴν καὶ ἐξυμνούμενη ὑπεροχὴ κατὰ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, καί σέ κάθε τονιζόμενη προτεραιότητα αὐτῆς στήν οἰκείωση τῆς «ἐν Χριστῷ» σωτηρίας, συνεπῶς δὲ καὶ στήν θέση αὐτῆς στήν Ἐκκλησία, ὅπως καί σέ κάθε ἐξαιρετική συμβολὴ αὐτῆς στὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποτέ δέν ἐξισώθηκε ἡ Θεοτόκος πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν αὐτῆς καὶ πουθενά ἀποβαίνει αὐτή στήν Ὀρθοδοξία μεσίτης καὶ λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων κατὰ κυριολοξία, ὡς ἐκεῖνος (ὁ Υἱός της) «ἐξ ἰδίας φύσεως καὶ οὐσίας» εἶναι τέτοιος. Ἡ ἀμερόληπτη καὶ ἀπροκατάληπτη θεώρηση τῶν ἀποδιδομένων στήν Παρθένο Μαρία χαρισμάτων, ἰδιωμάτων καὶ λειτουργημάτων ἀπό τούς Πατέρες, Διδασκάλους καὶ Ὑμνωδούς τῆς Ἐκκλησίας πιστοποιεῖ, ὅτι ὅλα αὐτά, καὶ ἐκεῖνα ἀκόμη τὰ ἀποδιδόμενα στήν Ἁγία Γραφή μόνο στόν Ἰησοῦ Χριστὸ, δὲν ἀποδίδονται στὴν Παρθένο Μαρία παρά μόνον σέ μία καὶ μοναδική σχέση καὶ ἀναφορά αὐτῆς πρὸς Ἐκεῖνον (τόν Υἱόν της), ὑπό τήν ἰδιότητα αὐτῆς ὡς Μητρὸς τοῦ Θεανθρώπου, καί στήν κατάσταση πού θεωρεῖται ὡς τιμωμένη καὶ προκαλουμένη σέ βοήθεια διὰ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς προσευχῆς μας. Ὡς αὐτόνομος «μεσίτρια» καὶ «λυτρώτρια» ἢ «συλλυτρώτρια» δέν παρουσιάζεται ἡ Παρθένος Μαρία στήν ᾿Ορθοδοξία, οὔτε στήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία οὔτε στήν θεία λατρεία. Ἀπό τόν ὑπερτονισμό τῶν ἀνωτέρω ἰδιοτήτων τῆς Παρθένου Μαρίας στήν σύγχρονη ρωμαιοκαθολική «Μαριολογία» ἐκφράζονται προγνωστικὰ περὶ ἐπικειμένης ἀνακηρύξεως καὶ τῶν σημείων αὐτῶν σέ παπικὰ «δόγματα», ὡς αὐτό ἐπισυνέβη γιὰ τὴν «ἄσπιλον σύλληψιν» αὐτῆς καὶ τὴν «ἐνσώματον ἀνάληψιν» στοὺς οὐρανοὺς.
Ἡ θέση τῆς Δυτικῆς Θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
γιά τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας
Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀνήγαγε σέ ἐπίσημο δόγμα, διὰ τῆς διακηρύξεως τό ἔτος 1854 ἀπό τόν πάπα Πίου τοῦ Θ΄ (Denziger, Enchirid, Symbol (23) 1963, 2803), τὴν περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου immeculata conceptio) διδασκαλία, δηλαδή τὴν γνώμη περὶ συλλήψεως τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπό τούς γονεῖς της καὶ ἀπό αὐτούς γεννήσεως αὐτῆς ἄνευ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἔτσι, προέκυψε ἐπίσημη ρωμαιοκαθολικὴ μαριολογικὴ διδασκαλία ὄχι μόνο ἄγνωστος στὴν ἀρχαία, τὴν οὐκουμενική, ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀλλὰ καὶ ρητῶς ἀντιστρατευομένη πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ρωμ. γ' 23-24). Τὸ νέο τοῦτο παπικὸ δόγμα διαφέρει οὐσιωδῶς τῆς διακρινομένης καὶ στήν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καταφανέστερα στήν Ἱερά Παράδοση, ἀναδεικνυομένης βεβαιότητος περὶ τῆς καθαρότητος καὶ ἁγνότητος αὐτῆς ὡς ἀνθρώπου τῆς ἀξιωθείσης τιμῆς νὰ κληθεῖ στὴν θεία μητρότητα καὶ νὰ ἀναδειχθεὶ ὄντως σ’ αὐτὴν Παρθένος Μαρία καί Θεοτόκος μέ τίς ἰδιαίτερες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. ᾿Απὸ τήν ἀρχέγονη ἐποχή τοῦ χριστιανισμοῦ θεωρήθηκαν οἱ κατ᾽ ἐξοχὴν ἰδιότητες πού κατεκόσμησαν τὴν Παρθένο Μαρία, δηλαδή τῆς ἁγνότητος, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπεινότητος ὡς τὴν οὐσία τῆς ἁγιότητος γιὰ τὸν ἄνθρωπον, δηλαδή τὴν ἐκδήλωση τῆς ὀρθῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸ. Ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁγνότητα βρίσκουν τὴν τελειότερη ἐκδήλωσή τους στὴν «ἀειπαρθενίαν τοῦ κεχαριτωμένου προσώπου», τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε ὁ τέλειος φορέας τῶν θεαρέστων αὐτῶν ἰδιοτήτων. Ἔτσι ἀπέβη ἀπό κάποια ἄποψη ἡ Παρθένος Μαρία ἐμπνευστὴς τοῦ ἰδεώδους ἐκείνου τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο καὶ προγενεστέρως, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν γενεὰν τοῦ Δ’ αἰῶνος ἴσχυεν ὡς τὸ ὕψιστο καὶ τελειότατο, τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους. Ἡ Παρθένος Μαρία ὑπῆρξε ἡ πρώτη πού πραγμάτωσε κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀληθῶς τὴν παρθενία μετὰ τῶν συμπαρομαρτούντων χαρισμάτων τῆς πλήρους καὶ τελείας ὑποταγῆς στὸ Θεό, δηλαδή τῆς ἀληθοῦς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἰδιότητος τῆς ἁγιότητος (Ἰωάν. Χρυσ., ΡG 49, 296· 303· 318. Ἐπιφάν., ΡG 42, 713D· 725B). Ἔτσι, ἀποδίδεται στὴν Θεοτόκο καὶ σταθεροποιεῖται γι’ αὐτὴν ἡ προσωνυμία «Παναγία». Αὐτήν γνωρίζει ὡς ἐπικρατοῦσαν πλέον κατὰ τὸν Ε΄ αἰῶνα ὁ Βασίλειος Σελευκείας (ΡG 85, 425), ὁ ὁποῖος τονίζει καὶ τὴν θέση τῆς Παρθένου Μαρίας ὑπὲρ τοὺς ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία τιμωμένους μάρτυρες (ΡG 85, 441). Ἀργότερα, κατὰ τὸν Ζ' αἰῶνα, ὁ ᾿Ανδρέας Κρήτης ἀποκαλεῖ ἐπιμόνως τὴν Θεοτόκο Μαρία «ἁγίαν», «ἁγιωτέραν τῶν ἁγίων» (ΡG 97, 1108), ὅπως καὶ οἱ προγενέστεροι αὐτοῦ Μόδεστος Ἱεροσολύμων (ΡG 86, 2, 3284 κ.λπ.) καὶ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων (ΡG 87, 3, 3217 κ. ἑξ.), καί σύμφωνα μέ αὐτούς σταθερά πλέον καὶ ὅλοι οἱ ἐπιγενέστεροι ὀρθόδοξοι. Χωρὶς νὰ ἐκφράζωνται κάπου ρητῶς οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες, καὶ οἱ τοῦ Δ’ καὶ Ε΄ αἰῶνος, περὶ τῆς Θεοτόκου ὡς ἀπολύτως ἀναμαρτήτου (μὴ δυναμένης νὰ ἁμαρτήσει), τονίζουν ἐκπρόσωποι αὐτῶν, ὅπως ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης (ΡG 46, 377) καὶ στήν Δύση ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος στὸν κατὰ τοῦ Πελαγίου ἀγῶνα του, τὴν προέλευση καὶ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Αὐτοί οἱ Πατέρες καί ἄλλοι συνδυάζοντες τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ πλήρους ἐξαγνισμοῦ αὐτῆς πρὸς τὸ μυστήριο δι᾽ αὐτῆς πραγματωθὲν τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καὶ ἐμβαθύνοντες στὴν σχετικὴ πρωτοχριστιανικὴ πίστη, διδάσκουν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενήργησε καὶ τὸ μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ της κατὰ πάντα, γιά νά καταστεῖ ἡ Παρθένος Μαρία τέλειο ὄργανο τῆς θείας βουλῆς. ᾿Αλλὰ ὅλοι θεωροῦν τὸν ἐξαγνισμὸ αὐτό, ὡς καθαρισμὸ προφανῶς ἐκ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποού ἔγινε μετὰ τὴν γέννηση αὐτῆς καὶ δή κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ (Κυρίλλ. Ἱεροσολ., Κατηχ. 17, 7, ΡG 33, 976. Γρηγορ. Θεολ., Ἔπη Δογμ. Θ΄, στίχ. 68, ΡG 37, 462 καὶ 1 στίχ. 5, αὐτόθι 469 καὶ τοῦ αὐτοῦ Γρηγ. Θεολ., Λόγ. 45 εἰς τὸ Ἅγ. Πάσχα, ΡG 36, 633. Ἰωάνν. Δαμασκ., Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. III, 2, ΡG 94, 985Β). Τὴν καρποφορίαν σέ κάθε ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα τῆς μακαρίας Παρθένου Μαρίας διαβλέπει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ποού ἀρχίζει γενικότερα ἀπὸ τήν εἴσοδο στό Ναό αὐτῆς, ἀφ᾽ ὅτου ἀρχίζει ὁμοίως γενικώτερα καὶ ἡ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπ’ αὐτὴν πρὸς καταρτισμό της σέ ἀντάξιο δοχεῖον τοῦ μέλλοντος νὰ λάβει «ἐν αὐτῇ καὶ ἐξ αὐτῆς» τὴν καθαρὰ καὶ ἁμίαντο ἀνθρώπινη φύση τοῦ θείου Λόγου (Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. IV, 14, PG 94, 1160 Α). Ἀπό τούς Δυτικούς Σχολαστικούς ὁ Θωμᾶς ὁ ᾿Ακινᾶτης τοποθέτησε ἕνα πρῶτο εἰδολογικὸ ἀπό τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἐξαγνισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας κατὰ τὴν μεταξὺ τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως αὐτῆς περίοδο, ἕνα δεύτερο δὲ τελικὸ καθαγιασμὸ κατὰ τὴν σύλληψ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπ᾽ αὐτῆς, δηλαδή κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό. ᾿Αρχαῖοι ἐξ ἄλλου Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, ὁρμώμενοι ἀπό τήν ἰδέα ὅτι, σέ κάθε ὑπεροχὴ καὶ τελειότητα τῆς ὁποίας ἡ Παρθένος Μαρία κατὰ χάριν ἠξιώθηκε γιὰ τὰ ἐπιτελεσθέντα μεγάλα καὶ θαυμαστά σ’ αὐτὴν ἐξ ἀμέσου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἔπαυσε νὰ συγκαταλέγεται καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, πού κληρονόμησαν ἐλλείψεις καὶ ἀδυναμίες ἀπὸ τῆς πτώσεως ἐκείνης τοῦ γενάρχου. Ἀπό αὐτές μόνος ἀπηλλαγμένος, ἑπομένως δὲ καὶ ὅλως ἀμέτοχος τῶν συνεπειῶν ταύτης, τυγχάνει ὁ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐν αὐτῇ» (στήν Παρθένο Μαρία) σαρκωθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας Κύριος, Σωτὴρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ Σωτὴρας καὶ τῆς τεκούσης μητέρας Του. Ἐπίσης κάνουν λόγο καὶ περὶ ὁρισμένων κατ᾽ ἄνθρωπον ἀτελειῶν αὐτῆς. Ἔτσι ἀτέλειες ἀποδίδει σ’ αὐτὴν ὁ Ὠριγένης, ὁ ὁποῖος ἄλλως κήρυσσε τὴν πλήρη ἁγιότητα τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τῆς ἐπόψεως τῆς κατακοσμήσεως αὐτῆς διὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ ἀρετῶν πού ξεπερνοῦν τὸ κοινὸ μέτρο (Εἰς Λουκ. Ὁμιλ. ΧΧ, ἔκδ. Πρωσ. ᾿Ακαδ. Ἐπιστ. Τ΄ 9, σ. 133. Ὁμιλ. ΧVIΙ, ἔνθ᾽ ἀν., σ. 117. Πρβλ. καὶ Ἰωάνν. Δαμασκ., Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. ΙV, 14, ΡG 94, 1161Δ) καὶ ὁ Μ. Βασίλειος (Ἐπιστ. 260, PG 32, 965/968) καὶ ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος ΡG 57, 45· 465-466· 464). ᾿Αλλ’ ὅτι ἀπό τίς σχετικές ἐκφράσεις τῶν Πατέρων αὐτῶν καὶ ἄλλων, ἰδιαίτερα τοῦ ᾿Επιφανίου, δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ ἐξάγωνται καὶ συμπεράσματα περὶ ὑποτιμήσεως γενικῶς ἀπό τούς ἱερούς ἐκείνους ἄνδρες τοῦ κεχαριτωμένου προσώπου τῆς Ὑπεραγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου, ὅπως καὶ περὶ ἐναντιώσεως αὐτῶν στὴν ἀπονομὴ τῆς προσοφειλομένης σ’ αὐτὴν ὡς «ἀειπάρθενον Θεοτόκον» τιμῆς. Ἐξ ἄλλου ὅμως πρόδηλον εἶναι ὅτι οὔτε καὶ τὸ νεώτερο ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως», δηλαδή τῆς ἄνευ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ στήν ἀρχαία πατερική ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τῆς συνεχιζούσης αὐτή ἐπιγενέστερης καὶ νεώτερης, ὅπως ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ρωμαιοκαθολικὴ ἀπολογητικὴ ἐπιχειρεῖ νὰ καταδείξει αὐτό, ὅτι δηλαδή στηρίζεται δῆθεν καλῶς τὸ περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» νέο ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα στήν καθολική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐλλείψεως ἰδίων προσωπικῶν ἁμαρτημάτων, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπ᾽ αὐτὴν κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἀποδίδουν, ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι ἐκπρόσωποι τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὴν Θεοτόκο τελεία ἀναμαρτησία, μὴ πραγματοποίηση δηλ. σέ πράξη ἁμαρτίας της καὶ σ’ αὐτή, ὡς κληρονόμο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πού παρέμεινε, ὡς ἀδυναμίας ἔστω. (Μητροφ. ὁ Κριτόπουλος, Ὁμολογ. ιζ΄ παρὰ Ἰω. Καρμίρῃ, μν. ἔργ.» Β΄, σ. 548 κ. ἑξ. Δοσίθεος Ἱεροσολ., Ὁμολογ. Πίστεως, βλ. στ΄, ἔνθ᾽ ἀν., σ. 750. Πρβλ. καὶ Σεβαστοῦ Τραπεζουντίου τοῦ Κυμηνίτου, Δογματικὴ διδασκαλία τῆς ἁγιωτάτης ἀνατολ. καὶ καθολ. ἐκκλησίας, περιέχουσα κατ᾽ ἐξαίρετον λόγον τρία τινά : 1ον... 2ον ὅτι ἡ Θεοτόκος ὑπέκειτο τῷ προπατορικῷ ἁμαρτήματι, 3ον... Ἐν Βουκουρεστίῳ ἔτει ἀπὸ θεογονίας ͵αψγ΄,1703, σ. 61-82 καὶ 268-370). Ἀπό τήν γενική δέ θεώρηση τοῦ ὅλου ἐν προκειμένῳ ὀρθοδόξου φρονήματος φαίνεται ὅτι ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τῆς κλίσεως πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὡς ἀδυναμίας, θὰ ἐπισυνέβη μετὰ τὴν σταυρική θυσία τοῦ Υἱοῦ της καὶ κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ᾿Αναστάντος σ’ αὐτὴν καὶ κατὰ τὴν τελικὴ ἐπικάλυψη αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή διὰ τοῦ «ἐν πνεύματι καὶ πυρὶ» καινοδιαθηκικοῦ βαπτίσματος αὐτῆς στήν Ἐκκλησία.
Στή Δύση εἶχαν ἀναφανεῖ τάσεις ἀπαλλαγῆς τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πρὸ τῆς συλλήψεώς της, ἤδη κατὰ τὸν Η΄ αἰῶνα, ὡς «θεολογούμενον». Κατὰ τὸν Μεσαίωνα ὑπεστηρίζονταν ἡ διδασκαλία αὐτή ἀπό τούς Φραγκισκανούς, ἀπεκρούονταν ὅμως ἀπό τούς Δομινικανούς, πού δέχονταν τὴν διδασκαλία τῶν μεγάλων Σχολαστικῶν Βερνάρδου τοῦ ἐκ Κλαιρβώ, Θωμᾶ τοῦ ᾿Ακινάτου, Ἀλβέρτου τοῦ Μάγνου (Μεγάλου), κατὰ τὴν ὁποία διδασκαλίαν ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε συλληφθεῖ στήν προπατορική ἁμαρτία καὶ δὲν ἦταν ἑπομένως ἀπηλλαγμένη αὐτῆς ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλ᾽ ἀπηλλάγει ἀκολούθως, ἐν τῇ «νηδύϊ εἰσέτι τῆς μητρός της» εὑρισκομένη. Ἡ διδασκαλία ἐν τούτοις τῶν Φραγκισκανῶν μοναχῶν περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» ἐπεκράτησε σταδιακά καί σταθερά. Πάντως, μέχρι τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος μποροῦσαν οἱ Δομινικανοὶ νὰ διδάσκουν στίς Σχολες τους τὴν προμνημονευθεῖσα θεωρία τῶν μεγάλων Σχολαστικῶν Δυτικῶν Διδασκάλων, τὸ κῦρος τῶν ὁποίων συνεκράτησε τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τοῦ νὰ διακηρύξει τὸ δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» κατὰ τὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος, μέχρις ὅτου αὐτό ἔγιεν τελικῶς κατὰ τὸ ἔτος 1854 ἐπὶ πάπα Πίου τοῦ Θ΄ μέ λαμπρούς πανηγυρισμούς στήν Ρώμη, καί κηρύχθηκε ἔκτοτε ὡς «μαριανική ἐποχῆς». Τὸ ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως», προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀναμαρτήτου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἀκριβῶς ἐκτὸς τῆς ἰσχύος καὶ τῆς τάξεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος μοναδικὴ θεανδρικὴ ὑπόστασή του, καί ἀποκρούεται ὁμοφώνως ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξο συνείδηση (βλ. Ἱστορία τοῦ παρὰ τοῖς Λατίνοις νέου Δόγματος τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἐν «Εὐαγγελικὸς Κῆρυξ», ἔκδ. ὑπὸ Διονυσ. Κλεόπα καὶ Κῶνστ. Κοντογόνου, ἔτος Α΄ 1857, σ. 262-275. Καὶ ὁ Σέργιος Bulgakov στὸ περὶ τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὴν ἰδιαίτερη «σοφιολογικὴν» θεωρίαν του, ἔργον του, «Ἄφλεκτος βάτος», Παρίσιοι 1927 [ρωσιστί], κατὰ τὸ πλεῖστον ἀσχολεῖται περὶ τὴν καταπολέμηση τοῦ δόγματος περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως». Πρβλ. καὶ Ἰω. Καλογήρου, μν. ἔργ.» σ. 76-100).
Ὡς ἰδιαίτερον ἐκδήλωμα τῆς «μαριανικῆς ἐποχῆς» τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὡς κατακλείδα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, παρουσιάζεται ἡ τελευταία ἐκεῖ μαριολογικὴ διακήρυξη τῆς «ἐνσωμάτου ἀναλήψεως» τῆς Μαρίας στὸν οὐρανὸν («Assumptio»). Τὸ νέο αὐτό «Δόγμα» διεκηρύχθηκε ἀπὸ τό πάπα Πίου τόν IΒ΄ διὰ τῆς «Βούλλας» τῆς 1.11.1950 «Munificentissimus Deus», διὰ τῆς ὁποίας ὁ πάπας πρώτη φορά ἀπὸ τῆς διακηρύξεως τοῦ «᾿Αλαθήτου» αὐτοῦ (ἐν τῇ Α΄ Βατικανίῳ Γενικῇ Ρωμαιοκαθολικῇ Συνόδῳ, 1870) προβαίνει σέ ἐπίσημη δογματοποίηση.
Γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν πιστῶν, «ἐν τῷ θείῳ καταγλαϊσμῷ» τῆς τελικῆς δόξης τῶν «Ἁγίων» τῆς ἀρχέγονης πρωτοχριστιανικῆς ἐκφράσεως, προβάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας συνεχῶς μοναδικὸ καὶ ἀπαράμιλλο πρότυπον ἀπό τούς ἀνθρώπους, τὴν Παναγίαν, τήν «ἀειπάρθενον Θεοτόκον», μέ τήν θεία λατρεία καὶ μέ τό ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο χριστολογικό Δόγμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. ᾿Αλλὰ τὴν μονομερῆ ἀπό τόν πάπα διακήρυξη σέ «Δόγμα» ἑνὸς εἰδικώτατου σημείου ἀπό ὅλη τήν ᾿Εσχατολογία, ὅπως εἶναι ἡ «ἐνσώματος ἀνάληψις» τῆς Θεοτόκου στούς οὐρανούς, πού ἀπαυξάνει καὶ τὴν ἤδη ὑφιστάμενη διάσταση τῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν δύναται νά ἀναγνωρίσει ἡ ᾿Ορθόδοξη Ἐκκλησία. Ἅλλωστε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποφεύγονται καὶ τὰ ἐγχειρήματα γιὰ δογματικοὺς προσδιορισμοὺς σημείων τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, τὰ ὁποῖα παιδαγωγικῶς καὶ φιλανθρώπως ἀφέθηκαν ἀπό τόν Θεό «μετέωρα» στὴν ἐλευθερία τῶν ἐμβαθύνσεων τοῦ εὐσεβοῦς λογισμοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση κατενόησε πάντοτε ὀρθά καὶ ἀκέραια τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἀρχαίων ἐκπροσώπων της, Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, περὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Στό πνεῦμα αὐτό δίδεται πάντοτε ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιφρονοῦντες σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ ἱερὸ τοῦτο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας καὶ τὴν ὀφειλομένη καὶ ἀποδιδομένη τιμή σ’ αὐτὸ τό πρόσωπο στήν ἐκκλησιαστική ζωή καὶ τήν ἀτομική χριστιανική εὐσεβεία, ἐπεκαλοῦντο ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, ἰδίᾳ τὸν Ἐπιφάνιον (310-404), ὡς συμφωνοῦντας στὰ σημεῖα αὐτά τῶν ἀπόψεών τους.
Ἡ Θεοτόκος Παρθένος Μαρία στήν συνείδηση τῶν πιστῶν
καί στήν Ὕμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας
Τό αἴσθημα τῶν ὀρθοδόξων θεωρεῖται σημαντικό καί ὑψηλό, ἀναφερόμενο στὴν πίστη καὶ στὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκον, τὴν Παναγία. Αὐτή ὁ ἑλληνικὸς λαὸς θεώρει πλέον σύμμαχό του καὶ συμπαραστάτη του ἀσφαλέστατον κατὰ τοὺς δικαίους ἱεροὺς ἀμυντικοὺς καὶ ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες του, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἤδη τῆς ἀκμῆς τῆς μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας. Ὑπέροχη ἐκδήλωση τοῦ ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ ἐθνικοθρησκευτικοῦ αἰσθήματος, συνδυαζομένου μετὰ τῆς πρὸς τὴν Θεοτόκο Μαρία τιμῆς καὶ ἀγάπης, ἀποτελεῖ ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος». Πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ θρησκευτικοῦ ποιητικοῦ μεγαλουργήματος μέ τό ὁποῖο ἐκδηλώνεται καὶ ἀποδίδεται θεολογικώτατα, ἡ ὅλη προσφερομένη τιμητικὴ προσκύνηση καὶ ἡ ἀγάπῃ πρὸς τὸ κεχαριτωμένο πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, μέ ποιητικές ἐξάρσεις, καί γιὰ τὸν λόγο πάντοτε πραγματώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκου τοῦ Χριστοῦ Οἰκονομίας «δι᾽ αὐτῆς». Ὁ ὕμνος αὐτός ἀποτελεῖ Κοντάκιον, ἀνεπτυγμένη μορφὴ μέ τούς «Οἴκους», τὸ ὁποῖο ψάλλεται κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἀργότερα παρενεβλήθη καὶ ὁ γνωστὸς Κανών «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου...». Ὁ ἴδιος Ὕμνος ἐμπλουτίσθηκε καὶ μέ τό ἄλλο Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ» (προοιμίου) καί ἀπετέλεσε καὶ ἐθνικὸ ἑλληνικὸ εὐχαριστήριο ὕμνο γιὰ μεγάλες ἀμυντικές καὶ ἀπελευθερωτικές ἐπιτυχίες, οἱ ὁποῖες συνδυάσθηκαν μέ τήν γενικότερη προστασία τῆς Θεοτόκου Μαρίας καὶ τήν εὐνοία αὐτῆς ὑπὲρ τοῦ θεοφρουρήτου ἑλληνικοῦ χριστιανικοῦ κράτους τοῦ Μεσαίωνος, ὅπως καὶ ὑπὲρ τοῦ γένους γενικώτερα, ὅπως αὐτό διεμορφώθηκε μέ τίς ἐπελθοῦσες νέες συνθῆκες τῆς ὑποδουλώσεως καὶ τῆς μετά ἀπό αὐτές ἀποκαταστάσεως καὶ ἀναγεννήσεως αὐτοῦ. (Κωνστ. Δρατσέλα, Ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ ᾿Ακάθιστος Ὕμνος, ἐκλαϊκευτ., Τρίκαλα 1957).
᾿Αξιομνημόνευτο τυγχάνει ὅτι ἡ ρωσικὴ ὀρθόδοξη συνείδηση παρέλαβε αὐτούσιο τὸν «Ἀκάθιστον Ὕνμνον» μεταφρασθέντα στὴν ἐκκλησιαστικὴ σλαβικὴ γλῶσσα καὶ ἀνύψωσε καὶ αὐτή τὸ διθυραμβικὸ Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια...» σέ σύμβολο λυτρώσεώς της, πού προέκυψε ἀπό τήν συντριβή τῶν εἰδωλολατρῶν Ρώσων ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Κνσταντινουπόλεως, πού ἐνισχύθηκαν ἀπὸ τήν Θεοτόκο. Αὐτό ταυτίζεται μέ τήν ἀπολύτρωση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ ρωσικοῦ γένους (βλ. σχετικῶς Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, συγγραφεῖσα ρωσιστὶ καὶ τὸ δεύτερον ἐκδοθεῖσα, τὸ 1840 ἐν Πετρουπόλει, μεθερμηνευθεῖσα δὲ στὴν ἡμετέρα φωνὴ ὑπὸ Θεοδώρου Βαλλιάνου, συνταγματάρχου τοῦ μηχανικοῦ τῆς Ἑλλάδος, ᾿Αθῆναι1851.σ. 6.) Ἀπό τήν ὀρθόδοξου ἑλληνική βεβαιότητα περὶ τῆς συμπαραστάσεως τῆς Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας κατὰ τὸν γιγαντιαῖο ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τοῦ 1821 προέκυψε τὸ νεώτερο πανελλήνιον ἐθνικοθρησκευτικὸν προσκύνημα στήν Εὐαγγελίστρια (Νικολ. Γεωργ. Σακελλίωνος, Ἱστορία τοῦ ἐν Τήνῳ Ἱεροῦ Ναοῦ καὶ Ἱδρύματος τῆς Εὐαγγελιστρίας, προσκυνήματος τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, ἀπὸ τῆς εὑρέεσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος- μέχρι σήμερον, ἐν Ἑρμουπόλει Σύρου 1829).
Ἀπό τήν βεβαιότητα αὐτή περὶ τῆς ἰδιαίτερης προστασίας τῆς Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας στόν εὐσεβῆ ὀρθόδοξο ἑλληνικὸ λαὸ καὶ στρατὸ κατὰ τὴν πρόσφατη ἔνδοξη ἑλληνικὴ ἐποποιΐα τοῦ πολέμου 1940-1941, ὅπως καὶ κατὰ τὴν ξενικὴ κατοχή, προέκυψε καὶ ἡ νεωτάτη σύγχρονη σέ ἐμᾶς ἀναγέννηση καὶ ἐνδυνάμωση τῆς ἀπονεμομένης ἐξαιρετικῆς τιμῆς καὶ εὐλαβείας πρὸς τὴν ὑπέρμαχο στρατηγό, προστάτρια καὶ φύλακα ᾿Αειπάρθενο καὶ Παναγία Θεοτόκο ἀπό τόν ἑλληνικό λαό.
Στό αἴσθημα αὐτό τοῦ λαοῦ ἀνταποκρινόμενη ἡ μήτηρα Ἐκκλησία, ὅρισεν ὅπως κατὰ τὴν 28ην Ὀκτωβρίου ἄγεται πλέον ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης, εἰσήγαγε δὲ καὶ σχετικὴ νεώτατην ἱερὰ ᾿Ακολουθία, ποιηθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου.
Σημειώνουμε ὅτι δὲν πρέπει νὰ παύσει, διότι παραμένει σάν σοβαρὸ καὶ οὐσιῶδες θέμα, πού κινεῖται ἐπὶ χριστολογικῆς ἀκριβῶς βάσεως, ὅπως ἡ ᾽Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία νά στηρίζει ὁλόκληρη τὴν διδασκαλία καὶ τήν λειτουργικὴ πράξη περὶ τῆς Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας (καὶ τῶν Ἁγίων). Ἡ ἀνάγκη ἑνός τέτοιου συσχετισμοῦ ἄρχισε πάλι νὰ γίνεται συνειδητὴ καὶ ἐπιτακτικὴ καὶ στοὺς συγχρόνους ἀμφισβητητές τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ ἐπαναδιαποτίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴν τους μέ τά ἀπολεσθέντα γι’ αὐτούς ἀγαθά τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ ζωῆς.