Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024

Τά δικαιώματα τῶν πιστῶν

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 

Οἱ ἀνακοινωθεῖσες ἀποφάσεις τῆς Κυβερνήσεως γιά τήν συμμετοχή τῶν πιστῶν στίς θεῖες Λειτουργίες τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου πού ἀποβλέπουν, ὡς ἀνεκοινώθη, στόν περιορισμό τῆς μεταδόσεως τῆς μολύνσεως ἐκ τοῦ Covid-19, ἔδειξαν τό ἐνδιαφέρον καί τήν φροντίδα τῶν Ἀξιωματούχων τῆς Πολιτείας καί τῶν Ἐπιστημόνων τῆς Ἰατρικῆς γιά τήν δημόσια ὑγεία, συγχρόνως ὅμως καί τήν ἄγνοια τῶν ἀρχῶν τοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας καί τίς θεολογικές διαστάσεις τῶν θεμάτων.

Γι’ αὐτό καί δέν κατανοοῦνται, ἄν δέν κατανοοῦνται, οἱ ἀντιδράσεις τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας στίς ἀποφάσεις τους.

Αὐτό μᾶς ὤθησε νά ἐπισημάνουμε μέ λιτό πλήν σαφή τρόπο αὐτά πού ἐμεῖς οἱ πιστοί πιστεύουμε καί ἰσχύουν κατά τήν δισχιλιετῆ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας στό χρόνο ἐν παντί καιρῷ.

Θέμα 1ον. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι οὔτε ἐθιμοτυπική ἐπίσκεψη οὔτε ἐμπορική ἐνασχόληση, πολλῷ δέ μᾶλλον καλλωπιστική καί φολκλορική ἀναζήτηση. Ὅλα αὐτά εἶναι γιά τούς ἔχοντες κοσμικό φρόνημα αὐτονόητα καί ἐπιθυμητά. Ὁ Κύριος ὅμως μέ τήν παραβολή τοῦ Μεγάλου Δείπνου (Λουκᾶ ιδ΄,16-24 καί Ματθαίου κβ΄, 14) ἀπεδοκίμασε αὐτή τήν συμπεριφορά ἐκείνων πού ἀπέρριψαν τήν κλήση του Θεοῦ νά συμμετάσχουν στό Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του.  Γιά τό πιστό ἡ συμμετοχή του στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν ἔχει καθορίσει ὁ Ἴδιος ὁ Ἀρχηγός καί  Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἀναγνωρίζεται καί διακηρύσσεται ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, εἶναι ἐμπειρία κοινωνίας μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας οἱ πιστοί ψάλλουν χαρούμενοι «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν». Τά ρήματα «εἴδομεν», «εὕρομεν» καί «ἐλάβομεν» εἶναι σέ ἐνεργητική φωνή δηλωτικά αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τούς πιστούς νά μήν ἐγκαταλείπουν τίς θρησκευτικές συνάξεις, ὅπως συνηθίζουν μερικοί : «μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν, καθὼς ἔθος τισίν, ἀλλὰ παρακαλοῦντες, καὶ τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν» (Πρός Ἑβραίους ι΄, 25). Σέ συνθῆκες ρευστές ἡ σύναξη ἐνισχύει τήν πίστη στόν Χριστό καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.

Μέ τό Βάπτισμά του ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ δικαιώματα πού τοῦ τά παραχωρεῖ καί ἀναγνωρίζει, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ἐπειδή δέχεται μέ πίστη τόν Υἱό Του.

«Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάννου α΄, 12).

Δηλαδή «Σ’ ὅσους ὅμως τόν δέχτηκαν καί πίστεψαν σ’ Αὐτόν ἔδωσε τό δικαίωμα νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ».

 Ὁ Θεός ὅσους πιστεύουν στόν Υἱό Του τούς ἀνυψώνει στήν κατάσταση τῆς υἱοθεσίας «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Πρός Ρωμαίους η΄, 17 ). Ἀποκτοῦν τά ἴδια ἀπαραμείωτα δικαιώματα μέ αὐτά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ὁ φυσικός Υἱός καί κληρονόμος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπως ἀποφαίνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ὃν ἔθηκε κληρονόμον πάντων» (Πρός Ἑβραίους α΄, 2). Ἡ οὐράνια λατρευτική σύναξη τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ κατά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη δοξολογεῖ τόν Νικητή Ἀναστάντα Κύριο ψάλλοντας ἕνα καινούργιο ὕμνο «ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους· καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἀποκαλύψεως ε’, 9-10).

Οἱ λέξεις «βασιλεῖς» καί «ἱερεῖς» ἀποτελοῦν τήν ἐσχατολογική προοπτική τῶν πιστῶν

Τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος τά οἰκειοποιεῖται συμμετέχοντας στά ἅγια Μυστήρια στήν σύναξη τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, μέ ἁπλά λόγια δηλαδή νά ἐκκλησιάζεται.

Ἡ Κυβέρνηση, ἡ Ἰατρική, ἡ ἐπιδημία καί πᾶσα δημόσια ἐπίγεια ἐξουσία,  δέν μποροῦν οὔτε νά ἐμποδίσουν οὔτε νά ἀκυρώσουν τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, διότι ἁπλούστατα δέν ἔχουν τέτοια ἐξουσία.

* * * * *

Θέμα 2ον. Ἡ συμμετοχή στήν Θεία Κοινωνία ἐπίσης δέν εἶναι μία ἐθιμοτυπική συμπεριφορά «γιά  τό καλό». Αὐτό εὔκολα ὅποιος συμμετέχει σέ μία Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά τό διαπιστώσει. Ὁ πιστός προσέρχεται στό μυστήριο τῆς ζωῆς παρακαλώντας :

«Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ Μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω,καθάπερ ὁ Ἰούδας· ἀλλ’ ὡς ὁ Λῃστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

Εἶναι σαφές, ὅτι αὐτή ἡ σύντομη προσευχή ἀποτελεῖ ὑπαρξιακή δέηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἀναστάντα Κύριο νά Τόν δεχθεῖ καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ πιστός ὑπόσχεται στόν Ἰησοῦ Χριστό ὅτι δέν θά συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ σταυρωτές Του.

Αὐτό λοιπόν πού προσφέρει ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπάρχει ἐγκόσμια ἐξουσία οὔτε νά τό στερήσει οὔτε νά τό ἐμποδίσει. Οὔτε στόν λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτρέπεται νά ἀπαγορεύσει σέ πιστό τήν Θεία Κοινωνία, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει συμπεριφερθεῖ κατά τρόπον προσβάλλοντα τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ.

Βέβαια ὅσοι σέβονται τόν ἑαυτό τους δέν συμπεριφέρονται ἀδεῶς καί ἀδαῶς σέ τέτοια θέματα. Ὁ Κύριος διευκρίνησε στούς Μαθητές Του «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς» (Λουκᾶ η΄, 10)

* * * * *

Θέμα 3ον: Στό κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου συμπεριλαμβάνεται καί ἡ ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τόν οὐράνιο Ἄρτο καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά τρέφεται μέ αὐτή τήν πνευματική τροφή. Ἡ ὁμιλία αὐτή ἐκφωνήθηκε τήν ἐπαύριον ἀπό τήν μέ θαῦμα διατροφή τῶν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, ὅταν ὁ Κύριος εὐλόγησε καί ἐπλήθηνε τούς πέντε ἄρτους καί τούς δύο ἰχθεῖς. Τήν ἑπομένη μέρα συνγκεντρώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καί περίμεναν ὁ Κύριος νά τούς δώσει νά φᾶνε ὅπως τήν προηγούμενη. Τότε ὁ Κύριος τούς μίλησε γιά τήν πνευματική τροφή τους πού εἶναι ὁ Ἄρτος, καί τό ποτήριον τῆς ζωῆς. Τούς τόνισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά νά ζήσει αἰώνια μαζί μέ τόν Θεό πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τρώγοντας τό ἅγιο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τούς μίλησε δηλαδή γιά τήν θεία Κοινωνία.

«Πολλοί ἀπό τούς μαθητές του, ὅταν τ’ ἄκουσαν αὐτά, εἶπαν: Σκληρά εἶναι αὐτά τά λόγια, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀκούει;» Ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε πώς οἱ μαθητές τοῦ δυσανασχετοῦσαν γι’ αὐτά τά λόγια καί τούς εἶπε: «Σ’ αὐτό σκοντάφτετε; Τότε τί θά γίνει ἄν δεῖτε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου ν’ ἀνεβαίνει ἐκεῖ ποῦ ἦταν πρωτύτερα; Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού δίνει ζωή, τά ἀνθρώπινα δέν ὠφελοῦν σέ τίποτα. Τά λόγια πού σᾶς εἶπα ἐγώ εἶναι πνεῦμα καί εἶναι ζωή. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί ἀπό σᾶς πού δέν πιστεύουν». Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐπειδή γνώριζε ἐξαρχῆς ποιοί ἦταν αὐτοί πού δέν πίστευαν καί ποιός ἦταν αὐτός πού θά τόν προδιδε. Καί τούς ἔλεγε: «Γι’ αὐτό σας εἶπα ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἔρθει κοντά μου, ἄν δέν τοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ δύναμη ἀπό τόν Πατέρα». Ἀπό τότε πολλοί ἀπό τούς μαθητές τοῦ ξεμάκρυναν καί δέν τόν ἀκολουθοῦσαν πιά. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;» Ὁ Σίμων Πέτρος τοῦ ἀπάντησε: “Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε; Ἐσύ κατέχεις τά λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή. Κι ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει κι ἔχουμε νιώσει πώς ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ἰωάννου στ΄, 60-69).

Αὐτό πού εὔκολα προκύπτει εἶναι ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπεχώρησε στήν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν Του πού ἔκριναν μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια

* * * * *

Θέμα 4ον: Τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει διευκρινίσει, ὅτι ἡ κοσμική ἐξουσία ἀσκεῖται ἀπό τά ὄργανα τῆς Πολιτείας μέχρι τήν ἐξώθυρα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἔχει διευκρινίσει Μία Ἐξουσία δοξάζεται καί προσκυνεῖται ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες οἱ ἄλλες ἐξουσίες παραμένουν ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Αὐτή ἡ θεμελιώδης ἀρχή τηρεῖται σέ πλῆθος ρυθμίσεων τῆς Ἐκκλησίας μας π.χ. ἡ ἔνστολοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Κράτους ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ δέν φέρουν τό σύμβολα τῆς ἐξουσίας καί τοῦ ἀξιώματός τους, οὐδεμία τιμητική διάκριση ἀποδίδεται σέ ὑπεροχικά πρόσωπα διότι «πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Πρός Γαλάτας γ΄, 28). Ὅλοι θεωροῦνται ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Eἶναι χαρακτηριστική καί συναφής μέ τό θέμα μας ἡ περίπτωση τοῦ Εὐτροπίου πού  ἦταν Πρωθυπουργός τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀρκαδίου, ἀναξίου γιοῦ τοῦ Μεγάλου Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Θεοδοσίου, ἔχοντος σύζυγον τήν φιλόδοξη καί πανοῦργο Εὐδοξία. Ὁ Εὐτρόπιος ἐπεχείρησε νά καταργήσει τό ἄσυλο τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτήν τήν ἀπόπειρα ἀντιστάθηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.  Ὅταν ἔχασε τήν εὔνοια τῆς Εὐδοξίας καί ἀπώλεσε τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία πού εἶχε γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τόν στρατό πού τόν κατεδίωκε κατέφυγε στήν Ἐκκλησία μάλιστα δέ γιά ἀσφάλεια εἶχε ἀγκαλιάσει τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τόν προστάτευσε καί τόν ἔσωσε ἀπό τούς διῶκτες του, ἀλλά καί ἐξεφώνησε δύο σημαντικούς λόγους α΄. Ὁμιλία εἰς Εὐτρόπιον Εὐνοῦχον Πατρίκιον καί Ὕπατον PG 52, 391-395 καί β΄. Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη, καί περί παραδείσου καί Γραφῶν καί εἰς τό «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου» PG 52 395-413

Ὁ διώκτης τῆς Ἐκκλησίας βρῆκε προστασία στήν Ἐκκλησία.

Γλαφυρά περιγράφει τό περιστατικό σέ ἱστορική μελέτη του ὁ Ἀρχιπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Α΄, (ὁ Παπαδόπουλος) πού τήν ἀναδημοσιεύουμε γιά τήν μελέτη τῶν πιστῶν :

« {Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος} δέν παρεγνώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς παρακολουθήσεως τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἀνωμαλίας τῶν χρόνων ἐκείνων πρὸς διόρθωσιν αὐτῆς. Τούτου ἕνεκα πρῶτος ἤρξατο ἀνησυχῶν ὁ Εὐτρόπιος. Οὗτος ἐν τῇ αὐθαιρεσίᾳ αὑτοῦ ἠθέλησε νὰ καταργήσῃ τὸν θεσμὸν τοῦ ἀσύλου, ἀλλ᾽ εὗρεν ἀπέναντι αὐτοῦ ἀτρόμητον πρόµαχον τῶν δικαίων τῆς ᾿Εκκλησίας τὸν Πατριάρχην. Λίαν δὲ ταχέως ὁ εἰς τὰ ὕπατα ἀξιώματα ἀναβιβασθεὶς εὐνοῦχος εἰς ἀνάγκην εὑρέθη, ἵνα προσφύγῃ εἰς τὸ ἄσυλον τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οὐ μόνον ἄλλων Γότθων τὸν φθόνον καὶ δυσαρέσκειαν προυκάλεσεν, ἀλλ᾽ ἦλθεν εἰς διάστασιν καὶ πρὸς τὴν Εὐδοξίαν, ἀπειλήσας αὐτήν ἡμεραν τινὰ, ὅτι ἠδύνατο νὰ καταβιβάσῃ αὐτὴν τοῦ θρόνου, ἀφοῦ αὐτὸς ἀνεβίβασεν αὐτήν. Τοῦτο ἐθεώρησεν ὁ νωθρὸς ᾿Αρκάδιος ἔγκλημα καθοσιώσεως. Κινδυνεύων ν᾿ ἀπολέσῃ τὴν ζωὴν ὁ Εὐτρόπιος, κατέφυγε δρομαῖος εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν, πολυπληθὴς δὲ ὁ λαὸς ἔσπευσε νὰ ἴδη τὸν τέως παντοδύναμον ὕπατον, κατέχοντα διὰ τῶν βραχιόνων τὴν ἁγίαν Τράπεζαν τοῦ ναοῦ. Ὁ λαὸς ἀπῄτει τὴν παράδοσιν τοῦ ἀθλίου Εὐτροπίου, μάτην δὲ προσεπάθησεν ὁ Πατριάρχης νὰ κατευνάσῃ τὴν ἐξεγερθεῖσαν λαϊκὴν θύελλαν, θέλων νὰ σώσῃ τὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καταφυγόντα. Ἡ θύελλα ἐπηυξήθη, ὅταν ὁρμήσας ὁ στρατὸς ἐζήτει νὰ ὑφαρπάσῃ τὸν μισητὸν Εὐτρόπιον καὶ φονεύσῃ αὐτόν. Προέταξε τὸ στῆθος αὑτοῦ καί τὸν λόγον ὁ Πατριάρχης καὶ ἐπειδὴ δὲν εἰσηκούετο, ἐζήτησε νὰ ὁδηγηθῇ ὑπὸ τοῦ στράτου πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπείσθη εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ὁ ἴδιος ἐξελθὼν πρὸς τὸν λαὸν καὶ τὸν στρατὸν παρεκάλεσεν αὐτοὺς νὰ σεβασθῶσι τὴν ἱερότητα τοῦ ἀσύλου τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐπαύριον ἄπειρον πλῆθος προσῆλθεν εἰς τὸν ναόν. Ὁ δὲ Πατριάρχης ἀπήγγειλε μίαν τῶν θαυμασιωτάτων αὑτοῦ ὁμιλιῶν περὶ ματαιότητος τοῦ κόσμου. ᾿Απὸ τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος ἀπευθυνόμενος πρὸς τό τρέμον θῦμα τῆς ματαιότητος, τὸν τὴν ἁγίαν Τράπεζαν κατέχοντα  Εὐτρόπιον «Οὐκ ἔλεγόν σοι, εἶπεν, ὅτι δραπέτης ὁ πλοῦτός ἐστιν ; οὐκ ἔλεγον, ὅτι ἀγνώμων ἐστὶν οἰκέτης; σὺ δὲ οὐκ ἐβούλου πείθεσθαι. ᾿Ιδοὺ ἐκ τῶν πραγμάτων ἔδειξεν ἡ πεῖρα, ὅτι οὐ δραπέτης μόνον, οὐδὲ ἀγνώμων, ἀλλὰ καὶ ἀνδροφόνος· οὗτος γάρ σε τρέμειν νῦν καὶ δεδοικέναι παρεσκεύασεν. Οὐκ ἔλεγόν σοι ἡνίκα συνεχῶς ἐπετίμας μοι λέγοντι τ᾽ ἀληθῆ, ὅτι ἐγώ σε φιλῶ μᾶλλον τῶν κολακευόντων; ἐγὼ ὁ ἐλέγχων πλέον κήδομαι τῶν χαριζομένων; Οὐ προσετίθην τοῖς ρήμασι τούτοις, ὅτι ἀξιοπιστότερα τραύματα φίλων εἴ περ ἑκούσια φιλήματα ἐχθρῶν; Εἰ τῶν ἐμῶν ἠνέσχου τραυμάτων, οὐκ ἄν σοι τὰ φιλήματα ἐκείνων τὸν θάνατον τοῦτον ἔτεκον· τὰ γὰρ ἐμὰ τραύματα ὑγείαν ἐργάζεται, τὰ δὲ ἐκείνων φιλήματα νόσον ἀνίατον κατεσκεύασε. Ποῦ νῦν οἱ οἰνοχόοι; ποῦ δὲ οἱ σοβοῦντες ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ μυρία παρὰ πᾶσιν ἐγκώμια λέγοντες; ᾽Εδραπέτευσαν, ἠρνήσαντο τὴν φιλίαν, ἀσφάλειαν ἑαυτοῖς διὰ τῆς σῆς ἀγωνίας πορίζουσιν. ᾿Αλλ᾽ οὐχ ἡμεῖς οὕτως, ἀλλὰ καὶ τοῦ δυσχεραίνοντός σου οὐκ ἀπεπηδῶμεν, καὶ νῦν πεσόντα περιστέλλομεν καὶ θεραπεύοµεν. Καὶ ἡ μὲν πολεμηθεῖσα Ἐκκλησία παρά σοι τοὺς κόλπους ἤπλωσε καὶ ὑπεδέξατο, τὰ δὲ θεραπευθέντα θέατρα, ὑπὲρ ὧν πολλάκις πρὸς ἡμᾶς ἠγανάκτεις, προὔδωκε καὶ ἀπώλεσεν. ᾿Αλλ᾽ ὅμως οὐκ ἐπαυσάμεθα ἀεὶ λέγοντες, τί ταῦτα ποιεῖς : ἐκβακχεύεις τὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ κατὰ κρημνῶν σεαυτὸν φέρεις· καὶ παρέτρεχες ἅπαντα. Καὶ αἱ μὲν ἱπποδρομίαι, τὸν πλοῦτον τὸν σὸν ἀναλώσασαι τὸ ξίφος ἠκόνησαν, ἡ δὲ ᾿Εκκλησία τῆς σῆς ὀργῆς ἀπολαύσασα τῆς ἀκαίρου, πανταχοῦ παρατρέχει, τῶν διακτύων σε ἐξαρπάσαι βουλομένη» (3, 992). Ἔσωζε δὲ τὸν Εὐτρόπιον ὁ Πατριάρχης, καίτοι ἐναγῆ ὄντα καὶ ὑβρίσαντα τὴν ᾿Εκκλησίαν, ζητήσαντα τὸ ἄσυλον αὐτῆς νὰ καταργήσῃ, ἐξ οἴκτου καὶ χάριτος, ἐφαρμόζων τὴν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς χριστιανικὴν ἀγάπην, πρὸς τὸν ὠργισμένον δὲ λαὸν ἀπευθυνόμενος ἔλεγεν «ἆρα ἐμάλαξα ὑμῶν τὸ πάθος καὶ ἔσβεσα τὴν ὀργήν; ἄρα ἐξέβαλον τὴν ἀπανθρωπίαν; ἄρα εἰς συμπάθειαν ἤγαγον; Σφόδρα ἔγωγε οἶμαι, καὶ δηλοῖ τὰ πρόσωπα καὶ αἱ τῶν δακρύων πηγαί». Ἐκ τῶν τελευταίων φράσεων καταφαίνεται ἡ ἔκτακτος ἐπὶ τοῦ λαοῦ ἐντύπωσις τῆς ὁμιλίας τοῦ Πατριάρχου. Ὁ Εὐτρόπιος ἐσώθη, ἀποσταλεὶς ἁπλῶς εἰς ἐξορίαν, καίτοι ὕστερον κατεδικάσθη εἰς θάνατον. Μετὰ τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο ἤρξατο ὁ Πατριάρχης τῆς ἑρμηνείας τῆς πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολῆς, ἔν τινι δὲ τῶν ὁμιλιῶν αὑτοῦ ὑπέμνησεν εἰς τὸν λαὸν τὴν οἰκτρὰν τοῦ Εὐτροπίου τύχην· «ὁ χθὲς ἐπὶ τοῦ βήματος ὑψηλός, ὁ κήρυκας ἔχων λαμπρᾷ τῇ φωνῇ βοῶντας καὶ πολλοὺς τοὺς προτρέχοντας καὶ σοβοῦντας κατὰ τὴν ἀγοράν, σήμερον εὐτελὴς καὶ ταπεινὸς καὶ πάντων ἐκείνων ἔρημος καὶ γυμνὸς καθάπερ κονιορτὸς ἀναρριπισθείς, καθάπερ ρεῦμα παρελθόν» (12, 347).

Χρυσοστόμου   Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, 1970 Ἀθήνα.

 

20181205 165004

Ιερά Μητρόπολη

Καισαριανής Βύρωνος & Υμηττού

Φορμίωνος 83

16121, Καισαριανή

Τηλ. : 210 7224123 - 210 7237133

Fax : 210 7223584

email :info@imkby.gr

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

images