Μηνύματα
ἀπό τά θέματα τοῦ Συναξαρίου τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Μεγάλη Δευτέρα
Ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ καὶ ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ
Κατὰ τὸ συναξάρι τοῦ Μηναίου «τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου ᾽Ιωσὴφ τοῦ Παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς».
α΄. Μὲ τὴν εἴσοδο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία στρέφει τὴν προσοχὴ τῶν πιστῶν της ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὸ πρόσωπο τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ, ποὺ ἡ ζωὴ του ἔγινε προφητικὸς τύπος τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ στὸ ἐπει-σόδιο τῆς «ξηρανθείσης συκῆς» ποὺ συμβόλιζε τὴν ἄμοιρη πνευ-ματικῶν καρπῶν συναγωγὴ τῆς ἡγεσίας τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ.
Εἶναι σ᾽ ὅλους γνωστὴ ἡ συγκινητικὴ ἱστορία τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰακώβ : Αὐτὸς ὁ ἑνδέκατος γιός τοῦ Ἰακώβ ἦταν ὁ ἀγαπημένος τοῦ πατέρα του. Τὸν φθόνησαν οἱ ἀδελφοί του καὶ τὸν πούλησαν σὲ Μαδιανῖτες ἐμπόρους γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.
Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς διαφορετικὰ εἶχε προβλέψει τὸ μέλλον τοῦ Ἰωσήφ : οἱ ἔμποροι τὸν ἔφεραν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου τὸν πούλησαν σὰν δοῦλο στὸν ὑπουργὸ τῶν Οἰκονομικῶν τοῦ Φαραώ, τὸν Πετεφρῆ. Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ὡραῖο παληκάρι. Ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ὑποκύψει στὶς προτάσεις τῆς γυναίκας τοῦ Πετεφρῆ, τὸν ἔρριξαν τελικὰ στὴ φυλακή. Ἡ ἱκανότητα ποὺ ἐπέδειξε στὴν ἐξήγηση τῶν ὀνείρων φυλακισμένων ἀξιωματούχων τοῦ Φαραώ, κι αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, ὄχι μόνον τοῦ χάρισαν τὴν ἐλευθερία ἀλλὰ τὸν ἀνέβασαν καὶ στὸ ἀνώτατο ἀξίωμα τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας τοῦ Νείλου. Οἱ ἀδελφοί του ποὺ τὸν πούλησαν, γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν, σὲ χρόνους δεινῆς σιτοδείας κατεβαίνουν στὴν Αἴγυπτο γιὰ ἐξεύρεση τροφῆς. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν δείχνει μνησικακία. Ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν πατέρα του καὶ τοὺς ἀδελφούς του. Κάλεσε ὅλη τὴν οἰκογένεια στὴν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔγινε ἡ ἐγκατάσταση τῶν Ἑβραίων στὴν χώρα τῶν Φαραώ. Αὐτὴ εἶναι, μὲ λίγα λόγια, ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως μᾶς τὴν δίνει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη.
Διακρίνει κανεὶς σ᾽ αὐτὴν ὄχι μόνον ὑψηλὰ ἠθικὰ διδάγματα, ἀλλὰ καὶ μιὰ βαθειὰ θεολογία κάτω ἀπ’ τὴν ἁπλὴ ἱστορικὴ γλώσσα. Τὸ περιστατικὸ δείχνει ἀπ᾿ τὴ μία μεριὰ πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι ὁ φθόνος καὶ πόσο μεγάλο εἶναι ἡ συγχώρηση καὶ ἡ ἀνεξικακία, πὼς ἡ ἠθικὴ ἀκεραιότητα καὶ σωφροσύνη εἶναι ἱκανὴ προστασία στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη κι’ ὅταν φαίνεται ὅτι πρόσκαιρα τὰ πράγματα ἔρχονται ἐντελῶς ἀνάποδα.
Ἡ θεολογία ὅμως αὐτῆς τῆς ἱστορίας μᾶς πηγαίνει ἀκόμη πιὸ βαθειά: Οἱ ἅνθρωποι μὲ τὸ κουτό τους μυαλὸ καὶ τὴν στενοκαρδία τους δὲν μποροῦν νὰ καταστρέψουν τὸ σχέδιο τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ. Ἄλλα εἶχαν στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά τους οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ, ἄλλα ὅμως πρόβλεπε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα δὲν πρέπει ν᾽ αὐταπατᾶται κανεὶς ὡς πρὸς τὸ νόημα τῶν πραγμάτων, ὅταν ξέρει μόνο τὴν πρώτη φάση στὴν ἐξέλιξή τους.
Ἡ δουλεία καὶ ἡ φυλάκιση, ἡ ἐξορία καὶ τὰ βάσανα τοῦ Ἰωσήφ ἦταν μόνο ἡ πρώτη φάση στὴν περιπετειώδη ἱστορία του. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ παθήματα ἔρχεται ἡ ἐξύψωση καὶ ἡ δόξα.
Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἠθικὴ καὶ θεολογικὴ ἔννοια τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ, δὲν εἶναι καθόλου παράξενο ὅτι πολὺ νωρίς ἡ χριστιανικὴ παράδοση εἶδε στὴν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ, εἰδικώτερα στὰ παθήματα καὶ τὴν ἀνύψωσή του, ἕναν προφητικὸ τύπο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, τῶν παθημάτων καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Καὶ αὐτὸν ἀπέρριψε τὸ ἔθνος του καὶ τὸν ἔστειλε στὸν θάνατο. Φθόνος ἦταν καὶ ἡ αἰτία τῆς καταδίκης τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾽Ανθρώπου. Πρὸς στιγμὴν φάνηκε πὼς ἡ κακία θριάμβευσε. Ἄλλα ὅμως ὁ Θεὸς εἶχε στὸ σχέδιό του : Ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη σὰν βασιλιὰς καὶ Κύριος ἑνὸς νέου λαοῦ, μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας. Νὰ πῶς τὸ Κοντάκιο καὶ ὁ Οἶκος τῆς ᾿Ακολουθίας τῶν Νυμφίων ἐξυμνεῖ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσὴφ μέσα στὴν ὅλη συνάφεια τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου :
«Ὁ Ἰωσὴφ ὠδύρετο τοῦ Ἰακὼβ τὴν στέρησιν καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἅρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας, ἀντεδοξάζετο παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον». «᾿Επὶ τῷ ὀδυρμῷ νῦν προσθήσωμεν ὀδυρμὸν καὶ ἐκχέωμεν δάκρυα, μετὰ τοῦ Ἰακὼβ συγκοπτόμενοι Ἰωσὴφ τὸν ἀοίδομον καὶ σώφρονα, τὸν δουλωθέντα μὲν τῷ σώματι, τὴν ψυχὴν δὲ ἀδούλωτον συντηροῦντα καὶ Αἰγύπτου παντὸς κυριεύσαντα ὁ Θεὸς γὰρ παρέχει τοῖς δούλοις αὐτοῦ στέφος ἄφθαρτον».
β΄. Τὸ ἐπεισόδιο τῆς ξηρανθείσης συκῆς ἀφηγεῖται τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ᾿Ακολουθίας τοῦ Νυμφίου : Ὁ Ἰησοῦς ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴ Βηθανία στὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶναι πεινασμένος. Σπεύδει σὲ μία συκιά, κοντά στὸ δρόμο, πού ’ταν γεμάτη φύλλα, ἀλλὰ δὲν βρίσκει καρπό. Ἔτσι ἀπ᾿ τὸ στόμα του βγαίνουν λόγοι καταδίκης γιὰ τὴν συκιά: «μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα». Ἡ συκιά ξεραίνεται κι οἱ μαθητἑς μένουν κατάπληκτοι. Ὅ Ἰησοῦς παίρνει ἀφορμὴ ἀπ᾿ τὸ ἐπεισόδιο γιὰ νὰ τοὺς διδάξει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεως μπορεῖ ἀκόμη νὰ μετακινήσει καὶ ὄρη.
Δὲν εἶναι ἐντελῶς σαφὲς τί σημαίνει ἡ περικοπὴ αὐτή. Ἐξαρχῆς ὅμως ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας διέκρινε στὴ συκιὰ τὴ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, μὲ τὰ πολλὰ φύλλα τῆς θρησκευτικῆς ὑποκρισίας, χωρὶς ὅμως τοὺς καρποὺς τῆς φρονήσεως καὶ τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν. Οἱ καταδικαστικοὶ γιὰ τὴ συκιὰ λόγοι σημαίνουν τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ἐκείνους, ποὺ ὅπως ἡ συκιὰ μὲ τὰ πολλὰ φύλλα, ἔχουν ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα καὶ ἐχέγγυα θρησκευτικῆς γνώσεως καὶ ἀρετῆς, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἐπίδειξη, γιατὶ δὲν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ τὰ φύλλα ὑπόσχονται, ὁ καρπὸς δηλαδή. Καὶ μάλιστα, δὲν ὑπάρχει καρπὸς τὴν ὥρα ποὺ χρειάζεται, τὴν ὥρα ποὺ πεινασμένος ὁ Μεσσίας ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Μέσα στὰ πλαίσια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας νὰ πῶς ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾿Ακολουθίας τοῦ Νυμφίου ἑρμηνεύει τὴν περικοπὴ :
«Τὴν συναγωγὴν συκῆν Χριστὸς Ἑβραίων καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἄρα ξηραίνει, ἦς φύγωμεν τὸ πάθος».
Πολὺ συχνὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἰδιαίτερα στὰ προφητικὰ βιβλία, ὁ Ἰσραὴλ παρομοιάζεται μὲ συκιά (Β΄ Βασ. 18, 31· Μιχ. 4, 4· ὡσ. 9, 10· Μιχ. 7, 1· Ἱερ. 8, 13). Αὐτὸς ποὺ τὴν φύτευσε καὶ τὴν περιποιεῖται καὶ φυσικὰ αὐτὸς ποὺ περιμένει νὰ φάει τὸν καρπό της εἶναι στὸν εἰκονισμὸ αὐτὸ πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔννοια ἔχει τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πεινασμένος ζητάει ἀπ᾿ τὴ συκιὰ τὸν καρπό της. Ἄν τὴν ὥρα ποὺ πεινάει ὁ ἀφέντης τῆς συκιᾶς δὲν ἔχει καρπὸ νὰ τοῦ δώσει, καταντάει ἀδιάφορο τί καρπὸ μπορεῖ νὰ παραγάγει στὸν καιρό της. Ἡ πείνα τοῦ Ἰησοῦ τονίζει τὸ ἐπεῖγον τῆς ὥρας καὶ τῆς ἀπαιτήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ λαό του καὶ τὴν ἡγεσία του. Ἄν αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν ποῦν τὸ ναί, ἂν αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν ἀνταποκριθοῦν, θἆναι πολὺ ἀργὰ ὅ,τι κι ἂν ἀποφασίσουν νὰ κάνουν ἀργότερα. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὴν κατάσταση δραματικώτερη εἶναι πὼς τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς σημαίνουν γιὰ τὸν πεινασμένο τὴν ὑπόσχεση τῆς ὑπάρξεως καρπῶν. Ἄν τὸ δέντρο ἦταν κατάξερο μὲ τοὺς κλώνους του γυμνούς, δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ καταφύγει σ᾿ αὐτὸ γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του. Τὰ φύλλα ὅμως ὑπόσχονται τὴν ὕπαρξη καρποῦ, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ κάνει τὸν πεινασμένο νὰ πλησιάσει τὸ δένδρο γιὰ νὰ βρεῖ σῦκα.
Αὐτὰ τὰ δυὸ κυρίως στοιχεῖα τονίζει τὸ ἐπεισόδιο τῆς «ξηρανθείσης συκῆς» : τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ κάτι, πρέπει νὰ ὑπάρξει ἄμεση ἀνταπόκριση χωρὶς ἀναβολή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε τὴν ἡγεσία τοῦ ἔθνους του σὲ μιὰ ἐπείγουσα νέα ἐκλογή, τὴν ἐκλογὴ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπό του. Ἡ μὴ ἀνταπόκριση στὴν ἐπείγουσα ἔκκληση τοῦ Θεοῦ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταδίκη καὶ ἀχρηστία. Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι πῶς τὰ φύλλα ξεγελοῦν. Φύλλα χωρὶς καρπὸ δὲν σημαίνει τίποτε· μόνο μιὰ ἐξαπάτηση ποὺ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταδίκη.
Εἶναι ἐνδιαφέρον μαζὶ καὶ διδακτικὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας, ἀρχίζοντας τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, προβάλλει αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῆς καταδίκης του γιατὶ ἀπέρριψε τὴν ἐπείγουσα πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἐπεισόδιο δὲν σημαίνει μόνο πὼς ὁ καταδικασμένος στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι ὁ Ἰησοῦς πάνω στὸ Σταυρὸ πού τόν ἀνέβασε τὸ ἔθνος του, ἀλλ᾽ ὁ λαὸς καὶ ἡ ἡγεσία του ποὺ τὸν καταδίκασαν σημαίνει ἀκόμα γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς πὼς πρέπει νἆναι ἕτοιμος νὰ ἀνταποκριθεῖ δημιουργικὰ στὴν πρόσκληση, ποὺ σημαίνουν γιὰ ὅλους μας ὁ Σταυρὸς κι ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Ἰησοῦ, στὴν πρόσκληση νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε στὴ νέα ζωὴ τῆς ᾽Αναστάσεως. Κι αὐτὰ τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς εἶναι μιὰ τρομερὴ προειδοποίηση γιὰ κάθε εἶδος ψεύτικης ἀξιώσεως καὶ ὑποκρισίας. Αὐτὴ τὴν προειδοποίηση διατυπώνει προφητικὰ ὁ ὑμνογράφος στὸ τροπάριο:
«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀπαρπίαν τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Μεγάλη Τρίτη
Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα
Κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὴ μέρα ποὺ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα στὴ Βηθανία ἄλειψε τὸν Ἰησοῦ μὲ τὸ πολύτιμο μῦρο, ὁ μαθητὴς του Ἰούδας διέπραξε τό ἔργο τῆς προδοσίας.
Ἡ ἱστορικὴ περιέργεια, ἡ θεολογικὴ διάθεση καὶ ἡ εὐσέβεια ἀντιμετώπισαν τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα μὲ κάποια ἀπορία καὶ κατάπληξη. Πῶς νὰ φαντασθεῖ κανεὶς καὶ πῶς νὰ ἐξηγήσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν στενώτερο κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἔζησε κοντά Του, ἄκουσε τὴ διδασκαλία Του, εἶδε τὴν Ἁγία ζωή Του, Τὸν ξεπούλησε στό τέλος στίς θρησκευτικές ἀρχὲς τῆς χώρας του γιὰ τριάντα ἀργύρια; Ὁ ἱστορικὸς δυσκολεύεται μέσα ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Εὐαγγελίων νὰ συλλάβει μὲ κάποια σαφήνεια τί ἀκριβῶς πρόδωσε ὁ Ἰούδας στοὺς ἀντιπάλους τοῦ Ἰησοῦ, ποιὲς ἦταν ἀκριβῶς οἱ ὑπηρεσίες ποὺ τοὺς πρόσφερε. Οἱ θεολόγοι προσπάθησαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ ἐνσωματώσουν μὲ κατανόηση τὴν προδοσία τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὸ σύνολο τῆς θεολογίας τοῦ Πάθους. Κι ἡ χριστιανικὴ εὐσέβεια ἀντιμετώπισε πάντοτε μὲ τρόμο τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρίσκεται τὴν μιὰ στιγμὴ πολὺ κοντά, πάρα πολὺ κοντὰ στὸ Θεό, καὶ τὴν ἀμέσως ἑπόμενη στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ φράχτη μὲ τὸ στίγμα τῆς προδοσίας. Αὐτὲς τὶς τρεῖς ἀπόψεις τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα θὰ ἀναλύσει πολὺ σύντομα ἡ σημερινὴ ὁμιλία.
Τί πρόδωσε ὁ Ἰούδας στοὺς ἀρχιερεῖς; ρωτάει ὁ ἱστορικὸς. Τί ὑπηρεσία τοὺς πρόσφερε γιὰ νὰ τὸν καλοδεχθοῦν καὶ νὰ τὸν πλη ρώσουν μὲ τριάντα ἀργύρια ; Ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ πάθει. Μ᾿ ἄλλα λόγια ὁ ἴδιος καθόρισε τὴν ὥρα καὶ τὰ περιστατικὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ τέλους. Αὐτὸ διευκόλυνε πολὺ τὰ ἐναντίον του σχέδια τῶν θρησκευτικῶν Ἀρχῶν. Τότε τί τόν ἥθελαν τὸν Ἰούδα; Οἱ ἱστορικοὶ ἔδωσαν διάφορες ἀπαντήσεις σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα. Μερικοὶ εἶπαν πὼς ἀφοῦ κατὰ τὴν Συνοπτικὴ Εὐαγγελικὴ παράδοση ὁ Ἰησοῦς ἀνοιχτὰ καὶ δημόσια πρώτη φορὰ μπροστὰ στὸ δικαστήριο τοῦ ἀρχιερέα Καϊάφα ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτής, ὁ Ἰούδας πρόδωσε αὐτὸ τὸ μέχρι τότε μυστικὸ τοῦ Ἰησοῦ, ἕνα μυστικὸ ποὺ ἦταν κατὰ ἕνα τρόπο ἐλλειπῶς γνωστὸ στὸν στενὸ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ πίστευαν πὼς ὁ Μεσσίας δὲν θὰ εἶναι μόνον ὁ λυτρωτὴς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Ρωμαίων. Ἑπομένως μιὰ δημόσια διακήρυξη ἀπὸ μέρους τοῦ Ἰησοῦ ὅτι εἶναι Μεσσίας, δὲν Θὰ δημιουργοῦσε μόνο σύγχυση, ἀλλὰ θὰ εἶχε καὶ τρομερὲς συνέπειες ἀπὸ μέρους τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν Ἀρχῶν. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ γιατὶ ὁ Ἰησοῦς διατηροῦσε σὰν ἕνα μυστικὸ τὴ συνείδησή Του πὼς εἶναι Μεσσίας καὶ Σωτήρας - ἄλλης τάξεως, βέβαια - ἀπὸ τὸ Σωτήρα ποὺ περίμεναν οἱ ὑπόδουλοι στοὺς Ρωμαίους συμπατριῶτες Του. Ἔτσι θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἀλβέρτος Σβάιτσερ προσπάθησαν ἱστορικὰ νὰ ἐννοήσουν τί πρόδωσε ὁ Ἰούδας στοὺς Ἀρχιερεῖς: τοὺς διεμήνυσε πὼς ὁ Ἰησοῦς πιστεύει πράγματι ὅτι εἶναι Μεσσίας καὶ μποροῦν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ Τὸν παγιδεύσουν.
Ἄλλοι πάλι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ Ἕλληνες συγγραφεῖς, φαντάζονται τὸν Ἰούδα σὰν ἐκπρόσωπο τῶν προσδοκιῶν τοῦ λαοῦ γιὰ μιὰ κυρίως πολιτικὴ ἀπελευθέρωση τῆς χώρας ἀπὸ τὸν Μεσσία. Κι ὅταν ὁ Ἰούδας, λένε, ἀνακάλυψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μ’ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ πολιτικοῦ Μεσσία, ἀλλ᾽ ὅτι ὁ ἴδιος πίστευε πὼς ὁ θάνατός του ἦταν ἀπαραίτητος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔνοιωσε ὄχι μόνο βαθειὰ ἀπογοήτευση, ἀλλὰ καὶ ἐχθρότητα πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Δασκάλου του. Βρέθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ φράχτη. Πίστεψε πὼς ἔπρεπε μὲ τὸ ἀζημίωτο φυσικὰ νὰ συντελέσει κι αὐτὸς στὴν καταστροφὴ αὐτοῦ ποὺ τόσο τὸν ἀπογοήτευσε. Τί πρόδωσε λοιπὸν στοὺς ἀρχειρεῖς ; τίποτε τὸ σπουδαῖο : τὸν τόπο καὶ τὴν κατάλληλη ὥρα τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλωστε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ ἕναν ἐκ τῶν στενῶν μαθητῶν του δὲν ἦταν μικρὸ κέρδος γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰησοῦ.
Τὰ Εὐαγγέλια δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ δώσουν ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῶν σχετικῶν μὲ τὴν προδοσία γεγονότων. Τονίζουν δυὸ πράγματα: Πρῶτον τὴ φιλαργυρία σὰν κίνητρο γιὰ τὴν ἀποτρόπαιη πράξη τοῦ Ἰούδα καὶ δεύτερον ὅτι ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸν τόπο καὶ τὸν κατάλληλο χρόνο γιὰ τὴν σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀλλὰ τὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ τῆς προδοσίας δὲν ἔχουν τόση σημασία ὅση ἔχει ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς παραδόσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς στενότερους συνεργάτες του. Ὄχι μόνο ἐνσωματώθηκε θεολογικὰ ἡ προδοσία μέσα στὴν ἐν γένει θεολογικὴ θεώρηση τοῦ Πάθους, ἀλλὰ βρέθηκε πώς ἀκόμη καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη περιέχει σχετικὲς μ᾿ αὐτὴν Προφητεῖες βρέθηκε δηλ. πὼς ἦταν κι αὐτὴ μέρος τῆς ὅλης οἰκονομίας τοῦ Πάθους τοῦ Σωτήρα.Ἡ παράδοση τοῦ Ἰησοῦ στὸν Πιλᾶτο ἀπὸ μέρους τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ λαοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ λαοῦ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἡ παράδοση τοῦ Ἰησοῦ στοὺς θρησκευτικοὺς Ἄρχοντες ἀπὸ ἕναν ἐκ τῶν στενῶν μαθητῶν Του τονίζουν μέσα στὴν ἱστορία τοῦ θείου Πάθους, κατὰ ἰδιαίτερο τρόπο, τὴ χρεωκοπία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνικανότητα καὶ ἀδυναμία του νὰ δεῖ τὸ σωστὸ καὶ νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ. ᾽Ακόμη ἐντονώτερα, δείχνουν αὐτὰ τὰ δυὸ γεγονότα πώς, ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πολὺ διεστραμμένος, πέρα ἀπὸ κάθε λογικὸ καὶ ἠθικὸ πλεονέκτημα στὴν ἐπιφάνεια, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ μόνος του διέξοδο καί σωτηρία στά προβλήματα ποὺ τὸν βασανίζουν. Ἡ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους θὰ ἦταν ἕνα ἔγκλημα δὲν θὰ ἐξέπληττε ὅμως τόσο πολύ. Δὲν εἶχε τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις ἡ Ρώμη γιὰ νὰ καταλάβει καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἰησοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν ἴδιο σταύρωσε καὶ τὴν ἐκκλησία Του ἐδίωξε. Ταράσσει ὅμως ἐκ βαθέων τὴν ὕπαρξη κάθε ἀνθρώπου τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τῆς Θείας ἀποκαλύψεως κι ἕνας ἀπὸ τοὺς στενοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Τὸν παράδωσαν στὸ θάνατο. Δὲν ὑπάρχει πιὰ κανένα ἀνθρώπινο στήριγμα, κανένας πιὰ ἀνθρώπινος παράγοντας γιὰ νὰ στηρίξει κανεὶς ἐπάνω του κάποιαν ἐλπίδα.
Ἡ καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ ἀπ᾿ τὸν μαθητὴ καὶ τοὺς ἰδίους τοῦ λαοῦ Του, ὁ θάνατός Του κάτω ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες σημαίνει πὼς εἶναι ὅλα νεκρὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἡ μόνη ζωὴ ποὺ ὑπάρχει εἶναι ὁ Θεός, κι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήσει ἐξαρτᾶται μόνο ἀπ᾿ τὸν Θεό. Αὐτὸ στὴν οὐσία του εἶναι τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ᾿Αναστάσεως.
Ἀλλὰ κι ἡ ἁπλὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια ἀντιμετωπίζει μὲ δέος τὸ γεγονὸς τῆς προδοσίας τοῦ Θεανθρώπου ἀπὸ τὸν μαθητή. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τονίσουν πόσο ἀβέβαιη καὶ παράλογη εἶναι ἡ θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο συγκρίνουν τὴ θέση τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ληστὲς ποὺ σταυρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ πὼς ὁ Μαθητὴς ποὺ ἦταν τόσο στενὰ δεμένος μὲ τὸν Διδάσκαλο θὰ τὸν πρόδιδε γιὰ τριάντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ ληστής, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος, ὁ ξένος καὶ καταδικασμένος ἀπ’ ὅλους, θὰ τὸν ὁμολογοῦσε πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό Του Κύριο καὶ Σωτήρα. Πόσο περίεργες ἀλλαγὲς παρουσιάζει ἡ ζωή! Δὲν ὑπάρχει ἀσφάλεια γιὰ κανέναν, ὅσο στενὴ κι’ ἂν φαίνεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ θεῖα.
Κι οὔτε ἀσφαλὴς πρόβλεψη μπορεῖ νὰ γίνει γιὰ κανέναν. Γράφει ὁ Ὑμνωδὸς τῆς ἀποψινῆς Ἀκολουθίας :
«Λέγει πορευθεὶς τοῖς παρανόμοις ἄρχουσι· τί μοι δοῦναι θέλετε, κἀγὼ Χριστὸν ὑμῖν τὸν ζητούμενον τοῖς θέλουσι παραδώσω; Οἰκειότητα Χριστοῦ Ἰούδας ἀντωσάμενος χρυσοῦ, φεῖσαι τῶν ψυχῶν ὑμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς».
Ἐξ ἄλλου ἡ Εὐαγγελικὴ παράδοση ὅτι ὁ Ἰούδας ἀπὸ φιλαργυρία πρόδωσε τὸν Διδάσκαλό του ἔχει προσδώσει στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ἐντελῶς ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά. 'Η ἀγάπη τοῦ χρήματος ἐξ αἰτίας τῆς προδοσίας τοῦ Χριστοῦ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἔγινε ἀκόμη πιὸ μισητή. Δείχνει κατὰ τρόπο πολὺ ρεαλιστικὸ πόσο ἀντίθετα πράγματα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Μαμονᾶ. Βέβαια, τὸ γεγονὸς τῆς προδοσίας ἑνός ἐκ τῶν δώδεκα στενῶν Μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἔχει μόνο τὴν ἀρνητικὴ της πλευρά ἔχει καὶ τὴν θετική. Μᾶς ὁδηγεῖ νά καταλάβουμε πόσο ἐλεύθερη εἶναι ἡ σχέση καί κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Κανένας καταναγκασμὸς ἀγάπης, ἀρετῆς, ἁγιωσύνης καὶ χάριτος δὲν μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστὸ πάνω στὸν ἄνθρωπο, ἂν αὐτὸς θέλει νὰ τὸν ἐγκαταλείψει ἢ νὰ τὸν προδώσει. Καὶ σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἀρκετὰ εὐοίωνο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ὅτι ὁ ὅμιλος τῶν στενῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἡ ὁμάδα τῶν Δώδεκα Μαθητῶν περιεῖχε μόνο ἕναν προδότη. Κάθε Χριστιανὸς σήμερα συγκινεῖται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα. Τρομαγμένοι μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη ἀβεβαιότητα καὶ ἀδυναμία, ρωτοῦν ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι μὲ εἰλικρίνεια τὸν Ἰησοῦ:
«Μήτις ἐγὼ Κύριε; Μήπως εἶμαι ἐγὼ Κύριε, ὁ προδότης σου» ; Κι’ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀνεβαίνει ἡ ἱκεσία τοῦ ὑμνωδοῦ:
«Φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς».
Μεγάλη Τετάρτη
Ὁ Νιπτὴρ
Πρὶν παραδοθεῖ στὸ ἑκούσιο Πάθος Του καὶ πρὶν ὁ Ἰησοῦς καθίσει στὸ τελευταῖο Δεῖπνο μὲ τοὺς Μαθητές Του, τοὺς ἔπλυνε τὰ πόδια. Συνηθιζόταν στὴν ἀρχαιότητα μὲ τοὺς σκονισμένους δρόμους καὶ τὰ σανδάλια, ποὺ δὲν προστάτευαν τὰ πόδια ἀποτελεσματικὰ ἀπ᾿ τὴ σκόνη, νὰ πλένουν τὰ πόδια τῶν καλεσμένων στὸ τραπέζι. ᾽΄Αλλωστε, τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν κάθονταν σὲ καρέκλες γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε, ἀλλὰ «ἀνακλίνονταν», μισοξαπλώνονταν δηλ. πάνω σὲ σοφάδες ἤ ἀνάκλιντρα κι ἀκουμπισμένοι στὸν ἀριστερό τους ἀγκώνα ἔπαιρναν μὲ τὸ δεξί τους χέρι τὴν τροφή, ποὺ τοποθετοῦσαν σὲ χαμηλὰ τραπέζια μπροστά τους. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο ἔπρεπε τὰ πόδια τῶν «ἀνακειμένων» νὰ εἶναι καθαρά. Τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν ἔκαναν οἱ δοῦλοι. Ἔτσι, λοιπόν, κι ὁ Ἰησοῦς, παίρνοντας τὴ θέση ἑνὸς δούλου, πρὶν ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἀρχισε νὰ πλένει τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν Του.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διηγεῖται μὲ χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες τὴ σκηνὴ τοῦ Νιπτήρα : Ἦταν πρὶν ἀπ᾿ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ὅτι εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα του γιὰ νὰ ἀφήσει αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταβεῖ στὸν Πατέρα Του. Τότε στοὺς δικούς Του ἀνθρώπους μέσα σ᾽ αὐτόν τὸν κόσμο ποὺ πάντοτε ἀγάπησε, ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του σ᾿ ὅλη τὴν πληρότητα. Δηλ. τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν Μαθητῶν ἦταν ἔκφραση τῆς πληρότητας τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ στοὺς «ἰδίους», στοὺς Μαθητές Του. Στὶς περιπτώσεις αὐτές, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐρχόμενο τὸ θάνατο καὶ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα συντάσσει τὴ διαθήκη του καὶ κάνει τὶς πιὸ βαθειὲς καὶ εἰλικρινεῖς πράξεις ἀγάπης, ποὺ πλημμυρίζει γιὰ τοὺς ἀγαπημένους τὴν καρδιά του. Αὐτὸ τὸ νόημα ἐχει ἀπὸ μέρους τοῦ Ἰησοῦ τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν Μαθητῶν Του. Ὁ Νιπτήρας εἶναι ἔκφραση ἀγάπης καὶ συγχρόνως ἡ διαθήκη τοῦ Ἰησοῦ στοὺς Μαθητές Του.
α΄. Ἔκφραση ἀγάπης
Αὐτὸς ἦταν ὁ Διδάσκαλος καί Κύριός τους. Κτήματα ἢ χρήματα νὰ τοὺς ἀφήσει δὲν εἶχε, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθαίου η΄, 20). Ὅταν κάποτε δυὸ ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του ζήτησαν νὰ καθίσουν ὁ ἕνας στ᾿ ἀριστερά Του κι ὁ ἄλλος στὰ δεξιά Του, ὅταν θὰ παρουσιαστεῖ σὰν δοξασμένος βασιλιάς, Αὐτὸς τοὺς εἶπε πὼς ἡ δικιά Του δόξα εἶναι ὁ Σταυρός, οἱ δὲ θέσεις δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸ Σταυρό του εἶχαν ἤδη παραχωρηθεῖ σ᾽ ἄλλους, δηλ. σὲ δυὸ ληστές. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη Του «εἰς τέλος», σ᾿ ὅλη της δηλ. τὴν πληρότητα, ἦταν αὐτός: στὸ τελευταῖο αὐτὸ Δεῖπνο μὲ τ᾿ ἀγαπημένα πρόσωπα ν᾽ ἀναλάβει Αὐτὸς τὰ καθήκοντα τοῦ δούλου καὶ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν. Σηκώθηκε ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἔβγαλε τὰ ροῦχα Του, ὅπως ἔκαναν οἱ δοῦλοι, καὶ ζώστηκε στὴ μέση μιὰ πετσέτα, ἔβαλε νερὸ σὲ μιὰ λεκάνη κι ἄρχισε νὰ πλένει μὲ τὴν σειρὰ τὰ πόδια τῶν ἀνακειμένων Μαθητῶν καὶ νὰ τὰ σκουπίζει μὲ τὴν πετσέτα. Χάνεται ἡ λαλιά τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέαμα! Τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν ἀπὸ τοὺς δούλους τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐθεωρεῖτο ἡ πιὸ βρώμικη καὶ ταπεινωτικὴ δουλειά, κάτι ποὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τιδήποτε ἄλλο τοὺς θύμιζε πὼς εἶναι δοῦλοι. Ἐδῶ θυμᾶται κανεὶς τὰ λόγια τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων... ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβὼν...» (Πρός Φιλιππησίους β΄, 7).
Ὁ Χρυσόστομος μὲ τὴ χαρακτηριστική του εὐφράδεια σημειώνει:
«Ὅρα πῶς οὐ τῷ νίψαι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἑτέρως τὸ ταπεινὸν ἐνδείκνυται. Οὐ γὰρ πρὶν ἢ κατακλιθῆναι ἀλλὰ μετὰ τὸ ἀναπεσεῖν πάντας, τότε ἀνέστη. ᾿΄Επειτα δὲ οὐδὲ ἁπλῶς νίπτει, ἀλλὰ τὰ ἱμάτια ἀποτιθεμένος. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτων ἔστη, ἀλλὰ καὶ λέντιον διεζώσατο. Καὶ οὐδὲ τούτῳ ἠρκέσθη, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐγέμισε, καὶ οὐχ ἑτέρῳ πληρῶσαι ἐκέλευσεν, ἀλλὰ πάντα αὐτὸς ἐργάζεται ταῦτα, διὰ πάντων δεικνὺς ὅτι οὐκ ἀφοσιουμένους δεῖ ποιεῖν τὰ ταῦτα ὅταν εὖ ποιῶμεν, ἀλλὰ μετὰ πάσης προθυμίας» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τό ἅγιον Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστὴν, Ὁμιλία Ο΄ (70) PG 59, 383). Πόσο ταπεινωτικὸς ἦταν ὁ τρόπος ποὺ διάλεξε ὁ Ἰησοῦς γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀγάπη Του στοὺς δικούς Του, στοὺς Μαθητὲς καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, δείχνει καί ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου νὰ δεχθεῖ νὰ τοῦ πλύνει ὁ Ἰησοῦς τὰ πόδια:
«Λέγει αὐτῷ Πέτρος : Οὐ μὴ νίψῃς μου τοὺς πόδας εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάννου ιγ΄, 8). ᾽Εκφράζει, ὅπως συνήθως, τὰ αἰσθήματα ὅλων τῶν Μαθητῶν. Μᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθοῦμε νὰ μᾶς νίψεις τὰ πόδια. Ἀλλ᾿ ἡ ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι κατηγορηματική:
«ἐὰν μὴ νίψῳ σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἰωάννου ιγ΄, 8),
δηλ. «ἂν δὲν σὲ νίψω δὲν ἀνήκεις στοὺς δικούς μου». Δὲν ἔχει ὅρια στὴν ταπείνωσή της ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει «εἰς τέλος», μὲ ὅλη τὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης. Κι ὅποιος δὲν δέχεται αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει μέρος μετ᾽ Αὐτοῦ, δὲν ἔχει κοινωνία μαζί Του. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται μεγάλη ἀνάγκη γιὰ κατανόηση καὶ ἀγάπη. Ὁ Ἰησοῦς παρουσιάζει στὸ πρόσωπό Του ἕνα Θεὸ Παντοδὑναμο, ποὺ παρὰ ταῦτα μὲ μορφὴ δούλου πλένει τὰ πόδια μας σὰν νὰ ἤμασταν ἐμεῖς οἱ Κύριοι, πλένει διαρκῶς τὰ πόδια μας ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς καθημερινότητας.
β΄. Διαθήκη στούς Μαθητές καί τήν Ἐκκλησία
Εἴπαμε ὅμως πὼς ὁ Νιπτήρας δὲν εἶναι μόνον ἔκφραση τῆς θείας ἀγάπης, μέσα σὲ μιὰ ἔσχατη ταπείνωση, ἀλλὰ εἶναι καὶ μιὰ Διαθήκη στοὺς Μαθητές καὶ τὴν Ἐκκλησία. Νὰ πῶς σχολιάζει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὴν πράξη Του, ὅταν τέλειωσε τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν, ξαναντύθηκε τὰ ροῦχα Του καὶ ἀνακλίθηκε γιὰ τὸ δεῖπνο:
«...Καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας ὑπόδειγμα γὰρ ἔδωκα ὑμῖν ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε. ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὑτόν. Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἔστε ἐὰν ποιῆτε αὑτά».
Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη, ποὺ ἀφήνει, μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Νιπτήρα, ὁ ᾿Ιησοῦς στοὺς Μαθητές Του. Ἄν ὁ Νιπτήρας δὲν ἀποτελεῖ ἕνα μεμονωμένο γεγονός, ἐντελῶς περιπτωσιακό, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκφράζει καὶ ἀποκαλύπτει τί κάνει ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ στὶς σχέσεις Του μὲ τὸν κόσμο, τότε «καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε νίπτειν τοὺς πόδας», τότε ἡ ἔσχατη αὐτὴ ταπεινὴ διακονία ἀποτελεῖ γενικὸ νόμο γιὰ ὅλους, τὸ γενικό νόμο καὶ κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ ἀποβάλλει τὰ ἐνδύματα τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ μὲ μορφὴ δούλου διακονεῖ καὶ ὑπηρετεῖ τὸν κόσμο, αὐτὴ ἡ ταπεινὴ ὑπηρεσία καὶ διακονία πρέπει νὰ εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τῶν Μαθητῶν.
Δὲν εἶναι κανένας δοῦλος μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Κύριό Του, ἢ ἀπεσταλμένος ἀνώτερος ἀπ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀπέστειλε. Ἄν ὁ Κύριος καί ὁ ἀποστέλλων νίπτει τὰ πόδια τῶν δούλων καὶ τῶν ἀποστελλομένων, εἶναι φυσικὸ νὰ περιμένει κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ πράττουν τὸ ἴδιο. Ὁ Θεὸς ποὺ τὸ περπάτημά Του στὴν Ἐδὲμ προκαλοῦσε τὸ φόβο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὸς τώρα πλένει τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν. Γράφει ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς γιὰ τὸ Νιπτήρα τοὺς ἑξῆς στίχους :
«Νίπτει μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας, Οὗ ποὺς πατῶν ἦν εἰς ᾿Εδὲμ δείλης πάλαι».
Ἀλλ᾿ ὁ σαρκασμὸς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ὑψώνει περιπαικτικἀ τὸ ὕφος του μπροστὰ σὲ μιὰ τέτοια εἰκόνα τοῦ κόσμου, ποὺ περιγράφει αὐτὴ ἡ Διαθήκη τοῦ Ἰησοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Τί εἴδους κόσμος θά ’ταν αὐτός, ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουν μόνιμα μέσα σ᾽ αὑτὸν ἐκεῖνοι ποὺ πλένουν τὰ πόδια μερικῶν, ποὺ δέχονται μόνιμα αὑτὲς τὶς ὑπηρεσίες χωρὶς νὰ αἰσθάνωνται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνταποδώσουν; Ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Πολιτείας τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ ᾽Αριστοτέλους μέχρι σήμερα ἕνας τέτοιος κόσμος εἶναι ἀδιανόητος. Ὁ σαρκαστὴς ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε κοινωνικὲς συνθῆκες κι ἂν ζεῖ βρίσκει σὰν φυσικὸ νόμο τὸ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ νὰ τὸν διακονοῦν οἱ ἄλλοι. Βρίσκει φυσικὸ νὰ δέχεται τὶς ὑπηρεσίες τῶν ἄλλων. Αὑτὸ ὅμως ὁ Ἰησοῦς, στὸ παράδειγμα τοῦ Νιπτήρα, τὸ παρουσιάζει σὰν ριζικὴ διαστροφὴ καὶ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνθρωπος σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία τῆς ὑπάρξεως του δὲν ἔχει μόνον ἀνάγκη νὰ τὸν ἀγαποῦν, ἔχει πιὸ πολὺ ἀνάγκη ὁ ἴδιος νὰ ἀγαπάει. ᾿Αφοῦ ὁ Μεγαλοδύναμος Θεὸς πλένει τὰ πόδια ὅλου τοῦ κόσμου, αὐτὸ τὸ εἶδος ὁ Νιπτήρας ἀποτελεῖ τὸ γενικὸ κανόνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου σάν ἀνθρώπου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπορρίψει αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀληθινῆς του οὐσίας καὶ ὑπάρξεως. Κι αὐτὸ κάνει συνήθως. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κατανοήσεως τῆς ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς, τότε γίνεται θεοειδής, πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Νιπτήρας ἐκφράζει τὸ βασικὸ νόμο μιᾶς εὑτυχισμένης συνυπάρξεως τῶν ἀνθρώπων:
«εἰ ταῦτα εἴδατε, μακάριοί ἐστε, ἐὰν ποιῆτε αὐτά».
Κάθε χρόνο ὁ Πατριάρχης στὰ Ἱεροσόλυμα κι ὁ Πάπας στὴ Ρώμη, σὰν τέτοια μέρα κάνουν μιὰ ἀναπαράσταση τοῦ Νιπτήρα. Οἱ ἐκκλησιστικὲς αὐτὲς κεφαλὲς ἐπάνω σὲ μιὰ ἐξέδρα πλένουν τὰ πόδια κατωτέρων κληρικῶν. Ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς τῆς ἀναπαραστάσεως εἶναι πολὺ καλός.
Ἐκεῖνο ὅμως ἀσφαλῶς ποὺ ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται, πάντοτε καὶ σήμερα, εἶναι μιὰ γνήσια ἔκφραση διακονίας πρὸς τὸν κόσμο, γνήσια σὰν τὸ ἀρχικὸ της πρωτότυπο. Ὁ Ἰησοῦς ἔβγαλε τὰ ροῦχα του καὶ γυμνός, ὅπως ἐπάνω στὸ Σταυρό του, ἔπλυνε τὰ πόδια ὅλων τῶν Μαθητῶν Του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ προδότη Ἰούδα.
«᾿Ανατέλλει τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους».
Ὁ κόσμος σήμερα ἔγινε πολὺ μικρός. Διπλανός μας δὲν εἶναι μόνο τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας μας, τῆς πολιτείας, μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε, ἀλλὰ ὁ κόσμος ὁλόκληρος. ᾿Ακοῦμε ὅλοι νὰ διακηρύσσεται σήμερα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπίσημα χείλη πὼς τὸ μέλλον τῶν βορείων καὶ εὐποροτέρων χωρῶν τοῦ κόσμου θὰ ἐξαρτηθεῖ κατὰ πολὺ ἀπ᾿ τὴν συμπεριφορά τους ἔναντι τῶν πτωχῶν νοτίων περιοχῶν τοῦ πλανήτη μας ποὺ περιλαμβάνουν τὰ δύο τρίτα περίπου τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Νιπτήρας σὰν ἔκφραση τῆς ἀπροσμέτρητης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο καὶ σὰν διαθήκη τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνθρωπότητα καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸ βασικὸ νόμο τῆς ὑπάρξεώς τους, ποὺ εἶναι μιὰ κοινωνία διακονίας ἀπὸ ὅλους γιὰ ὅλους.
Μεγάλη Πέμπτη
Τὰ δώδεκα Εὐαγγέλια
Ἡ Μεγάλη Πέμπτη ἔχει συνδεθεῖ στενὰ μὲ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια, ποὺ διαβάζονται στήν Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν. Στὴ λαϊκὴ γλώσσα, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια, σημαίνεται αὐτὴ ἡ ᾽Ακολουθία. Κι’ ὅταν λέμε πὼς «πᾶμε στὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια» ἐννοοῦμε πὼς πᾶμε σ’ αὐτὴ τὴν ᾽Ακολουθία. Καὶ ἐνῶ, βέβαια, δὲν εἶναι καθόλου περίεργο ὅτι ὁ λαὸς ὀνόμασε ἔτσι τὴν ᾽Ακολουθία αὐτή, γιὰ κάθε πιστὸ ὀρθόδοξο χριστιανὸ μένει ἕνα ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τοὺς λόγους, ποὺ τυχὸν ὁδήγησαν τὴν Ἐκκλησία στὴν ἀνάγνωση δώδεκα εὐαγγελικῶν περικοπῶν, σχετικῶν μὲ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου. Ὁ λαὸς ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων καὶ ξέρει τὴν ὅλη αὐτὴ ᾽Ακολουθία σὰν τὰ «Δώδεκα Εὐαγγέλια». Αὐτὸ φαίνεται πολὺ φυσικό. Ἀναρωτιέται ὅμως ὁ κάθε χριστιανός: γιατὶ ἄραγε δὲν διαβάζεται ἕνας ἄλλος ἀριθμὸς Εὐαγγελίων; ἔνα εὐαγγέλιο, τρία ἢ ἑπτά, ἀλλὰ διαβάζονται δώδεκα; Τὸ ἐρώτημα εἶναι τόσο περισσότερο εὐλογο, ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψη του ὅτι μεγάλα, πολλὲς φορές, τμήματα τῶν περικοπῶν ποὺ διαβάζονται ἀφηγοῦνται παράλληλα, δηλ. τὰ ἴδια περιστατικὰ τῆς ἱστορίας τοῦ Πάθους τοῦ Σωτήρα. Καὶ τὸ ἐρώτημα, στὴν οὐσία του, προχωρεῖ πάρα πέρα. Ποιά σχέση ἔχει μὲ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀριθμὸς δώδεκα τῶν περικοπῶν; Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε. Λέμε θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε, γιατὶ ἡ παράδοση, γραπτή ἢ προφορική, δὲν προσφέρει καμμιὰ ἀπάντηση συγκεκριμένη στὸ ἐρώτημα αὐτό. Μόνο μὲ εἰκασίες καὶ ὑποθέσεις μέσα σὲ μιὰ εὐλαβὴ περισυλλογὴ ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ εἶναι δυνατόν νὰ πεῖ κανείς κατι τί. ᾽Αφοῦ ὅμως ὁλόκληρη τὴν βραδυνὴ ᾿Ακολουθία ὀνομάζουμε «τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια», εἶναι ὄχι μόνον ἐνδιαφέρον ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένο νὰ ἐξετάσουμε γιατί στὴν ᾿Ακολουθία αὐτὴ τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου διαβάζονται δώδεκα εὐαγγελικὲς περικοπές.
Πρῶτα - πρῶτα πρέπει νὰ ληφθεῖ ὐπόψη ὅτι τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια ἀποτελοῦν μιὰ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον συνεχή ἀφήγηση περὶ τῶν περιστατικῶν τῆς συλλήψεως, τῆς δίκης, τῶν ἐμπαιγμῶν, τῶν βασανισμῶν καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ μέχρι τὴν ἀποκαθήλωση τοῦ σώματός του ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀπόθεσή του στὸ μνημεῖο. Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ Ἐκκλησία δίνει ξεχωριστὴ σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν ἱστορία τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτό, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ περικοπές, ποὺ τὴν συνθέτουν, εἶναι παρμένες ἀπ᾿ τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν δώδεκα περικοπῶν νὰ δηλώσει ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν περὶ τοῦ πάθους εἶναι μαρτυρία καὶ τῶν Δώδεκα Μαθητῶν καὶ ᾿Αποστόλων τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ὅλου ἀποστολικοῦ ὁμίλου καὶ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀποψη αὐτὴ ἡ ᾿Ακολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νὰ ἐκφράζει μιὰ πανάρχαια χριστιανικὴ Εὐαγγελικὴ μαρτυρία.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν στερεῖται ὁρισμένων προηγουμένων ἰουδαϊκῶν μορφολογικῶν καὶ θεολογικῶν προτύπων. Στή σύγχρονη μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἰουδαϊκὴ θρησκευτικὴ φιλολογία ἀνήκει ἕνα κείμενο ποὺ ὀνομάζεται «Διαθῆκαι τῶν Δώδεκα Πατριαρχῶν». Πρόκειται γιὰ πολὺ ἐνδιαφέρον κείμενο, ποὺ ἐπέδρασε πολὺ στὴν ἀρχικὴ χριστιανικὴ φιλολογία. Σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο αὐτό, κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἑβραίους Πατριάρχες, ἐπάνω στὸ ἐπιθανάτιο κρεβάτι του καλεῖ γύρω του τὰ παιδιά του καὶ τοὺς ἀφήνει τὴ διαθήκη του, δηλ. ὑποθῆκες, σχετικὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, κάθε ἑβραϊκῆς φυλῆς. Μέσα στὴ χριστιανικὴ παράδοση, τὴ θέση τῶν δώδεκα Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουν πάρει οἱ Δώδεκα Μαθητὲς καὶ ᾿Απόστολοι τοῦ Ἰησοῦ. Θὰ λέγαμε δέ, σχετικὰ μὲ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια, πὼς ἡ δική τους ὑποθήκη γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ διήγηση περὶ τῶν Παθῶν τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρωτιέται ὅμως κανείς : ποιὰ μεγάλη καὶ βαθειὰ ἔννοια ἔχει μιὰ τέτοια ὑποθήκη, ἔτσι ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ τὴν συσχετίσει, κατὰ ἕνα ἔμμεσο τρόπο, μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων; Αὐτὸ τὸ σημεῖο πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Μιὰ παρατήρηση ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς εὐθὺς ἀμέσως τὴν σοβαρότητά του: διαβάζοντας κανεὶς τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, βλέπει ὅτι κάθε Εὐαγγελιστὴς ἐκθέτει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔργο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μέσα σ᾿ ἕνα πλαίσιο ποὺ εἶναι ἴδιο καὶ ταυτόσημο γιὰ ὅλους. Ὅταν ὅμως κανεὶς προσέξει πῶς καὶ οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς διηγοῦνται τὴν ἱστορία τῶν Παθῶν τοῦ Ἰησοῦ, διακρίνει μεταξὺ τους μιὰ συμφωνία μέχρι πάρα πολὺ μικρὲς λεπτομέρειες πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἱστορία αὐτὴ τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου πάρα πολὺ ἐνωρὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶχε πάρει, καὶ ὡς πρὸς τὴ σειρὰ τῶν γεγονότων καὶ ὡς πρὸς τὴ διατύπωση, μιὰ ὁρισμένη μορφή. Ἔτσι, ὅταν ἔγραψαν οἱ εὐαγγελιστές, εἶχαν στὴν διάθεση τους μιὰ ἀποκρυσταλλωμένη παράδοση. Ἔπειτα, πρέπει νὰ λάβει κανεὶς ὑπόψη του πῶς ἡ ἱστορία τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καταλαμβάνει μεγάλη ἔκταση σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὅλη ἔκταση τῶν Εὐαγγελίων. Τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο π.χ. ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 16 κεφάλαια, σχεδὸν ἀπ᾿ τὴ μέση κι ὕστερα μιλάει γιὰ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ γιὰ τὸ Πάθος. Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ἔχουν ἐνδιαφέρον περισσότερο ὅμως ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ θεολογικὸ νόημα ποὺ κρύβουν. Πρόκειται γιὰ τὸ νόημα, ποὺ κρύβουν οἱ δώδεκα ὁλόκληρες περικοπὲς περὶ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἀναγνωσθοῦν, καὶ ποὺ καταλαμβάνουν ὅλη τὴν εἰκόνα τῆς ἀποψινῆς ᾿Ακολουθίας. Τὸ νόημα αὐτὸ συνίσταται στὴ σωτηριολογικὴ σημασία τοῦ Πάθους.
Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ Πάθους τοῦ Ἰησοῦ ἀπέβλεψε ἐξαρχῆς σὲ ποικίλους σκοπούς: Ἔπρεπε νὰ δείξει πὼς ὁ Ἰησοῦς ἑκούσια, μὲ τὴ θέλησή του, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁδηγήθηκε στὸ θάνατο δὲν Τὸν ἔσυραν ἐκεῖ ἐντελῶς τυχαῖα ἢ ἀπὸ ἀδυναμία. Πολλοὶ ψευτομεσίες παρουσιάζονταν στὴν Παλαιστίνη τά χρόνια ἐκεῖνα, πού ᾽χαν κακὸ τέλος. Τέτοιοι ψευτομεσίες, μὲ ποικίλες μορφές, παρουσιάζονται σὲ κάθε ἐποχή. Ἔπρεπε ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα στὴν ἱστορία τοῦ Πάθους, νὰ δείξει ὅτι ὁ δικός της Μεσσίας παρέδωσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στὸ θάνατο κι ἂν σταυρώθηκε, τὸ τέλος του ἦταν ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ δόξα. Ἔπειτα, κέντρο τῆς λατρείας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἦταν τὸ κυριακὸ δεῖπνο, ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ὁ ᾽Απόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι, μετέχοντας στὴ θεία Εὐχαριστία, μετέχουμε στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸ σημαίνει πὼς κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετεῖχε στὴν Εὐχαριστία, ἔπρεπε νὰ ξέρει καλὰ τὰ περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ καὶ περὶ τῆς σημασίας του. Προπαντὸς ὅμως καὶ κυρίως, ἡ ἱστορία τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου συνδεόταν μὲ τὸ δόγμα περὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ δοκιμασίες, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἄγνοια, ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποτυχία, ὁ μηδενισμός, τὸ ἀπροσδόκητο καὶ ὁ θάνατος ἀποτελοῦν τὸ μεγάλο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προσπάθησαν ν᾽ ἀντιμετωπίσουν ὅλες οἱ θρησκεῖες κι οἱ φιλοσοφίες, θρησκευτικὲς καὶ κοινωνικές. Τὰ παθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀτομικὰ καὶ κοινωνικά, καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ὁ θάνατος καὶ τὸ μηδὲν ἀποτελοῦν τοὺς μεγάλους ἐχθροὺς τῆς ἀνθρω-
πότητας. Τὰ παθήματα κι ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ κατεξοχὴν χριστιανικὴ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου σὰν ἡ καταδίκη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πνευματικῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου ἀφ᾿ ἑνός, καὶ σὰν ἡ ὑπερνίκηση καὶ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀφ᾽ ἑτέρου, ρίχνουν τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς σωτηρίας στὰ σκοτάδια τοῦ δέσμιου στὴν ἀποτυχία καὶ τὸ θάνατο ἀνθρώπου, στὸ χτίσιμο ἐπάνω στὴν ἄμμο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Συντρίβοντας τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου Του ὁ Ἰησοῦς πάνω στὸ Σταυρό Του ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἐλευθερία, τὸ ἔλεος καὶ τὴ δημιουργία ἑνὸς νέου κόσμου, ὅπου ἡ ἀγάπη ὑπερνικάει τὴν ἠθικὴ ἀποτυχία καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Σταυρὸς καὶ ἀνάσταση εἶναι ἀχώριστα στὴν ἀφήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν περὶ τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν θά ξεκινοῦσαν κἄν νά μᾶς διηγηθοῦν τὰ περιστατικά τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, ἂν αὐτὴ ἡ ἱστορία δὲν εἶχε καταλήξει στὸ κενὸ μνημεῖο καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως τῶν Δώδεκα Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κατ᾽ ἐξοχὴν μάρτυρες αὐτῆς τῆς ἱστορίας, ποὺ κλείνει μέσα της ὄχι μόνο τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀλλὰ ἀνοίγει διάπλατα τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὰ παθήματα πρὸς τὴν αἰώνια δόξα. Ἡ ἱστορία τῶν δώδεκα Εὐαγγελίων δὲν εἶναι μιὰ ἀφήγηση γιὰ κάτι, ποὺ συνέβη πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν σὲ κάποιο, ποὺ λεγόταν Ἰησοῦς. Εἶναι μιὰ ἱστορία γιὰ τὸ τί ἔκαμε ὁ Θεὸς μέσα ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν Παθημάτων καὶ τῆς ἄνω στάσεως τοῦ Ἰησοῦ γιὰ μένα, γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Κατά τοῦτο ἡ ἱστορία αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ σὰν ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ προσωπικὴ τοῦ καθενός μας ἱστορία.
Στὴν Ἀκολουθία θ᾽ ἀκούσουμε στοὺς Ναοὺς μας τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Κι οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, σὰν μάρτυρες τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ, θὰ μᾶς ἀφηγηθοῦν μὲ ποιό τρόπο ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰησοῦ, διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστάσεώς Του, ἀπαντάει στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ μᾶς βασανίζουν: τὴν ἀσθένεια, τὴ διάσταση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, τὸ αἴσθημα τῆς ματαιότητας καὶ τὸ θάνατο. Οἱ δώδεκα ἀποτελοῦν τοὺς θεμελίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς αὐθεντικοὺς καὶ ἔγκυρους μάρτυρες τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἀληθείας τοῦ Ἰησοῦ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Λαμβάνοντας κανεὶς ὅλα αὐτὰ ὑπόψη του, πρέπει μᾶλλον νὰ δεχθεῖ σὰν σωστὴ τὴν πρόταση πῶς οἱ Εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ διαβάζονται γιὰ τὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρα θίγουν τὸ κεντρικὸ θέμα περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἕνα τέτοιο θέμα ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ μᾶς τὸ παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὸ κῦρος ποὺ δίνει σ᾿ αὐτὸ ἡ μαρτυρία τοῦ συλλόγου τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Μεγάλη Παρασκευή
«Θεὲ μου, Θεὲ μου, ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλειπες;»
Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ Σταυρὸ ἐκφράζουν τὸ νόημα τῆς σημερινῆς μέρας κατὰ τὸν πιὸ ἐκφραστικὸ καὶ ἀνάγλυφο τρόπο. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔχουμε μπροστά μας τὴν παράδοση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς χεῖρας ἀνόμων καὶ ἐγκληματιῶν, τὴν πλήρη ἐγκατάλειψή Του ἀπὸ κάθε εἶδος θείας δυνάμεως καὶ προστασίας. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴ γεμάτη πεποίθηση, μέσα στὴν ἐγκατάλειψη, κοινωνία μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. ᾿Απογύμνωση ἀπὸ κάθε ἔννοια δυνάμεως ἤ νοήματος ἀφ᾿ ἑνός, συνείδηση ὑπεροχῆς πάνω στὶς ἀντίθετες δυνάμεις τῆς κακότητας καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ ἀφ᾿ ἑτέρου. Στὴν τόσο ἐπώδυνη καὶ τρομερὴ αὐτὴ στιγμὴ τῶν πόνων καὶ τῶν βασάνων τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου, ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ Σταυρό του προσεύχεται χρησιμοποιώντας τὸν ψαλμὸ 22, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις: «Θεὲ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες; Γιατὶ δὲν σπεύδεις νὰ μὲ βοηθήσεις εὐθὺς ὡς ἀκούσεις τοὺς λόγους τῶν στεναγμῶν μου; Θεέ μου, κράζω τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ δὲν ἀποκρίνεσαι, καὶ τὴν νύκτα καὶ δὲν βρίσκω ἀνάπαυση...» Πρόκειται γιὰ μιὰ προσευχή, ποὺ κάθε εὐσεβὴς ᾿Ισραηλίτης ἀπηύθυνε στὸ Θεό του, ὅταν βρισκόταν σὲ δύσκολη κατάσταση. ᾿Εκφράζει πάρα πολὺ ἔντονα ἡ ψαλμικὴ αὐτὴ προσευχὴ στὸ πρῶτο μέρος της τὴν πλήρη ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ κάθε θεία βοήθεια, ἐνῶ στὸ δεύτερο μέρος μὲ τρόπο θριαμβευτικὸ καὶ πανηγυρικὸ διακηρύσσεται ἡ πίστη στὴ μελλοντικὴ νίκη καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ πάνω στοὺς ἐχθρούς, ποὺ εἶναι ἐχθροὶ καὶ τοῦ πάσχοντος προσευχομένου. Γι᾿ αὐτὸ εἴπαμε πὼς οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;» τονίζουν μὲ πολλὴ δύναμη τὸ νόημα τῆς σημερινῆς μέρας.
Ἡ ἐκφώνηση τῶν ψαλμικῶν αὐτῶν λόγων συνδέεται στήν εὐαγγελικὴ παράδοση μὲ τὸ σκότος ποὺ ἐπῆλθε μέρα-μεσημέρι, «ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης, ἐφ᾿ ὅλης τῆς γῆς». Ἀπ᾽ τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι ἕως τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα ἔγινε ἔκλειψη ἡλίου, ὅπως θεμελιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἢ, κατὰ κάποιο τρόπο, ὁ ἥλιος δὲν ἔδωσε τὸ φῶς του. ᾽Εκεῖ, στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου τοῦ σκότους, ὁ Ἰησοῦς «ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ : Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες ;» Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἠσ. 13,9 παρ. 50, 2-3 Ἱερ. 15, 6-9) εἶχαν συνδέσει τὴ συσκότιση τοῦ ἥλιου μὲ τὴν «ἡμέρα τοῦ Κυρίου», τότε ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ πάνω στὴν ἀνθρώπινη ἀνομία. Εἰδικώτερα, ὁ Προφήτης ᾿Αμὼς γι᾿ αὐτὴ τὴν «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» γράφει τὰ ἑξῆς :
«Καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ λέγει Κύριος ὁ Θεός, καὶ δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας καὶ συσκοτήσει ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ἡμέρᾳ τὸ φῶς» (8,9).
Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ σκοτάδι πάνω στὴ γῆ, ποὺ δείχνει τὸν ἐρχομὸ αὐτῆς τῆς «ἡμέρας τοῦ Κυρίου», συνδέεται ἡ κραυγὴ τοῦ ᾿Ι-
ησοῦ γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη. Αὐτὰ σημαίνουν πὼς «ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου», ἡ μέρα τῆς Κρίσεως τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ Θεία δικαιοσύνη καὶ ἀγιότητα ἦλθε. ᾿Αλλὰ δὲν ἔπεσε ἐπάνω σ᾽ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἔπεσε πάνω στὸν ἀντιπρόσωπο ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πάνω στὸν Ἰησοῦ. Ὅπως γράφει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος «τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη θεοῦ» (Β’ Κορινθ. 5, 21). Κι ἀλλοῦ γράφει: «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλατ. 3, 18). Ἡ κρίση λοιπόν, τῆς «ἡμέρας τοῦ Κυρίου» ἔπεσε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ, σὰν ἐκπρόσωπο ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ καὶ καταραμένου κόσμου. Ἡ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἡ Κρίση πάνω στὸν κόσμο, ποὺ περίμεναν οἱ Προφῆτες. Τὸ παράξενο εἶναι πῶς ἡ Κρίση δὲν πέφτει πάνω στοὺς σταυρωτὲς ἀλλὰ πάνω στὸ ἀθῶο θῦμα τους. Κι ὁ λόγος αὐτοῦ τοῦ παράξενου, τοῦ καταπληκτικοῦ φαινομένου εἶναι φανερός: ἡ κρίση δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα Κρίση, καταστροφή καί ὄλεθρος αὐτῶν ποὺ ἀξίζουν τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφὴ γιατί, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδὸς «ἐὰν ἁμαρτίας παρατηρήσεις, Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμ. 129). Ἡ Κρίση, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνεξερεύνητη καὶ ἀβυθομέτρητη βουλὴ τοῦ Θεοῦ, πέφτει πάνω στὸν «μὴ γνόντα ἁμαρτίαν» τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἡ Κρίση μεταφράζεται σὲ ἔκφραση κατεξοχήν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀντὶ δὲ γιὰ τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφή, ποὺ ἀξίζει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἔρχεται μὲ τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὸ Σταυρό ἡ σωτηρία κι ἡ ἀπολύτρωση γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ ἔπρεπε νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς, ἂν λειτουργοῦσε κανονικὰ ὁ νόμος τῆς δικαιοσύνης. Λειτούργησε ὅμως ἡ ἀνεξάντλητη, μυστηριώδης ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πῆρε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὴ δική μας θέση, ὑπέφερε αὐτὸς τὴν Κρίση γιὰ μᾶς. Ἔτσι ὥστε ἡ βασιλεία τῆς χάριτος ν᾿ ἀνοίξει γιὰ ὅλους, ποὺ μετανοιωμένοι, θὰ στραφοῦν μὲ δέος καὶ ἀφοσίωση σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ νόημα ἐκφράζουν οἱ λόγοι: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες ;» Ἡ κρίση πάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν εἶναι τόσο μιὰ θετικὴ ἐκδήλωση ἐνεργειῶν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, μᾶλλον, ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο, ἀπομακρύνεται ἀπ᾽ αὐτόν, τότε ὁ Διάβολος κυριαρχεῖ παντοῦ, ὁ θάνατος καὶ τὸ ἔγκλημα, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀπάτη. Ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ 22, ποὺ ἀπήγγειλε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Σταυρό του, περιγράφει πολὺ ζωηρὰ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τὸ Θεό. Παραθέτω ὁρισμένα μόνον ἀποσπάσματα σὲ μετάφραση, γιὰ νὰ γίνουν κατανοητά: «...᾽Αλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι ἕνα σκουλῆκι κι’ ὄχι ἄνθρωπος, ἐμπαιγμὸς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένωμα λαοῦ. Ὅσοι μὲ βλέπουν μὲ περιπαίζουν, μορφάζουν σὲ βάρος μου μὲ τὸ στόμα καὶ κινοῦν τὸ κεφάλι, ἐμπιστεύθηκε στὸν Κύριο (λένε), ἂς τὸν ἐλευθερώσει, λοιπόν. Ἄς τὸν ἀπαλλάξει, ἂν τοῦ εἶναι ἀρεστός» «...Ἰσχυροὶ ταῦροι μὲ περιβάλλουν, ταῦροι δυνατοὶ ἐκ βαθέων μὲ κυκλώνουν. Ἀνοίγουν πλατιὰ τὰ στόματά τους ἐπάνω μου, σὰν λιοντάρι ἁρπακτικὸ καὶ βρυχώμενο...» «...Σκυλιὰ μὲ περικύκλωσαν, σπεῖρα πονηρῶν ἔκαμε κύκλο γύρω µου...»… «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον».
Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε πρίν, ὁ ψαλμὸς αὐτὸς δὲν ἐκφράζει μόνο τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ Θεία βοήθεια, ἀλλά, προπαντὸς καὶ κυρίως, τὴν πεποίθηση τοῦ εὐσεβοῦς στὸ θρίαμβο τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν μέλλουσα σωτηρία. Ἔτσι ὅλο τὸ δεύτερο μέρος αὐτοῦ τοῦ ψαλμοῦ ἔχει ἕναν τόνο θριαμβευτικό, πανηγυρικό, μπροστὰ στὴν ἀναμενόμενη σωτηρία, ποὺ ὁ ψαλμωδὸς βλέπει σὰν νὰ ἔχει ἤδη πραγματοποιηθεῖ. Νὰ μερικὰ σύντομα ἀποσπάσματα, χαρακτηριστικά αὐτοῦ τοῦ θριάμβου «Οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε Αὐτόν...» «γιατὶ δὲν περιφρόνησε οὔτε βδελύχθηκε τὴ θλίψη τοῦ θλιβομένου, καὶ δὲν ἔκρυψε ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν πρόσωπό Του, ἀλλὰ πρόσεξε, ὅταν κραύγασε σ᾿ Αὐτὸν γιὰ βοήθεια...» «...Φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσιν Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτὸν ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν Σου πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν...». «Οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐρχόμενη γενιὰ θὰ μιλοῦν γιὰ τὸν Κύριο καὶ θὰ διακηρύττουν τὴ δικαιοσύνη Του στὸ λαό Του, ποὺ θὰ γεννηθεῖ, γιατὶ Αὐτὸς δημιούργησε ὅλα αὐτά». Εἶναι φανερὸ πὼς αὐτὸς ποὺ συνέθεσε τὸν Ψαλμὸ 22 δοκίμασε τὴν πλήρη ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸ Θεό Του στοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀλλοθρήσκων ἐθνικῶν. Πονάει βαθειὰ γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὸ θρίαμβο τῶν ἄδικων καὶ ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. Συγχρόνως ὅμως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος γιὰ τὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ Θεοῦ Του, γιὰ τὴ γενικὴ ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὸ τὸν Ἱ’αλμὸν πάνω ἀπ᾿ τὸν Σταυρό Του, τὴν ὥρα τοῦ μεγαλύτερου πόνου Του, ἀπάγγειλε ὁ Ἰησοῦς, ἀρχίζοντας μὲ τὶς λέξεις: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;»
Τὸ νόημα τῆς σημερινῆς μέρας ἐκφράζεται στὶς λέξεις αὐτὲς ἀπὸ τὸ Σταυρό. Ἡ ἔννοια τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ κόσμου ἀπὸ τό Θεό, τῆς Κρίσεως τοῦ κόσμου, σημαίνει τὸν πανηγυρικώτερο θρίαμβο τοῦ ψεύδους πάνω στὴ ἀλήθεια, τοῦ κακοῦ πάνω στὸ ἀγαθό σημαίνει τὴ διαστροφὴ τῶν πάντων πάνω στὴν γῆ μας, ὅπου ἡ τρέλλα θὰ συναγωνίζεται τὴν ἀνηθικότητα κι ἡ ἰδιοτέλεια τὴ μωρία καί τό ἔγκλημα. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ Κρίση σημαίνουν τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τὴν κατάλυση καὶ καταπάτηση κάθε ἔννοιας δικαιοσύνης, ἀλήθειας καὶ ἀγάπης σημαίνει τὴν κόλαση. Αὐτὸν τὸν τρόμο δοκιμάζουμε, ἰδιαίτερα σήμερα, ὅλοι μας, ὅταν ἀτενίζοντας τὸν ᾽Εσταυρωμένο, σὰν ἀντιπρόσωπό μας μέσα στὴν ὀδύνη τοῦ ψεύδους, τῆς ἀδικίας καὶ τοῦ μίσους, ἀκοῦμε νὰ βγαίνουν ἀπ᾿ τὰ χείλη Του οἱ λόγοι: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες» Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ξέρουμε πώς, μαζί μ᾽ αὐτὴ τὴ ρεαλιστικὴ ἔκφραση τῆς κοινῆς μὲ τὸν ᾽Εσταυρωμένο ὀδύνης καὶ τοῦ κοινοῦ πόνου, συνδέεται ἡ σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση στὴν Ἀνάσταση, στὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε πάνω στὸ Σταυρό, «οἱ πάντες ἀπέθανον», ὅπως γράφει ὁ Παῦλος. Κι ὄχι μόνον οἱ πάντες, ὅλοι μας, ἀλλὰ καὶ τὰ πάντα κάθε ἔννοια ἀληθινοῦ, δικαίου καὶ ὡραίου. Κι ὅμως, μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο ἔκαμε νὰ ἀνατείλει ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς, ὄχι μόνο ἡ ἐλπίδα γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο ἀλλ᾽ ἡ Ἐκκλησία τῶν ἁγίων, ὅλων ἐκείνων ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ κόσμου, πορεύονται ἀδιάκοπα πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χτίζοντας μέσα τους καὶ γύρω τους τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σταυρωθεὶς εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀναστάντα καὶ ὁ Ἀναστὰς Κύριος θἀ ἔλθει καὶ πάλι μετὰ δόξης πολλῆς, μὲ τὸν «καινὸ οὐρανὸ καὶ τὴν καινὴ γῆ». Ἡ ἐλπίδα, ἡ ὑπομονή, ἡ ἁγιωσύνη κι ἡ δημιουργικὴ ζωὴ ποὺ βγῆκε ἀπ᾿ τὸν τάφο τοῦ Ἀναστάντος θὰ γίνουν στὸ τέλος ἡ ἐπικράτηση καὶ βασιλεία τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ὡραίου, ὅταν ξανάρθει μιὰ μέρα «ἐν δόξῃ». Τότε κανεὶς δὲν θὰ μιλάει γιὰ ἐγκατάλειψη, γιατί ὁ Θεὸς θὰ ζεῖ πραγματικὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
Μεγάλο Σάββατο
Σκέψεις στὸ κεφάλαιο 37 τοῦ Ἰεζεκιὴλ
Ἕνα ἔνδοξο ὅραμα παρουσιάσθηκε στὸν προφήτη. Ὁ ᾽Ιεζεκιὴλ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ στὴν κοιλάδα τοῦ θανάτου, τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμοῦ καὶ τῆς ἀπελπισίας. ᾽Εκεῖ, τίποτε δὲν ἦταν ζωντανό. Δὲν ὑπῆρχε τίποτ’ ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ξερά, ἀπογυμνωμένα ὀστᾶ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχαν κάποτε ζήσει. Ἡ ζωὴ εἶχε φύγει. Καὶ τὸ ἐρώτημα, ποὺ τέθηκε στὸν προφήτη, ἦταν τοῦτο: «Μποροῦν τὰ ξερὰ αὐτὰ ὀστᾶ, νὰ ξαναζήσουν; Μπορεῖ ἡ ζωὴ νἀρθῆ πάλι πίσω;». Ἡ ἀνθρώπινη ἀπάντησις σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτησι θὰ ἦταν, προφανῶς, ὄχι. Ἡ ζωὴ ποτὲ δὲν ξανάρχεται πίσω. Ὅ,τι ἔχει μιὰ φορὰ πεθάνει, ἔχει γιὰ πάντα πεθάνει. Ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νἀρθῆ πάλι μέσα ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ τὶς στάχτες. «Διότι ἀφεύκτως θέλομεν ἀποθάνει, καὶ εἴμεθα ὡς ὕδωρ διακεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπισυνάγεται πάλιν» (Β' Βασιλ. 14,14.) Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἐσχάτη τελευτή, ἡ πλήρης ματαίωσις τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων καὶ σχεδίων. Ὁ θάνατος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Δὲν εἶναι θεῖος θεσμός. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀνήκει στὴ Θεία τάξι τῆς Δημιουργίας. Δὲν ἦταν οὔτε φυσικὸ οὔτε κανονικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ νὰ πεθάνη. ᾿Ηταν μιά ἀφύσικη ἀποξένωσις ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ Ποιητὴς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ Κύριός του. Ἡ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ στῖγμα, ἤ τὰ «ὀψώνια» τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 6, 23).
Πολλοὶ χριστιανοὶ ἔχουν ξεχάσει σήμερα τὴ Βιβλικὴ αὐτὴ ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ τῆς θνητότητος καὶ θεωροῦν τὸ θάνατο μᾶλλον σὰν μιὰ ἀπελευθέρωσι, μιά ἀπελευθέρωσι τῆς ἀθάνατης ψυχῆς ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ σώματος. Διαδεδομένη σὲ εὐρεῖα ἔκτασι ἡ ἔννοια αὐτὴ εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὶς ἅγιες Γραφές. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀντίληψις αὐτὴ εἶναι ἑλληνική, εἰδωλολατρική. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μιὰ ἀπελευθέρωσις, μιά ἀπαλλαγή, εἶναι, ἀντίθετα, καταστροφή, «Ὁ θάνατος εἶναι στ᾿ ἀλήθεια ἕνα μυστήριο, ἡ ψυχὴ ἀποκόβεται, ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, χωρίζεται ἀπὸ τὴ Θείῳ θελήματι φυσική της σύνθεσι καὶ σύνδεσι. Τρομερό. Γιατὶ παραδοθήκαμε στὴ φθορὰ καὶ παντρευτήκαμε τὸ θάνατο;» (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον ἄνθρωπος. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἔνα ἀσώματο πνεῦμα. Τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι συνδεδεμένα,
«σύζυγα», καὶ ὁ χωρισμός τους εἶναι ἡ ἀποσύνθεσις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Μιὰ ἄσαρκη ψυχὴ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕνα πνεῦμα. Πάλι ἕνα σῶμα ἄψυχο δὲν εἶναι παρὰ σάρκες. «Διότι ἐν τῷ θανάτῳ δὲν ὑπάρχει ἐνθύμησις περὶ Σοῦ ἐν τῷ ἅδῃ τίς θέλει σὲ δοξολογήσει» (Ψαλμ. 6,5). Ἤ πάλι: «Μήπως εἰς τοὺς νεκροὺς θέλεις κάμει θαυμάσια; ἢ οἱ τεθνεῶτες θέλουσι ἐγερθῆ καὶ θέλουσι Σὲ αἰνέσει; μήπως ἐν τῷ τάφῳ θέλουσι διηγεῖσθαι τὸ ἔλεος σου; ἢ τὴν ἀλήθειαν σου ἐν τῇ φθορᾷ; μήπως θέλουσι γνωρισθῆ ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου, καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν τῷ τόπῳ τῆς λήθης;» (Ψαλμ. 88, 11,12). Ὁ ψαλμωδὸς εἶναι πολὺ βέβαιος γιὰ τὴν πραγματικότητα αὐτή: «καὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τῆς χειρός σου» (στ. 5). Ὁ θάνατος εἶναι ἀνέλπιδος. Κι’ ἔτσι, ἡ μόνη λογικὴ ἀπάντησις ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δοθῆ ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο στὴν ἑρώτησι γιὰ τὰ ξερὰ κόκκαλα, εἶναι: ᾿΄Οχι, τὰ ξερὰ κόκκαλα ποτὲ πλέον δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ξαναζήσουν.
Ὅμως, ἡ Θεία ἀπάντησις ὑπῆρξε πολὺ διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτήν. Καὶ δὲν ἦταν ἀπάντησις ποὺ τὴν συνιστοῦσαν λόγια, ἀλλὰ μιὰ πρᾶξις παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακόμη καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι δημιουργικός: «Διότι αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγινε αὐτὸς προσέταξε, καὶ στερεώθηκε» (Ψαλμ. 33,9). Καὶ τώρα πάλι ὁμιλεῖ καὶ δρᾶ ὁ Θεός. «Ἀποστέλλει τὸ Πνεῦμά Του καὶ ἀνανεώνει τὸ πρόσωπο τῆς γῆς» (Ψαλμ. 104, 30). Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ δοτὴρτῆς Ζωῆς. Καὶ ὁ Προφήτης μποροῦσε νὰ μαρτυρήση πλέον μιὰ θαυμάσια, μαγευτικὴ ἑπανόρθωσι. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ τὰ ξερὰ κόκκαλα, πάλι ξαναενώθηκαν καὶ πῆραν μορφὴ καὶ καλύφθηκαν πάλι ἀπὸ ζωντανὴ σάρκα, ἡ ἀνάσα τῆς ζωῆς ἦλθε πάλι μέσα στὰ σώματα. Καὶ ξαναστάθηκαν πάλι στὰ πόδια τους, μὲ ἰσχύ, μιὰ τεράστια συνάθροισις ἀνθρώπων. Ἡ ζωὴ ξαναῆλθε, ὁ θάνατος ξεπεράσθηκε.
Ἡ ἐξήγησις τοῦ δράματος αὐτοῦ εἶναι τούτη: Τὰ κόκκαλα αὐτὰ ἦσαν ὁ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν νεκρός, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ἀποστασίας του κι᾽ ἔπεσε μέσα στὸ λάκκο, ποὺ μόνος του ἔσκαψε, ἡττήθηκε καὶ ἀπορρίφθηκε, ἔχασε τὴ δόξα του, τὴν ἐλευθερία του, τὴ δύναμι του. Ὁ Ἰσραήλ, ὁ λαὸς τῆς θείας ἀγάπης καὶ υἱοθεσίας, ὁ ἰσχυρογνώμων, ἀντάρτης καὶ ἐπίορκος καὶ πάλι, ὅμως, ὁ ἐκλεκτὸς λαός... Καὶ ὁ Θεὸς τὸν φέρνει ἔξω ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ θανάτου, πίσω στὶς καταπράσινες βοσκὲς, ἔξω ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ θανάτου, τὸ φρικτὸ λάκκο, τὸ βορβορώδη πηλό. Ἡ προφητεία ἐκπληρώθηκε, ἡ ὑπεσχημένη ἀπελευθέρωσις ἦλθε κάποια ἡμέρα. Ὁ ὑπεσχημένος ἀπελευθερωτής, ὁ Λυτρωτής, ὁ Μεσσίας ἦλθε στὸν κατάλληλο χρόνο, καὶ τὸ ὄνομά του, ἦταν Ἰησοῦς: «αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν του ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ» (Ματθ.1,21). Ἦταν «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν λαοῦ Ἰσραήλ».
Καὶ τότε κάτι ἀπίστευτο καὶ παράδοξο συνέβη. Ὁ ἴδιος δὲν ἀναγνωρίσθηκε, οὔτε ἔγινε ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸ λαό Του· τὸν ἀρνήθηκαν καὶ τὸν ὠνείδισαν, τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο, σὰν ψευδοπροφήτη, κι’ ἀκόμη σὰν ἀπατεῶνα. Γιατὶ ἡ σαρκικὴ ἀντίληψις τῆς ἀπελευθερώσεως, τὴν ὁποία ὁ λαὸς εἶχε ἐγκολπωθῆ, ἦταν τελείως διαφορετικὴ ἀπ᾽ ἐκείνην, ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀντὶ νὰ εἶναι κάποιος δυνατὸς βασιλιάς, σὰν αὐτὸν ποὺ περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ἦλθε «πρᾶος καὶ ταπεινὸς τῆ καρδία». Ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἦλθε στὴ γῆ, ἂν καὶ κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ ἑνὸς δούλου. Καὶ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήση τοὺς «κεκοπιακότας καὶ βεβαρημένους», νὰ τοὺς ἀναπαύση.
Ἀντὶ νὰ φέρη τὸ προνόμιο τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνεξαρτησίας, ἔφερε στὸ λαό Του καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ προνόμιο τῆς Σωτηρίας, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς αἰώνιας ζωῆς. ᾽Αντὶ νὰ φέρη πολιτικὴ ἐλευθερία, ἔφερε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο, τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλ’ «εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν καὶ οἱ ἴδιοι Αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Καταδικάσθηκε σὲ θάνατο, σ’ ἕνα θάνατο καταισχύνης, καὶ «ἐλογίσθη μεταξὺ τῶν παρανόμων». Ἡ Ζωὴ θανατώθηκε, ἡ Θεία Ζωὴ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐδῶ κεῖται τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Σταυρώσεως.
Ἀκόμη μιὰ φορὰ ὁ Θεὸς ἐνήργησε. «Τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες, ἀνείλατε, ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε, λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι Αὐτὸν Ὑπ’ αὐτοῦ» ( Πράξ. 2,23-24, λόγος τοῦ Πέτρου). Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἡ ζωὴ ἦλθε ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ Χριστὸς ἀνέστη, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο του, σὰν γαμπρὸς ἀπὸ τὸν οἶκό του. Καὶ μαζί Του ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀναστήθηκε. Εἶναι ὁ πρῶτος καρπός, ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων. ᾿Αλλὰ «πάντες ζωοποιηθήσονται, ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτοῦ τάγματι» (Α’ Κορ. 15, 20, 22-23) «ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Ρωμ. 5,21).
Ἡ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιὴλ διαβάζεται στὴν ᾽Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στὸν Ὄρθρο τοῦ Μ. Σαββάτου, κατὰ τὴν ἔνδοξο ἐκείνη τελετή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ γρηγοροῦν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου, τὸν ἔνδοξο καὶ ὶερὸ καὶ ἅγιο ἐκεῖνο τάφο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἄφθονα ξεπήγασε ἡ ζωὴ γιὰ ὅλη τὴν πλάσι.
Στοὺς ὡραίους ὕμνους, ποὺ ἔχουν ὁρισθῆ γιὰ τὴν ἡμέρα, στὰ «ἐγκώμια», ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον πολύτιμα δημιουργήματα τῆς εὐσεβοῦς ποιήσεως, τοῦτο τὸ τρομερὸ μυστήριο ἐξεικονίζεται καὶ λατρεύεται: ἡ Ζωὴ κειμένη μέσα στὸν τάφο, ἡ Ζωὴ λαμπρή, ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο (βλ. ἰδιαίτερα, κανόνας, ὠδὴ 8, εἱρμός). Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ στοχασθῆ καὶ νὰ λατρεύση τὸ μυστήριο τοῦτο τοῦ Ζωο-δέκτου καὶ Ζωο-δότου τάφου.
Ὡστόσο, ἡ παλιὰ προφητεία μένει ἀκόμη προφητεία, ἢ μᾶλλον προφητεία καὶ μαρτυρία μαζί. Ἡ ζωὴ ἦλθε ἀπό τὸν τάφο, ἀλλ᾽ ἡ πληρότητά της παραμένει μελλοντική. Ἡ ἀνθρωπότητα, ἀκόμη καὶ οἱ λυτρωμένοι, ἀκόμη καὶ ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια, ζῆ στὴν κοιλάδα τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ οἶκος τοῦ νέου Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ μοιάζει καὶ πάλι μὲ τὰ στεγνὰ κόκκαλα. Ὑπάρχει τόσο λίγη ἀληθινὴ ζωὴ σ’ ὅλους μας. Τὸ ἱστορικὸ μονοπάτι τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀκόμη τραγικὸ καὶ ἀνασφαλές. Ὅλοι μας, τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια, ὡδηγηθήκαμε πάλι πίσω στὴν κοιλάδα τοῦ θανάτου. Κάθε ἕνας ποὺ θὰ πρέπει πλέον νὰ περπατήση ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια πόλεων, ποὺ κάποτε ὑπῆρξαν ἀνθηρές, διαπιστώνει τὴ φοβερὴ δύναμι τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς. Ὁ ἄνθρωπος σπέρνει ἀκόμη τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀπελπισία καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένει ἀκόμη χειρότερα πράγματα ἀπὸ τὸ μέλλον. Γιατὶ ἡ ρίζα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία. Βέβαια, δὲν εἶναι νὰ ἐκπλήσσεται κανεὶς ὅτι σὲ πολλὲς καὶ διαφορετικὲς περιοχὲς ἀρχίζει σήμερα ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τῆς ἁμαρτίας. Κάτι περισσότερο: τὴ σοβαρότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ παλαιὰ ρῆσις τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου βρίσκει πάλι σήμερα τὴν ἠχώ της μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων: «non –dum considerasti quanti ponderis sit peccatum) («ποτὲ δὲν θὰ καταλάβετε πόσο μεγάλο εἶναι τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας»). Ἡ δύναμις τοῦ θανάτου ἔχει στ’ ἀλήθεια καταποθῆ. ᾽Ανέστη ὁ Χριστός! Βασιλεύει ἀθάνατος ὁ ἀποθανὼν ἄρχων τῆς ζωῆς! Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρηγορεῖ, ποὺ δίνει τὴ Ζωή, ἔχει σταλῆ ἐπὶ τῆς γῆς, γιὰ νὰ σφραγίση τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἔχει δοθῆ στοὺς ἀνθρώπους καὶ δίδεται συνεχῶς ἄφθονα κι’ ὅλο καὶ περισσότερο αὐξάνεται ἡ δόσις του. Ἔχει δοθῆ, ἀλλὰ οἱ παραλῆπτες του δὲν εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι. Γιατί, προκειμένου νὰ ζωογονηθῆ κανεὶς ἀληθινά, πρέπει νὰ ξεπεράση τὶς σαρκικές του ἐπιθυμίες, νὰ «βάλη κατὰ μέρος ὅλες τὶς κοσμικὲς φροντίδες», περηφάνεια καὶ προκατάληψι, μῖσος, αὐτάρκεια, ἐγωπάθεια. Πρέπει ἀκόμη ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, ἀλλοιῶς, σβήνει τὸ Πνεῦμα. Ὁ Θεὸς συνεχῶς κτυπᾶ τὶς πύλες τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἀλλὰ μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορεῖ ν᾿ ἀνοίξη.
Ποτὲ ὁ Θεὸς δὲν παραβιάζει τὶς πύλες αὐτές. Σέβεται, κατὰ τὴ φράσι τοῦ ἁγ. Εἰρηναίου, «τὸν παλαιὸ νόμο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας», ποὐ Αὐτὸς ὁ ἴδιος κάποτε ἐδώρησε. Βέβαια χωρὶς ἳ ι
Αὐτόν, χωρὶς τὸ Χριστό, ὁ ἄνθρωπος «οὐ δύναται ποιεῖν οὐδὲν». Ὅμως, ὑπάρχει ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ παρὰ ὁ ἄνθρωπος μόνο νὰ τὸ κάμη - νὰ ἀπαντήση στὴ θεία κλῆσι καὶ νὰ «δεχθῆ» τὸ Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τόσοι πολλοὶ ἀποτυγχάνουν νὰ κάμουν.
Ζοῦμε σὲ μὶα σκληρὴ καὶ βίαιη ἐποχή. Τὸ αἴσθημα τῆς ἱστορικῆς ἀσφαλείας ἔχει χαθῆ ἀπὸ καιρό. Φαίνεται πλέον πολὺ πιθανὴ ἡ δυνατότητα νὰ κλονισθῆ ὁ παραδοσιακὸς πολιτισμὸς μας συθέμελα καὶ νὰ σωριασθῆ σὲ ἐρείπια. Τὸ αἴσθημα τοῦ σκοποῦ καὶ τῆς κατευθύνσεως εἶναι ἐπίσης χαμένο καὶ συζήτησις γύρω ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν φέρνει παρὰ πιὸ μεγάλη σύγχυσι. Κανεὶς δρόμος δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ ὁδηγῆ ἔξω ἀπὸ τὴν κατάστασι αὐτή, ἔξω ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο.᾿Εκτὸς κι’ ἂν συμβῆ μιὰ ριζικὴ ἀλλαγή. ᾽Ε κ τ ό ς...
Στὴ χριστιανικὴ γλῶσσα, τοῦτο μεταφράζεται, ἐκτὸς κι’ ἂν μετανοήσουμε, ἐκτὸς ἂν ζητήσουμε τὸ δῶρο τῆς μετανοίας...Ἄφθονα δίδεται ἡ Ζωὴ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κι’ ὅμως ἀκόμη εἴμαστε νεκροί. «Μετανοήσατε καὶ ἐπιστρέψατε ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν καὶ δὲν θέλει εἶναι εἰς σᾶς ἡ ἀνομία εἰς ἀπώλειαν, ἀπορρίψατε ἀφ᾽ ὑμῶν πάσας τὰς ἀνομίας ὑμῶν, τὰς ὁποίας ἠνομήσατε εἰς ἐμέ, καὶ κάμετε εἰς ἑαυτοὺς νέαν καρδίαν καὶ νέον πνεῦμα καὶ διατὶ νὰ ἀποθάνητε, οἶκος Ἰσραήλ; Διότι ἐγὼ δὲν θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἀποθνήσκοντος, λέγει ΚύριοςόΘεός» (Ἰεζεκιήλ 18,30,32). Δύο δρόμοι ὑπάρχουν «Ἰδοὺ σήμερον ἐγὼ ἔθεσα ἐνώπιόν σου τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἀγαθόν, καὶ τὸν θάνατον καὶ τὸ κακόν... διαμαρτύρομαι πρὸς ὑμᾶς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὅτι ἔθεσα ἐνώπιόν σας τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν» (Δευτερόμιον 30,15,19).
Ἄς διαλέξουμε λοιπὸν τὴ ζωή. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ κάμουμε, εἶναι ν᾽ ἀφιερώσουμε ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό μας στὸ Θεό, καὶ τοῦτο ὄχι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς τυπικῆς ὑπακοῆς, ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἀγάπης. Γιατὶ ό Κύριος εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ Κύριός μας: εἶναι Πατέρας μας. Νὰ τὸν ἀγαποῦμε, σημαίνει ταυτόχρονα νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε, νὰ μετέχουμε, κατὰ κάποιο τρόπο, στὰ σχέδιά Του, νὰ κάνουμε τὸ σκοπό Του καὶ δικό μας σκοπό. «Οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ Κύριος ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν» (Ἰωάννου ιε΄, 15).
Ὁ Κύριος ἄφησε σὲ μᾶς τὴ συνέχισι τοῦ ἔργου Του. Πρέπει νὰ τὸ συμπληρώσουμε καὶ νά τὸ φέρουμε σὲ πέρας. Πρέπει νὰ εἰσέλθουμε στὸ ἐσώτατο νόημα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου. Κι᾽ ἔχουμε λάβει δύναμι γιὰ νὰ τὸ κάμουμε αὐτό. Ἔχουμε λάβει τὴ δύναμι ποὺ θὰ μᾶς κάμη υἱοὺς τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακόμη καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς δὲν ἀφέθηκε νά χάση τὰ προνόμιά του. Ὁ Πατέρας του δὲν τὸν ἄφησε νὰ συγκαταριθμηθῆ μεταξὺ τῶν μισθωτῶν. Ἐκεῖνο μάλιστα πού πάνω ἀπ’ ὅλα εἴμαστε, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ σῶμα, τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ. Μέσα μας ἐνοικεῖ ἡ Ζωή Του διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας βλέποντας τὰ πράγματα, τὸ δεύτερο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάμουμε εἶναι νὰ ἔλθουμε ὅλοι πιὸ κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νὰ ψάχνουμε σ’ ὅλη μας τὴ ζωὴ γιά κείνη τὴν ἑνότητα ποὺ εἶχε στὸ νοῦ Του ὁ Ἰησοῦς τὴν τελευταία Του ἡμέρα, πρὶν τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ πάθος : ὅτι ὅλοι πρέπει νὰ γίνουν ἕνα - στὴν πίστι καὶ στὴν ἀγάπη, ἕνα - ἐν Αὐτῷ. Ἀπόλυτα διῃρημένος ὁ κόσμος πολλὴ πάλη καὶ διαίρεσις, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐθνῶν καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἑνότητα μεταξὺ τῶν χριστιανῶν κοινὸ καὶ ὑποχρεωτικό, εἶναι τὸ πλέον ἐπιτακτικὸ καθῆκον τῶν ἡμερῶν. Τὸ πλέον ἐπεῖγον. Καί, ὁπωσδήποτε, ἡ τελικὴ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀποφασίζεται στά πεδία τοῦ πολέμου, οὔτε στοὺς λαβυρινθώδεις στοχασμοὺς τῶν ἔξυπνων ἀνθρώπων. Ἡ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου ἀποφασίζεται μέσα στὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Θά μείνουν κλειδωμένες ἀκόμη καὶ στὸ χτύπημα τοῦ οὐρανίου Πατρός ; ᾿΄Η θὰ ἐπιτύχη ὁ ἄνθρωπος νά τὶς ξεκλειδώση, ἀπαντώντας ἔτσι στὸ κάλεσμα τῆς θείας ἀγάπης;
Ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μέρες μας ὑπάρχουν σημάδια ἐλπίδος. Δὲν ὑπάρχει μονάχα ἡ σκοτεινιὰ μέσα στὸ καταμεσήμερο, ἀλλ᾽ ἐπίσης τὰ φῶτα, ποὺ φέγγουν μέσα στὴ νύχτα. Ὑπάρχει, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀλήθεια, μιὰ ἐρευνητικότητα πρὸς τὸ μέρος της, ποὺ ὅλο καὶ αὐξάνει. Οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν τὰ μονοπάτια της ψάχνουν ἐπίσης καὶ ἐκεῖνα ποὺ ὁδηγοῦν πρὸς τὴν ἑνότητα. ᾽Αλλ᾿ ἀληθινὴ ἑνότητα εἶναι μόνο ἡ ἐν τῇ ἀληθείᾳ, ἐν τῇ πληρότητι τῆς ἀληθείας. «Παῦσον τά σχίσματα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ. Σβῆσε τὴν ὀργὴν καὶ τὴν μανίαν τῶν ἐχθρῶν. Κατάστρεψον τάχιστα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος, τὰς ἐπαναστάσεις τῶν αἱρέσεων» (Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου). Δίδεται λοιπὸν ἡ ζωή, καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ μᾶς ἐπισκεφθῆ ὁ Κύριος, ὅπως ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ ἔχασε τὴ δική του : «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ἡ ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθαίου κγ΄, 37).
Ἄς διαλέξουμε τὴ ζωή, ἐν τῇ γνώσει τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου μας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ τότε, ἡ δόξα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως θὰ ἀποκαλυφθῆ στὴν ἴδια μας τὴ ζωή. Ἡ ἔνδοξη, παλαιὰ προφητεία, θὰ ἀληθεύση ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμη:
«Ἰδού, λαὲ μου, ἐγὼ ἀνοίγω τοὺς τάφους σας, καὶ θέλω σᾶς ἀναβιβάσει ἐκ τῶν τάφων σας, θέλω σᾶς φέρει εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραὴλ... καὶ θέλετε γνωρίσει ὅτι ἐγώ, ὁ Κύριος ἐλάλησα καὶ ἐξετέλεσα, λέγει Κύριος» (Ἰεζεκιήλ λζ΄, 12, 14).
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα
Σύµβολα καὶ εἰκόνες τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα
Τὸ Πάσχα ἦταν γιορτὴ ἰουδαϊκὴ πρὶν γίνει χριστιανική. Στὴν κυριολεξία τό δικό μας χριστιανικὸ Πάσχα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ νέα «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἑρμηνεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα. Ἔτσι δὲν εἶναι καθόλου παράξενο ὅτι ἡ γιορτὴ αὐτὴ κράτησε πολλὰ στοιχεῖα ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ τελετουργικὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ νόημα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Ἑβραῖο. Δηλ. ὄχι μόνο γιορτάζουμε τὸ Πάσχα τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ γιόρταζαν κι οἱ Ἑβραῖοι, κάπου γύρω στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, ὄχι μόνο τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐδεσματολογίου εἶναι τὸ ψήσιμο τοῦ ἀρνιοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ κύριο θέμα τῆς γιορτῆς, τὸ θέμα τῆς ἀπελευθερώσεως, εἶναι τὸ ἴδιο. Μέσα στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ ἡ ᾶντιστοιχία ἔχει ὀνομασθεῖ τυπολογία. Ὅλα τὰ παράλληλα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα πρὸς τὸ Χριστιανικὸ ὑπῆρξαν «ὁ τύπος», τὸ δὲ γεγονὸς τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἀντίτυπος. Ὅ,τι ἔγινε μὲ τοὺς Ἑβραίους κάτω στὴν Αἴγυπτο καὶ κατὰ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, κατὰ τοὺς πολὺ παλαιοὺς ἐκείνους χρόνους, βρίσκει τὸ πλῆρες νόημά του καὶ τὴν ἀληθινή του σημασία στὴν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, στὸ Χριστιανικὸ Πάσχα. Ἡ ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία τοῦ «τύπου» «πληροῦται» καὶ ὁλοκληρώνεται στὸν «ἀντίτυπο». Τὰ γεγονότα τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ἔγιναν μέσα στὴν Χριστιανικὴ παράδοση σύμβολα καὶ εἰκόνες τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα.
Τὸ κεφ. 12 τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου περιγράφει τὰ περὶ τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πάσχα: «Καὶ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἀαρὼν στὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου: αὐτὸς ὁ μήνας θὰ εἶναι γιὰ σᾶς ὁ πρῶτος μήνας τοῦ ἔτους. Ν’ ἀναγγείλετε σ᾿ ὅλη τὴν κοινότητα τοῦ Ἰσραὴλ τὴ δέκατη μέρα τοῦ μήνα αὐτοῦ πρέπει νὰ προμηθευθοῦν ἀπὸ ἕνα ἀρνὶ γιὰ τὶς οἰκογένειες τους, ἕνα ἀρνὶ γιὰ κάθε σπίτι... καὶ θὰ φυλάξετε (τὸ ἀρνὶ αὐτὸ) μέχρι τὴ δέκατη τέταρτη μέρα τοῦ ἴδιου μῆνα καὶ τότε ὅλο τὸ πλῆθος τῆς κοινότητας τοῦ Ἰσραὴλ θὰ σφάξει τὸ ἀρνὶ κατὰ τὸ ἀπόγευμα. Θὰ πάρουν δὲ ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ θὰ θέσουν στοὺς δυὸ παραστάστες καὶ στὸ ἀνώφλι τῶν σπιτιῶν, ὅπου θὰ φᾶνε τὸ ἀρνί». ᾽Ακολουθοῦν ὁδηγίες γιὰ τὸ ψήσιμο τοῦ ἀρνιοῦ, γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ καταναλωθεῖ ὁλόκληρο μὲ πικρὰ χόρτα, ἐνῶ οἰ τρώγοντες θὰ φᾶνε «μετὰ σπουδῆς», βιαστικά, ντυμένοι καὶ ἕτοιμοι γιὰ ἀναχώρηση. Καὶ προσθέτει τὸ κείμενο. «Τὴν ἴδια αύτὴ νύκτα θὰ περάσω ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου καὶ θὰ συντρίψω κάθε πρωτότοκο στὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ ἄνθρωπο μέχρι κτῆνος: καὶ θὰ ἐκδικηθῶ ὅλους τοὺς Θεοὺς τῆς Αἰγύπτου, ἐγὼ ὁ Κύριος. Καὶ τὸ αἷμα θὰ σᾶς χρησιμεύσει σὰν σημάδι ἐπάνω στὰ σπίτια, ποὺ κατοικεῖτε κι ὅταν βλέπω τὸ αἷμα θὰ σᾶς παρατρέχω, καὶ δὲν θὰ πέσει πάνω σας θανατηφόρος πληγή, ὅταν θὰ συντρίψω τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου...» (στιχ. 1-20). Ἡ σωτηρία αὐτὴ τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου ὁλοκληρώθηκε μὲ τὸ πέρασμα τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ποὺ ἔγινε σωτηρία γιὰ τοὺς διωκομένους, ἐνῶ γιὰ τοὺς διῶκτες Αἰγυπτίους ἔγινε ὁ ὑγρὸς τάφος.
Ἡ χριστιανικὴ παράδοση μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἰουδαϊκὴ πασχάλιο παράδοση εἶδε καὶ ἑρμήνευσε τὸ χριστιανικὸ Πάσχα, τὸ θάνατο καὶ τὴν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ σχετικὰ κείμενα στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἢ στὴν ὑμνογραφία βλέπει πῶς οἱ παλαιὲς ἐκεῖνες ἱστορίες γιὰ τὸ Ἑβραϊκὸ Πάσχα ἔγιναν, μερικὲς φορὲς μέχρι τὶς πιὸ μικρές τους λεπτομέρειες, τὰ σύμβολα κι οἱ εἰκόνες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε αὐτὸ ποὺ ἦταν γι᾿ Αὐτὴν τὸ νόημα τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στὴν συνέχεια θ᾿ ἀναφερθοῦμε μόνο σὲ δυὸ ἢ τρεῖς περιπτώσεις τέτοιων συμβόλων καὶ εἰκόνων, χαρακτηριστικῶν γιὰ τὸ θέμα μας, ποὺ εἶναι τὸ νόημα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα.
Ἡ πρώτη περίπτωση ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀφορᾶ τὸ χρόνο ποὺ γιορτάζεται τὸ Πάσχα, δηλ. τὸ πρῶτο μήνα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔτους, στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία. Ἤδη ὁ ἀλεξανδρινὸς φιλόσοφος Φίλωνας εἶχε διατυπώσει τή σκέψη ὅτι ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία ἀποτελεῖ σύμβολο καὶ εἰκόνα τοῦ κόσμου στὸ ἀρχικό του στάδιο, μόλις εἶχε βγεῖ ἀπ᾿ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Καὶ σημειώνει: «Γιὰ νὰ μᾶς κάνει ὁ Θεὸς κάθε χρόνο νὰ θυμόμαστε τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ἔκαμε τὴν ἄνοιξη, ὅπου ὅλα μπουμπουκιάζουν καὶ ἀνθίζουν. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι χωρὶς λόγο ποὺ ἀναγράφεται πρώτη μέσα στὸ Νόμο, ἀφοῦ εἰκονίζει τὸ ἀρχικό ξεκίνημα τοῦ κόσμου» (SPEC. LEG. II 150). Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, μελετῶντας τὸ θέμα γιατί ὁ μήνας τοῦ Πάσχα εἶναι ὁ πρῶτος ἀνάμεσα σ᾽ ὅλους τοὺς μῆνες, ἀναπτύσσουν τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ μορφὴ τῆς δεύτερης δημιουργίας, εἶναι ἡ ἄνοιξη τῆς «καινῆς κτίσεως» τοῦ νέου κόσμου. Ὁ Εὐσέβιος, ἐπίσκοπος Καισαρείας, λόγιος καὶ πολυγραφώτατος ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας, στὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Πάσχα ἑορτῆς» (PG 24, 693-708) σ᾿ ἕνα σημεῖο τοῦ λόγου του μιλάει πρῶτα γιὰ τὴν φαιδρότητα τοῦ ἔαρος, τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, τὴν κατάπαυση τῶν χειμερίων φοβήτρων, τὴ γαλήνη στὰ πελάγη καὶ τὸ εὔδιον τοῦ ἀέρος, τὴ νέα βλάστηση τῆς γῆς καὶ τὴν ἀνθοφορία, ποὺ προμηνύει τὸν νέο καρπό. Καὶ προσθέτει : «Οὗτος ὁ τῆς ἑορτῆς καιρός, Αἰγυπτίοις μὲν ὄλεθρον τοῖς δαιμόνων φίλοις, Ἑβραίοις δὲ ἑορτάζουσι τῷ Θεῷ κακῶν ἐλευθερίων προυξένει οὗτος ἦν αὐτὸς ἐκεῖνος, ὁ δὴ καὶ ἐπὶ τῆς πρώτης τοῦ παντὸς κοσμογονίας τετηρημένος, καθ᾽ ὃν ἡ γῆ ἐβλάστησε, καθ᾿ ὃν οἱ φωστῆρες ἐγένοντο, καθ᾿ ὃν οὐρανὸς καὶ γῆ παρήχθησαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς κατὰ τοῦτον καὶ ὁ Σωτὴρ τοῦ σύμπαντος κόσμου τὸ τῆς οἰκείας ἑορτῆς ἐξετέλεσε μυστήριον, καὶ τὴν οἰκουμένην ὁ μέγας φωστήρ, εὐσεβείας αὐγαῖς κατελάμπρυνε καὶ δὴ γενέθλιον κόσμου ὁ καιρὸς περιέχειν ἔοικε. Κατὰ τοῦτον δὲ τὸν καιρὸν καὶ τύπος ἐτελεῖτο, τὸ παλαιὸν Πάσχα, ὃ καὶ διαβατήριον εἴρηται, ἀλλὰ καὶ προβάτου σφαγῆς σύμβολον ἔφερεν ἀλλὰ καὶ τροφῆς ἀζύμων ἄρτων ἠνίττετο εἰκόνα. Ταῦτα δὲ ἐπὶ τὴν σωτήριον ἑορτὴν ἅπαντα συνεπληροῦτο, τότε γὰρ πρόβατον αὐτὸς ἦν καθ᾽ ὃ περιέκειτο σῶμα. Αὐτὸς καί ἥλιος δικαιοσύνης, ἔαρος δῆτα θεοῦ καὶ σωτηρίου τροπῆς ἀπὸ χειρόνων ἐπὶ τὰ κρείττω τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον διαλαβούσης». (Εὐσεβείου Καισαρείας, Περί τῆ τοῦ Πάσχα ἑορτῆς, PG 24, 697ΑΒ)
«Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κατὰ τὸν Εὐσέβιο, ἡ ἄνοιξη καὶ ἀρχὴ μιᾶς νέας δημιουργίας, ὁ δὲ Χριστός, καθὼς βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο του, μοιάζει μ᾽ ἕναν καινούργιο ἥλιο, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Συνεχίζοντας λέει ὅτι κατὰ τὸ Πάσχα τῶν χριστιανῶν ἐξαποστέλλονται μάστιγες κατὰ τῶν πονηρῶν δυνάμεων, ὅπως ἄλλοτε πληγὲς κατὰ τῶν Αἰγυπτίων τὴν Ἐκκλησία στεφανώνει ἡ εὐφορία τῶν νέων καρπῶν μὲ τὰ διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τώρα ποὺ ἔπαψαν τὰ πνεύματα τῆς πλάνης καὶ τὰ κακὰ τοῦ χειμώνα κι ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στράφηκε πρὸς τὴν ἀλήθεια, τὰ χωράφια ποὺ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καλλιέργησε μὲ τῆς ψυχῆς τὴν καλλιέργεια βλάστησαν τὰ ὡραῖα ἄνθη τῆς ἀρετῆς, ἐλευθερωμένοι δὲ ἐμεῖς ἀπὸ τὴ μάστιγα τοῦ σκότους, γίναμε ἄξιοι τοῦ φωτὸς τῆς γνώσεως τῆς «ἡμέρας τοῦ Κυρίου». Παρόμοιους συσχετισμοὺς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν πρῶτο μήνα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔτους, στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, μὲ τὴ νέα δημιουργία τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νέο κόσμο τοῦ πνεύματος καὶ τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν κάνουν ὅλοι σχεδὸν οἱ Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ᾿Ορθόδοξο χριστιανό, ποὺ γιορτάζει τὸ Πάσχα μέσα σὲ μιὰ τόσο ὄμορφη φύση, στολισμένη μὲ τὴν καινούργια ἀνοιξιάτικη στολή της, αὐτὸ τὸ σύμβολο κι᾿ αὐτὸς ὁ εἰκονισμὸς ἔχει ἰδιαίτερη σημασία.
Μία ἄλλη ἄποψη τοῦ θέματος τοῦ Πάσχα εἶναι τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν ἐλευθερία. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθώντας τὸν Φίλωνα, ἑρμηνεύουν τὴν ἑβραϊκὴ λέξη «Πάσχα» μὲ τὴν ἑλληνικὴ «διάβαση» καὶ ἐννοοῦν τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἀπὸ τοὺς δούλους Ἑβραίους κυνηγημένους ἀπ᾿ τὸν Φαραώ, πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἐλευθερίας. Οἱ Ἀντιοχειανοὶ Θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴν λέξι «Πάσχα» μὲ τὴν ἑλληνικὴ «ὑπέρβασις» καὶ ἐννοοῦν τὸ προσπέρασμα, ποὺ ἔκαμε ὁ Ἄγγελος ὀλοθρευτὴς τῶν σπιτιῶν ἐκείνων στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἦταν μαρκαρισμένα στοὺς παραστάτες καὶ στὸ ἀνώφλι μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνιοῦ. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ Πάσχα σημαίνει μιὰ ἀποφασιστικὴ σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ὅμως ἡ προσφορὰ τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα ἐκφράζεται κατὰ δύο διαφορετικούς τρόπους. Τὸ Πάσχα ὡς «ὑπέρβασις» σημαίνει πὼς ἀφοῦ ὁ κόσμος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀδικία, εἶναι καταδικασμένος στὴν καταστροφή ὁ Θεὸς ὅμως φείδεται ἐκείνων ποὺ εἶναι σφραγισμένοι μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Πάσχα ὡς «διάβασις» τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, τοῦ ψεύδους τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σημαίνει ἔτσι τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Τὸ θέμα αὐτὸ τοῦ Πάσχα ὡς ἀπελευθερώσεως τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ δουλεία διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ εἶναι κοινὸ ἀγαθὸ στὴν πατερικὴ παράδοση. Ἐξάλλου, ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῆς ἐκκλησίας εἶναι πολὺ γνωστὴ σὲ ὅλους ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου ἡ πρώτη Ὠδή «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον ὑπὸ γῆς ἔκρυψαν τῶν σεσωσμένων οἱ παῖδες, ἀλλ’ ἡμεῖς ὡς αἱ νεάνιδες τῷ Κυρίῳ ἄσωμεν ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται» ποὺ σημαίνει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸν ποὺ ἔκρυψε κάτω ἀπ᾿ τὰ κύματα τῆς Θάλασσας τὸν τύραννο διώκτη τῶν Ἑβραίων Φαραώ, τὰ παιδιὰ αὐτῶν ποὺ σώθηκαν σκότωσαν καὶ ἔθαψαν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ. ᾿Αλλ᾿ ἐμεῖς ὅπως οἱ κόρες τῶν Ἑβραίων μετὰ τὴ σωτήρια διάβαση ἄς ψάλλωμε στὸν Κύριο γιατὶ μὲ δόξα διὰ τῆς ᾿Αναστάσεως δοξάσθηκε». Ὅλες δὲ αὐτὲς οἱ Ὠδὲς τοῦ Κανόνος, ποὺ κατὰ τὴν κρατοῦσα ἄποψη συνέθεσε Κασσιανὴ ἡ Μοναχή, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὴ ἡ ὠδὴ τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς ἐλευθερίας στὴν ᾿Αποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὀνομάζεται «ὠδὴ Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καὶ ὠδὴ τοῦ ἀρνίου».
Μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ σύμβολα κι ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εἰκόνες ἂς ζήσουμε κι ἐμεῖς τὸ φετεινὸ Πάσχα σὰν τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας δημιουργίας καὶ σὰν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ κακοῦ.