Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ
Σέ πολλά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης[1] ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ ἀμνό. Τό θέμα αὐτό τῆς ταυτίσεως προέρχεται ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη σύμφωνα μέ δύο διαφορετικές προοπτικές.
1. Ὁ Δοῦλος τοῦ Γιαχβέ.
Καταδιωγμένος ἀπό τούς ἐχθρούς του, ὁ προφήτης Ἱερεμίας παρομοιάζει τόν ἑαυτό του μέ «ἀρνίον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι»[2]. Ἡ εἰκόνα αὐτή ἐφαρμόστηκε κατόπι στό Δοῦλο τοῦ Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος, πεθαίνοντας γιά νά ἐξιλεώσει τά ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ του, ἐμφανίζεται «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος»[3]. Τό κείμενο αὐτό, ὑπογραμμίζοντας τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑποταγή τοῦ Δούλου, προαγγέλλει μέ τόν καλύτερο τρόπο τή μοίρα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό ἐξηγεῖ ὁ Φίλιππος στόν εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας τῆς Αἰθιοπίας[4]. Οἱ εὐαγγελιστές ἀναφέρονται σ ̓ αὐτό τό κείμενο, ὅταν ὑπογραμμίζουν ὅτι ὁ Χριστός «ἐσιώπα» μπροστά στά μέλη τοῦ Συνεδρίου[5] καί δέν ἀπαντοῦσε καθόλου στόν Πιλάτο[6]. Ἴσως καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀναφέρεται σ ̓ αὐτό ὅταν, σύμφωνα μέ τό 4ο εὐαγγέλιο, χαρακτηρίζει τόν ̓Ιησοῦ ὡς τόν «ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»[7].
2. Ὁ πασχάλιος Ἀμνός.
Ὅταν ὁ Θεός ἀποφάσισε νά ἀπελευθερώσει τόν αἰχμάλωτο στούς Αἰγυπτίους λαό του, παράγγειλε στούς Ἑβραίους νά σφάξει κάθε οἰκογένεια ἕνα πρόβατο «τέλειον, ἄρσεν, ἐνιαύσιον»[8], νά τό φᾶνε τό βράδυ καί νά βάψουν μέ τό αἷμα του τούς παραστάτες τῆς πόρτας τους. Χάρη σ ̓ αὐτό τό «σημεῖο» θά γλίτωναν ἀπό τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο πού θά ἐρχόταν νά πατάξει ὅλα τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Ἐμπλουτίζοντας τό ἀρχικό αὐτό θέμα, ἡ Ἰουδαϊκή παράδοση ἔδωσε στή συνέχεια ἀπολυτρωτική ἀξία στό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ. «Ἐξαιτίας τοῦ αἵματος τῆς Διαθήκης τῆς περιτομῆς, καί ἐξαιτίας τοῦ αἵματος τοῦ Πάσχα, σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀπό τήν Αἴγυπτο»[9]. Χάρη στό αἷμα τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ, οἱ Ἑβραῖοι ἐξαγοράστηκαν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου καί μπόρεσαν ἀπό τότε νά γίνουν «βασίλειον ἱεράτευμα», «ἔθνος ἅγιον»[10], πού συνδέεται μέ τό Θεό μέ διαθήκῃ καί διοικεῖται μέ τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ. Ἡ χριστιανική παράδοσῃ εἶδε τό Χριστό ὡς τόν ἀληθινό πασχάλιο ἀμνό, καί ἡ ἀπολυτρωτική ἀποστολή του περιγράφεται εὐρύτατα στή βαπτισματική κατήχηση πού ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τῆς Α΄ Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πέτρου, ἀπηχήσεις τῆς ὁποίας βρίσκονται στά κείμενα τοῦ ̓Ιωάννη καί στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ ̓Ιησοῦς εἶναι ὁ ἀμνός[11] ὁ τέλειος[12], δηλ. ὁ ἀναμάρτητος[13] πού ἐξαγοράζει τούς ἀνθρώπους μέ τό αἷμα Του[14]. Ἔτσι τούς ἐλευθέρωσε «ἀπὸ τῆς γῆς»[15], ἀπό τόν κόσμο πού εἶναι διεφθαρμένος ἐξαιτίας τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων[16], ὥστε νά μποροῦν στό ἑξῆς νά ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτία[17] καί νά ἀποτελέσουν τό νέο «βασίλειο ἱεράτευμα», τό ἀληθινό «ἅγιον ἔθνος»[18] πού προσφέρει στό Θεό τήν πνευματική λατρεία μιᾶς ἄμωμης ζωῆς[19]. Ἐγκατέλειψαν τό σκότος τῆς εἰδωλολατρίας γιά νά μποῦν στό φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ[20] αὐτή εἶναι ἡ πνευματική τους ἔξοδος. Χάρη στό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ[21], ἔχουν νικήσει τό σατανά, πού ὁ Φαραώ ἦταν τό σύμβολό του, κι ἔτσι μποροῦν νά ψάλλουν τήν «ὠδὴν Μωϋσέως καὶ τοῦ ἀρνίου»[22] πού ἐξυμνεῖ τή λύτρωσή τους.
Ἡ παράδοση αὐτή, πού βλέπει τό Χριστό ὡς τόν ἀληθινό πασχάλιο Ἀμνό, ἀνάγεται στίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ο Παῦλος παροτρύνει τούς πιστούς τῆς Κορίνθου νά ζοῦν ὄχι «ἐν ζυμῇ κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλ ̓ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας», ἀφοῦ «τὸ Πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς»[23]. Δέν προτείνει ἐδῶ ὁ Παῦλος μια καινούρια διδασκαλία γιά τό Χριστό- Ἀμνό, ἀλλά ἀναφέρεται στίς λειτουργικές παραδόσεις τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα, κατά πολύ προγενέστερες τῶν ἐτῶν 55- 57, ὅταν δηλ. ἔγραφε τήν ἐπιστολή του. Ἄν βασιστοῦμε στή χρονολογία τοῦ ̓Ιωάννη, τότε αὐτό τό ἴδιο τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀποτελεῖ τό θεμέλιο αὐτῆς τῆς παραδό-σεως. Ὁ ̓Ιησοῦς θανατώθηκε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων[24], συνεπῶς τό ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα[25], τήν ἴδια ὥρα πού, σύμφωνα μέτίς διατάξεις τοῦ Νόμου, θυσίαζαν στό Ναό τούς ἀμνούς. Μετά τό θάνατό Του δέν τοῦ ἔσπασαν τά σκέλη, ὅπως στούς ἄλλους κατάδικους[26], καί ὁ εὐαγγελιστής βλέπει στό γεγονός αὐτό τήν πραγματοποίηση μιᾶς τελετουργικῆς διατάξεως πού ἀφοροῦσε τόν πασχάλιο ἀμνό[27].
3.Ὁ οὐράνιος ̓Αμνός.
Ἡ ̓Αποκάλυψη, διατηρώντας βασικά τό θέμα τοῦ Χριστοῦ-πασχάλιου ̓Αμνοῦ[28], παραθέτει συνάμα μιά συναρπαστική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἀδυναμία τοῦ σφαγιασμένου ἀμνοῦ καί στή δύναμη πού τοῦ παρέχει ἡ ὕψωσή του στόν οὐρανό. Ὁ Χριστός, ἀμνός στό λυτρωτικό Του θάνατο, εἶναι συνάμα λέων, πού ἡ νίκῃ τοῦ ἐλευθέρωσε τό λαό τοῦ Θεοῦ, αἰχμάλωτο τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ[29]. ̓Ενῶ μοιράζεται τώρα τό θρόνο τοῦ Θεοῦ[30] καί δέχεται μαζί του τή λατρεία τῶν οὐράνιων ὄντων[31], νά τον πού περιβάλλεται μέ θεία ἐξουσία. Αὐτός ἐκτελεῖ τίς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ ἐνάντια στούς ἀσεβεῖς[32] καί ἡ ὀργή του τούς ἐμπνέει τρόμο[33], αὐτός κατευθύνει τόν ἐσχατολογικό πόλεμο ἐνάντια στίς συνασπισμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ καί ἡ νίκη του θά Τόν ἀναδείξει «Κύριον κυρίων καί Βασιλέα»[34]. Δέν θά ξαναβρεῖ τήν ἀρχική του πραότητα παρά, ὅταν θά τελεσθοῦν οἱ γάμοι του μέ τήν οὐράνια Ἰερουσαλήμ πού συμβολίζει τήν Ἐκκλησία[35]. Τότε ὁ Ἀμνός θά γίνει ποιμήν γιά νά ὁδηγήσει τούς πιστούς στίς πηγές τοῦ ζῶντος ὕδατος τῆς οὐράνιας μακαριότητας[36].
[1] Ἰωάννου, Πράξεων, Α΄, Πέτρου καί κυρίως Ἀποκαλύψεως
[2] Ἰερεμίου 11, 19.
[3] Ἠσαΐου 53, 7.
[4] Πράξεων 8, 31-35.
[5] Ματθαίου 26, 63.
[6] Ἰωάννου 19, 9.
[7] Ἰωάννου 1,29. βλ Ἠσαΐου 53,7.12. Ἑβραίους 9.28.
[8] Ἐξόδου 12, 5.
[9] Βλ. τό Ἐξόδου 12.
[10] Ἐξόδου 19, 6.
[11] Α΄ Πέτρου 1,19. Ἰωάννου 1,29. Ἀποκαλύψεως 5,6.
[12] Ἐξόδου 12,5.
[13] Α΄ Πέτρου 1,19. Ἰωάννου 8,46. Α΄ Ἰωάννου 3,5. Ἑβραίους 9,14.
[14] Α΄ Πέτρου 1,18 ἑξ. Ἀποκαλύψεως 5,9 ἑξ. Ἑβραίους 9,12-15.
[15] Ἀποκαλύψεως 14, 3.
[16] Α΄ Πέτρου 1,14.18. 4.2 ἑξ.
[17] Α΄ Πέτρου 1,15 ἑξ. Ἰωάννου 1,29. Α΄ Ἰωάννου 3,5-9.
[18] Α΄ Πέτρου 2,9. Ἀποκαλύψεως 5,9 ἑξ. Βλ. Ἐξόδου 19,6.
[19] Α΄ Πέτρου 2,5. Ἑβραίους 9,14.
[20] Α΄ Πέτρου 2, 9.
[21] Ἀποκαλύψεως 12, 11.
[22] Ἀποκαλύψεως 15,3 7.9 ἐξ. 14-17. βλ Ἐξόδου 15.
[23] Α΄ Κορινθίους 5, 7-8.
[24] Ἰωάννου 18, 28. 19, 14-31.
[25] Ἰωάννου 19, 14.
[26] Ἰωάννου 19, 33.
[27] Ἰωάννου 19, 36. Βλ. Ἐξόδου 12, 46.
[28] Ἀποκαλύψεως 5, 9 ἑξ.
[29] Ἰωάννου 5,5 ἑξ. 12, 11.
[30] Ἰωάννου 22, 1.3.
[31] Ἰωάννου 5, 8.13. 7, 10.
[32] Ἰωάννου 6, 1.
[33] Ἰωάννου 6, 16.
[34] Ἰωάννου 17, 14. 19, 16.
[35] Ἰωάννου 19, 7. 9. 21, 9.
[36] Ἰωάννου 7, 17. Βλ. 14, 4.