«Δόξασον τὸν πατέρα σου καὶ τῆς μητρὸς»
(Σειρὰχ ζ΄ 21-22)
Δόξα καὶ τιμὴ ὀφείλουμε στούς γονεῖς μας. Ἐὰν ἀκόμη ζοῦν, εὐλογημένα ἂς εἶναι τὰ γηρατειά τους καὶ ἀνώδυνος καὶ εἰρηνικὴ ἡ δύση τῆς παροδικῆς ζωῆς τους. Ἐάν μετέστησαν στὴν αἰωνιότητα, φῶς δικαίων γιά πάντα ἂς κατευθύνῃ τὰ βήματά τους πού τούς ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεό.
- «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα» εἶναι ἡ θεία διαταγή, πού ἀναγράφεται ἐπὶ κεφαλῆς τῆς δεύτερης πλάκας τοῦ Δεκαλόγου. Καὶ ἀρκεῖ ἁπλῶς ἡ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐντολῶν θέση της, γιὰ νὰ πιστοποιήσει πόσο κοντά πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι τὸ ὑπούργημα τοῦ γονέα καὶ πῶς καὶ αὐτοί μετέχουν στήν ἱερότητα, γιὰ νὰ ἀριθμοῦνται τὰ καθήκοντα πρὸς αὐτοὺς ἀμέσως μετὰ τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ σέ πολλούς λαούς ἀπεδόθηκαν θρησκευτικές τιμές πρός στὸν γονέα. Οἱ πρόγονοί μας μία μετεχειρίζονταν λέξη, τὴν λέξη «εὐσέβεια», γιὰ νὰ δηλώσουν καὶ τὴν στάση τους ἐπέναντι στούς γονεῖς καὶ τὴν στάση τους ἀπέναντι στόν Θεό. Ἐπικατάρατος κατὰ τὴν Γραφὴ ὑπῆρξε ὁ Χὰμ πού ἀτίμασε καί περιγέλασε τὸν ἐξ ἀγνοίας μεθυσμένο καὶ γυμνό πατέρα του, τὸν ὁποῖον καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν, ὄφειλε νὰ σεβασθεῖ καὶ νά περιποιηθεῖ. Ἐπικατάρατο ὁ Μωῦσῆς ἀνεκήρυξε ἀπὸ τό ὄρος Γαιβάλ κάθε ἕνα πού ἀτίμαζε τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του : «καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός : γένοιτο!» (Δευτ. κζ΄ 16). ᾿Απ’ ἐναντίας ὑπάρχει παράδοση στόν Στοβαῖο κατά τήν ὁποία, ὅταν κάποτε πύρινο ρυάκι μέ λάβα πού φλεγόταν, ἔβγαινε ἀπὸ τήν Αἴτνα, καὶ ὅλοι ἔφευγαν, ἐπιδιώκοντας τὴν σωτηρία τους ἕνας μόνος νέος ἅρπαξε τὸν γηραλέο καὶ παράλυτο πατέρα του στούς ὤμους τους γιὰ νὰ τὸν σώσει. Ὅλους τούς ἄλλους κατέκλυσε ἡ λάβα καὶ ἐξαφανίσθηκαν καὶ μόνον πρίν ἀπό τόν εὐσεβή νέο ὑποχώρησε.
Ἡ τιμὴ καί δόξα τῶν γονέων ἐξωτερικεύεται πρακτικώτερα μέ τήν ὑπακοή καὶ συμμόρφωση στὸ θέλημά τους. «Υἱὲ φύλασσε νόμον πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν (δηλ. περιδέραιον) χρύσεων ἐπὶ σῷ τραχήλῳ» (Παροιμ. α΄, 8). Ὄχι χωρίς σπουδαιότατο λόγο ἔθεσε τὴν ἄωρη ἡλικία ὁ Δημιουργὸς πρίν τήν ὤριμη, καί εὐδόκησε νὰ καταστήσει τὴν ἐμπειρία καὶ πολυπειρία τῆς δεύτερης βακτηρία (βοηθό) καὶ χειραγωγὸ τῆς πρώτης. Θὰ προλαμβάνονταν πάρα πολλές ἀποτυχίες καὶ ἀπογοητεύσεις μας, ἐὰν στὸν πρέποντα καιρὸ τείναμε «εὐήκοον οὖς» στίς γονικές παραινέσεις. Γιατί ποῖος φίλος ὑπάρχει σ’ ὅλο τὸν κόσμο πού μᾶς ἀγαπᾶ μὲ τόση ἁγία ἀνιδιοτέλεια, μὲ ὅση οἱ γονεῖς μας, οἱ ὁποῖοι καὶ τοὺς ὀφθαλμούς τους ἀκόμη θὰ ἦταν πρόθυμοι νὰ βγάλουν καὶ νὰ μᾶς τοὺς δώσουν, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ εὐημερήσουμε; Γονιός, πού συμβουλεύει τὸ κακό, εἶναι κάτι ἀπίστευτο καὶ ἐκτρωματικό. Ἄν καί ἡ ἀνθρώπινη ἀβελτηρία καὶ μοχθηρία μπορεῖ ἴσως κάποτε νὰ φθάσει μέχρι τέτοιου βαθμοῦ κακοήϑειας, ὥστε καὶ νὰ ἐκμεταλλευθεῖ ἠθικῶς ἢ ὑλικῶς τὰ φίλτατα, ὁπότε τὸ «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἄνθρώποις» (Πράξ. ε΄ 29) θὰ ὀρθωθεῖ ὡς λύση τοῦ ἄγριου διλήμματος. Καλὸ εἶναι νὰ διαφυλάττουμε χωρίς ἐνδιασμούς τὴν ἰδέα ὅτι στόν πατέρα μας καί τήν μητέρα μας ἡ ἀνθρώπινη φύση παρουσιάζεται μέ τήν ἁγνότερή της ὄψη καὶ ὅτι ἡ ὑπακοὴ σ’ αὐτοὺς εἶναι ὑποχρέωση καὶ ἀπὸ τόν θεῖο νόμο καὶ ἐνδεδειγμένη ἀπὸ τόν συμφέρο τους
Ἄριστο παράδειγμα υἱϊκῆς ὑπακοῆς μᾶς παρέχει ὁ προφήτης Ἱερεμίας, τοὺς Ρηχαβίτας: (βλ. μβ΄ 5- 6). Ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ ἔθεσε ἐνώπιον τῶν Ρηχαβιτῶν πρὸς δοκιμὴ στάμνα κρασιοῦ, προτρέποντας αὐτοὺς νὰ πίνουν. ᾿Αλλ’ αὐτοί, «ὄχι», εἶπαν, «δὲν θὰ πιοῦμε· ὁ παππούς μας ἄφησε ἐντολὴ στὸν πατέρα μας καὶ δι᾽ αὐτοῦ στοὺς ἀπογόνους του ὅλους νὰ τηρήσουν ἐγκράτεια· καὶ ἐμεῖς συμμορφονόμαστε εὐλαβικά πρὸς τὴν προγονικὴ διαταγή, τήν ὁποία καὶ θὰ μεταδίδωμε πιστά καὶ μέχρις αἰῶνος στοὺς ἀπογόνους μας». Ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, ὑπετάσσετο κατὰ τὴν παιδική Του ἡλικία στὴν Σεπτὴ Μητέρα Του καὶ στὸν θετὸν πατέρα Του, παρέχοντας καὶ στὸ σημεῖο αὐτό εἰκόνα ὑποδειγματικὴ πρὸς τὴν ἀνθρώπινη νεότητα.
Καὶ ὑπάρχει ἐπίση καί τρόπος πρακτικώτερος, μέ τόν ὁποῖο ἐξωτερικεύουμε τὴν δόξα καὶ τιμή πρὸς τοὺς γονεῖς μας: ἡ περίθαλψη καὶ γηροκόμησή τους. Τὰ γεννηθέντα καὶ ἐκτραφέντα παιδιά ἱερή ἔχουν ὑποχρέωση νά δείχνουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους, ἀποδίδοντας τὰ «τροφεῖα» στούς γονεῖς τους, ὅταν πλέον αὐτοί δέν θὰ ἔχουν δυνάμεις νὰ πορίζωνται τὰ πρὸς τὸ «ζῆν». Καὶ ἡ πληρωμὴ αὐτή θὰ εἶναι ἐλαχίστη ἀπέναντι στίς ληφθεῖσες χάριτες. Γιατί πόσα χάριν αὐτῶν δέν ὑπέφεραν ἐκεῖνοι; Ἀπερίγραπτες ἐνοχλήσεις καὶ συγκοπές ὑφίστατο ἡ μητέρα, ὅταν τὸ ἔμβρυο τό ἔφερε στήν μήτρα της. Μέ ὠδίνες ὀξύτατες τὸ παρουσίασε στὴν ζωή, πού σχεδόν προσέγγισε τόν θάνατο καί πέρασε νύχτες καὶ ἡμέρες, δαπανωμένη στήν ἀφοσίωση πρὸς τὸ νεογνό της, τρέφοντά το μέ τὸ λευκὸ αἷμα της, ἀγρυπνοῦσα πάνω σ’ αὐτό, ὅταν ἦταν ἄρρωστο, προσευχομένη γι’ αὐτό, κλαίουσα καί ζώντας τήν εὐτυχία του, ἀπογυμνώνοντας τήν νεότητά της, τήν ρώμη, τήν ὑγεία της γιά νά τό ἀναθρέψει. Συνέβαλε καὶ ὁ πατέρας μέ τίς δυνάμεις του καὶ σέρνοντας τὸ ἄροτρον τοῦ βίου, περνώντας πελάγη, κυρτώθηκε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν φροντίδων καὶ λευκάνθηκαν τά μαλλιά του στὴν πάλη τῆς ἐργασίας, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ παρέχει καλύτερο τό σήμερα καὶ τό αὔριο τῶν παιδιῶν του. Καὶ τώρα τί ζητοῦν ἀπὸ τὰ παιδιά τους; Μία γωνία. Μία πολυθρόνα. Ἕνα γράμμα. Μία ἐπίσκεψη. Ἕνα φίλημα. Ἕνα παλμό. Ἕνα τρυφερό χέρι νὰ τοὺς κλείσει τὰ σβύνοντα βλέφαρά τους. Ποῖος θὰ εἶναι τόσο ἄσπλαγχνος, ὥστε νὰ τούς τὰ ἀρνηθῇ ὅλα αὐτά;